Η μεγάλη τέχνη
του Μακάρθι συνίσταται στο ότι κατόρθωσε να ανατρέψει τους κοινούς τόπους του
αμερικανικού πολιτισμικού φαντασιακού αποδομώντας τον μύθο, όπως εκφράζεται από
την πληθώρα των γουέστερν, για την κατάκτηση της Άγριας Δύσης. Η αφήγηση, όπως
δείχνουν και οι τίτλοι των κεφαλαίων, μοιάζει με ημερολογιακή καταγραφή. Οι
σφαγές και η τρομακτική βία κυριαρχούν σε όλες τις σελίδες του βιβλίου χωρίς
τίποτε το ηρωικό. Κατά τους New York Times είναι ίσως το πιο αιματηρό βιβλίο από την εποχή της
Ιλιάδας. Η γλώσσα τα υφαίνει όλα αντιστικτικά με τον λυρισμό της φύσης, τους
βιβλικούς τόνους και τις ψυχρές περιγραφές διαμορφώνοντας ένα υψηλό ύφος «τόσο
πυκνό, λακωνικό και ακριβολόγο, που μπορεί να χαρακτηριστεί άφοβα ανεπανάληπτο»
έγραψε ο Τζων Μπάνβιλ[2].
Ωστόσο, θα μπορούσε να είναι ένα ακόμα γουέστερν. Όπως μια απλή
θαλασσινή περιπέτεια ήταν στην πρώτη του γραφή και ο «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ.
Η
κρίσιμη στιγμή για τη μετατροπή του «Ματωμένου
Μεσημβρινού» στο μυθιστόρημα που γνωρίζουμε, ήταν η επινόηση του δικαστή
Χόλντεν. Για τον «Μόμπι Ντικ» όταν ο χαρακτήρας του καπετάνιου Αχαάβ ποντίζεται
στο τραγικό βάθος των ηρώων του Σαίξπηρ και μεταμορφώνεται.