Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2023

Οι εκδοτικές περιπέτειες του περιοδικού «Παρέμβαση». Οι εποχές και ο βιωμένος χρόνος

Αν θέλαμε να κάνουμε μια συνοπτική περιοδολόγηση των λογοτεχνικών περιοδικών, νομίζω ότι θα έπρεπε να διακρίνoυμε  τρεις μεγάλες εποχές: τη «μαχητική» για τα περιοδικά μέχρι τη δεκαετία του ’70, τα οποία είχαν μια συγκροτημένη αισθητική ή ιδεολογική κατεύθυνση, όπως η
Διαγώνιος
του Χριστιανόπουλου με τον αδιαπραγμάτευτο ρεαλισμό ως αισθητική αντίληψη, ή την Επιθεώρηση Τέχνης και την Κριτική του Αναγνωστάκη με την ιδεολογία της αριστεράς. Την «εποχή της λογοτεχνικής ανεξιθρησκίας» από τη δεκαετία του ’70 και εντεύθεν στην οποία δεν είχαν ευδιάκριτη αισθητική και ιδεολογική γραμμή
πλεύσης, αλλά την ποιότητα του διευθυντή ή της ομάδας που τα εξέδιδε όπως το Εντευκτήριο,  το Δέντρο, η Λέξη, ο Πόρφυρας, η  Παρέμβαση για να αναφέρω ενδεικτικά. Τη «διαδικτυακή εποχή» όπου τα παραδοσιακά, με την ημερομηνία λήξης εγγεγραμμένη στη μελλοντική πράξη της συνταξιοδότησης του διευθυντού τους, αγωνίζονται με άνισους όρους σε έναν αγώνα επιβίωσης με τα ηλεκτρονικά σούπερ μάρκετ των δεκάδων χιλιάδων αναγνωστών της καθημερινής  και άμεσης ενημέρωσης.

Καθώς σωρεύεται ο κερδισμένος χρόνος,  η Παρέμβαση διασχίζει πλησίστια τις δεκαετίες, συναριθμείται δίπλα στα αξιόλογα λογοτεχνικά περιοδικά της δεύτερης εποχής και αναδεικνύεται ως έργο ζωής για τον χαλκέντερο  Βασίλη Καραγιάννη.  

Παρά το γεγονός ότι ο γενέθλιος χρόνος της είναι το φθινόπωρο του 1984  ως έντυπο της ανανεωτικής αριστεράς, το κρίσιμο σημείο ήταν το 1988 όταν μετά από μια εκδοτική αγρανάπαυση -λόγω των πάντα πλούσιων κομματικών διαφωνιών- ο Βασίλης και ο υποφαινόμενος ανέλαβαν εκ νέου την έκδοση. Η μετάλλαξή της  σε ένα καθαρά λογοτεχνικό έντυπο ήρθε ως φυσική συνέπεια του γεγονότος ότι οι δυο βασικοί συντελεστές θεωρούσαν τη λογοτεχνία ως αναπνοή τους. Τα πρώτα χρόνια ήταν μια συλλογική προσπάθεια μέχρι ο Βασίλης να αναλάβει σταδιακά, σαν άνθρωπος ορχήστρα, τα πάντα μόνος του.  Ο τίτλος προδίδει ακόμη την καταγωγή της, τις αγωνιστικές προθέσεις και το συλλογικό πνεύμα της εποχής. Αν και τον είχα υποστηρίξει κι εγώ σε εκείνη την κρίσιμη κομματική συνεδρίαση, στα επόμενα χρόνια έμεινε μόνο ως σύμβολο και αποτύπωμα των πρώτων καιρών.

Η Κοζάνη έχει μια μεγάλη παράδοση στα γράμματα, η οποία ανατρέχει στους λόγιους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Κατά τον 20ο αιώνα μια πρώτη άνθιση των γραμμάτων, σε συνθήκες ελευθερίας του νεοελληνικού κράτους,  παρατηρείται την εποχή του Μεσοπολέμου με τους Κ. Τσιτσελίκη, Κ. Παπακωνσταντίνου, Δ. Μανέντη κ.ά. που άφησαν λογοτεχνικό έργο και  συνεργάζονταν με βορειοελλαδικά περιοδικά και τις εφημερίδες της εποχής τους. Στις δεκαετίες μετά τον πόλεμο ακολούθησαν αξιόλογες, αλλά μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως του Π. Β. Πάσχου, Μ. Παπακωνσταντίνου, Π.  Παπασιώπη και πολλών άλλων, ιδιαίτερα  στον χώρο της τοπικής Ιστορίας (Ν. Δελιαλής, Μ. Καλινδέρης, Λ. Παπασιώπης, Κ. Σιαμπανόπουλος, Β. Σαμπανόπουλος για να αναφέρω ενδεικτικά) ή  περιπτώσεις περιοδικών όπως τα Ελειμιακά.

Η διαφορά και η προσφορά της  Παρέμβασης είναι ότι δημιούργησε μια μακρόχρονη εστία, ένα εργαστήρι καλλιέργειας των γραμμάτων, έναν χώρο αναφοράς με πανελλήνια εμβέλεια, ώσμωση και απήχηση. Φιλοξένησε στις σελίδες της εκατοντάδες Έλληνες και ξένους ποιητές, πεζογράφους και μελετητές. Ανέδειξε τους δικούς της  πεζογράφους, κριτικούς και ποιητές από τις σελίδες της.  Έκανε δεκάδες αφιερώματα: «Ανθολόγιον Κυπρίων ποιητών», Βαλκανικής ποίησης, Ρωσικής ποίησης,  Έκτωρ Κακναβάτος, Μιχάλης Γκανάς, Νίκος Α. Ασλάνογλου, Γιώργος Σεφέρης, Κώστας Στεργιόπουλος, Θανάσης Βαλτινός, Δημήτρης Νόλλας, Παντελής Πάσχος, Ανδρέας Μήτσου, Σωτήρης Δημητρίου, Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, Κλείτος Κύρου κ.ά. Φιλοξένησε μεταφρασμένη ποίηση από συνεργάτες της Παρέμβασης (Α. Βατάλη, Φ. Καγιόγλου, κ. ά.) αλλά και μεταφρασμένο δοκιμιακό λόγο των Emil Cioran, Carlos Fuentes, Gunter Grass, Jacques Lacarrier, Vladimir Jankelevitch, κ.ά. Οργάνωσε εκατοντάδες εκδηλώσεις και συνέδρια  (Γ΄ πανελλήνια συνάντηση λογοτεχνικών περιοδικών) και λογοτεχνικά συμπόσια με τιμώμενους και εισηγήσεις για τους Βαλτινό, Βασιλικό, Πατρίκιο. Ημέρες ποίησης, για πρώτη φορά πανελλαδικά με αφορμή την παγκόσμια ημέρα ποίησης, εκδόσεις και εκθέσεις  για την Κοζάνη ( «Κοζάνη 1912- 1993»).  Οι ομώνυμες εκδόσεις αριθμούν δεκάδες βιβλία ποίησης, μυθιστορήματος, δοκιμίων, μελετών, ιστορίας. Δημοσίευσε πολλές συνεντεύξεις με ανθρώπους των γραμμάτων, μεταξύ των οποίων και εκείνη την ιστορική που πήραμε με τον Βασίλη από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, που λίγο έλειψε για να μας φέρει όλους στα ακροατήρια των δικαστηρίων. Ακόμη και η ενιαύσια κρασοκατανυκτική μοσχαροκεφαλή λήγοντος του έτους, υπενθύμιζε ότι δεν ήταν μια επαγγελματική υπόθεση, αλλά μια  ιστορία που ξεχείλιζε από ζωή.

Η Παρέμβαση αφιέρωσε ένα κομμάτι της ύλης της για την ιστορία της πόλης και της κοζανίτικης γραμματείας, όπως συμβαίνει μοιραία για τα περιοδικά που εκδίδονται στην επαρχία -ο Πόρφυρας για τον Κ. Θεοτόκη, ο Αλφειός για τον Τ. Σινόπουλο  κ.λπ. Με τη συνεχή της παρουσία  έδωσε βήμα για την αναψηλάφηση της τοπικής ιστορίας με δεκάδες κείμενα και βιβλία από τον Γιώργο Μπουντιούκο, τον Χρήστο Μπέσσα, τον Θανάση Καλλιανιώτη κ. ά. Ωστόσο, κι εδώ έδειξε ένα διαφορετικό και πρωτοπόρο πνεύμα.  Ανέσυρε λογοτέχνες από τον βυθό της γραμματολογικής λήθης με επανεκδόσεις των έργων τους (Κ. Τσιτσελίκης  «Αγάπη στον Αλιάκμονα», Δ. Μανέντης «Ποιήματα και πεζά», Κ. Παπακωνσταντίνου) και τους αξιολόγησε αισθητικά  εντάσσοντάς τους στον ευρύτερο γραμματολογικό κανόνα [Γ. Σακελάριος, Χ. Μεγδάνης, Κ. Τσιτσελίκης (Η αισθητική της Ιθαγένειας)], ώστε να ακολουθήσει μια νέα γενιά με κριτικές εκδόσεις και το πανεπιστημιακό ενδιαφέρον.

Τι σημαίνει, όμως, να εκδίδεις ή να δημοσιεύεις σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό της επαρχίας; Όπως τόνιζα στην Γ΄ Πανελλήνια συνάντηση λογοτεχνικών περιοδικών (Ιούνιος 1997)  «πρόκειται για μια σπατάλη έργου αφού για τη διεκπεραίωση ενός τεύχους δυο-τρία άτομα μετέρχονται κατά σειρά τις ιδιότητες του συλλέκτη των κειμένων, του διορθωτή, του σελιδοποιητή, του αχθοφόρου της έντυπης χαρτομάζας και της άτυπης ματαιοδοξίας, η οποία πρέπει διπλωθεί και να ετικετοποιηθεί για να πάρει την άγουσα προς το ταχυδρομείο. Για να μείνει στο τέλος το άγχος της εξόφλησης της επιταγής και η αποδοτική κατανάλωσή του, ώστε να αποφευχθούν οι παρενέργειες και οι εκπλήξεις στον οικογενειακό προϋπολογισμό.

Η Παρέμβαση είναι ένα εκδοτικό εγχείρημα της επαρχίας κι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία. Το να δημιουργείς στην περιφέρεια είναι μια στάση ζωής. Σημαίνει ότι συμβιβάστηκες με την ιδέα ότι θα είσαι μακριά από τα κάθε λογής πολιτικά, εκδοτικά και «λογοτεχνικά» κέντρα. Ζεις σε έναν κόσμο που θητεύει στην ευκολία. Ριζωμένος σε έναν τόπο ταξιδεύεις μέσα από τη λογοτεχνία και τα περιοδικά αναπληρώνοντας την ένταση της ζωής. Τον πρώτο καιρό μεθυσμένος από τα γραπτά σου και τη χαρά της επωνυμίας πιστεύεις ακόμη και στην αθανασία των ιδεών και των λέξεών σου. […] Κι αν τα σύγχρονα λογοτεχνικά περιοδικά φαίνονται λίγο αμήχανα και χωρίς πυξίδα σε σχέση με τα παλαιότερα, είναι γιατί πορεύονται σ’ ένα νέο τοπίο, όπου οι ιδεολογικές και αισθητικές βεβαιότητες του παρελθόντος έχουν γίνει θρύψαλα. Είναι μια συγγνωστή αδυναμία».

Η Παρέμβαση ξεκίνησε ως ένα περιοδικό της επαρχίας, αλλά κατέληξε να συναριθμείται ως ένα από σοβαρά περιοδικά που γράφουν την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας για τέσσερις δεκαετίες. Κι αυτό θα φανεί καθαρά όταν με την ψηφιοποίηση αναδειχθεί ο πλούτος μέσα από τις σελίδες της.

Με τον Βασίλη έζησα μαζί δυο μεγάλες και ωραίες περιπέτειες της ζωής μου. Την πάλαι ποτέ πολιτισμένη ανανεωτική αριστερά και την Παρέμβαση. Η πρώτη είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που χάνοντας - και δυστυχώς το κόμμα μας έχανε πάντα, ανηλεώς και πανηγυρικά,  σπουδάζοντας και βελτιώνοντας συνεχώς την υψηλή τέχνη της αποτυχίας- κερδίζεις. Όπως λέω συχνά, χαριτολογώντας, η αριστερά ήταν το πρόσχημα για να πίνουμε μπίρες. Διότι ποιο είναι το κίνητρο για να ασχολείται κάποιος με την πολιτική; Δεν πιστεύω ότι ισχύει μόνον η προφανής μαρξιστική απάντηση για  τα προβλήματα και τις οικονομικές αντιθέσεις που μας κινητοποιούν. Νομίζω ότι υπαγόμαστε  στη δικαιοδοσία όχι του Μαρξ, αλλά του Φρόυντ.  Υπάρχει κάτι βαθύτερο, και ίσως πιο σκοτεινό, που αντιστέκεται στην απάντηση, που ερμηνεύει αυτή την παράλογη εμμονή και επιμονή σε μάταιους -θα έλεγε κάποιος- αγώνες.   Διότι αν κρίνει κανείς από την άποψη της αποτελεσματικότητας,  μετά από μια πορεία σαράντα χρόνων, όχι μόνον δεν καταφέραμε να αλλάξουμε τον κόσμο αλλά απλώς αναμασούσαμε στα γραφεία επικαιρικές πολιτικολογίες. Όμως αυτό έδινε νόημα και βάθος στη δική μας ζωή.

Ωστόσο, οι τόμοι της Παρέμβασης που στέκονται στα ράφια των βιβλιοθηκών και οι τόνοι της έντυπης χαρτομάζας που γράψαμε, τυπώσαμε και ταχυδρομήσαμε, υπό τους ήχους του τρίτου προγράμματος και του Καζαντζίδη μια μικρή ομήγυρις και  σε εορταστικό κλίμα στα γραφεία του Βασίλη αποτελούν μια  μικρή, αλλά πολύτιμη, υποσημείωση που γράφτηκε στο περιθώριο της Ιστορίας και της λογοτεχνίας.

Και πρέπει να ομολογήσω ότι με τον Βασίλη είχα δυο στιγμές οριακές. Και στις δυο αναρωτήθηκα μήπως τρέχοντας να σώσουμε την ανθρωπότητα, με έργα «ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητας», όταν οι άλλοι έτρεχαν για να κάνουν περιουσίες,  κάπως το  είχαμε παρακάνει. Η πρώτη ήταν πάνω στον Γράμμο. Πριν από πολλά χρόνια, τη δεκαετία του ’80, επιστρέφοντας από μια κομματική αποστολή στην Καστοριά μαζί με το αυτοκίνητο του  Σάκη Καραλιώτα, αναγκαστήκαμε με τον Βασίλη να κατεβούμε για να σπρώξουμε την πολυκαιρισμένη κόκκινη  Ford  που κολλούσε και γλιστρούσε, γιατί ο Σάκης είχε ξεχάσει να πάρει αλυσίδες. Εκεί, λοιπόν, μέσα στο χιονισμένο τοπίο σπρώχνοντας με σκυμμένο το κεφάλι, ανασήκωσα για μια στιγμή το βλέμμα και κοιτάζοντας το δάσος γύρω μου, αναρωτήθηκα, για πρώτη φορά στην κομματική μου σταδιοδρομία, τι δουλειά έχω εγώ με τις αρκούδες σ’ αυτές τις βουνοκορφές;

Η δεύτερη ήταν έναν Ιανουάριο της δεκαετίας του ’90. Είχαμε πάει την προηγούμενη μέρα τα τεύχη της Παρέμβασης με το αυτοκίνητο στο ταχυδρομείο. Ωστόσο, ως συνήθως, είχαν μείνει κάποια υπόλοιπα για Αθήνα και Θεσσαλονίκη τα οποία αναλάβαμε με τις σακούλες στα χέρια με τον Βασίλη. Είχε μισό μέτρο χιόνι και στον δρόμο για το ταχυδρομείο, διασχίζοντας την πλατεία της Κοζάνης με μεγάλα και αραιά βήματα μέσα στο κρύο, όπως οι στρατιώτες στις ταινίες  για το Αλβανικό μέτωπο με το όπλο στον ώμο, αναρωτήθηκα πάλι, μήπως τρέχοντας να σώσουμε τον κόσμο, κάπως το είχαμε παρακάνει. Τριανταπέντε χρόνια ο Βασίλης επιμένει, έργω και λόγω, να δίνει πεισματικά τη δική του απάντηση και συνεχίζει να γράφει μόνος του το magnum opus της λογοτεχνικής του σταδιοδρομίας και μια πολύ ωραία ιστορία ενός από τα μακροβιότερα ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά.

Μετά από δεκαέξι χρόνια νόμισα ότι είχα αποθεραπευθεί πια από την Παρέμβαση,  όταν πρόσφατα ο ΕΦΚΑ αρνήθηκε να μου χορηγήσει ανακεφαλαίωση των συντάξιμων χρόνων μου.  Μου υπενθύμισε ότι από τον Μάιο του 1989 ήμουν συνεκδότης της και έπρεπε να προσκομίσω το καταστατικό της Εταιρείας Μελέτης Προβλημάτων για να φανεί ότι δεν ήταν κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Δεν μπορούσαν να φανταστούν, οι αφελείς γραφειοκράτες, ότι συνέβαινε  ακριβώς το αντίθετο. Ότι σ’ αυτή την ανθισμένη ματαιότητα κερδοσκοπούσαμε άγρια περνώντας τις ωραιότερες μέρες μας.

 Μ.ΚΑΡ.

 

 Από το αφιέρωμα "ΒΑΣΙΛΗΣ Π. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΟΛΑ ΣΤΗ ΦΟΡΑ

 [ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΑ ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΟΥ]"

Δεν υπάρχουν σχόλια: