Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2023

1821: Η πένα και το καριοφίλι. Η αιώνια διελκυστίνδα για τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας

 Πρακτικά Δ΄ Συμποσίου Λογοτεχνίας, 
Κοζάνη, 10 – 11 Σεπτεμβρίου 2021
Παρά τα όσα έχουν γραφτεί δυο αιώνες τώρα για την Ελληνική Επανάσταση, εξακολουθεί να παραμένει αντικείμενο επιστημονικών ερμηνειών και διαμαχών ή να περιβάλλεται από την αχλή του μύθου στο ευρύτερο κοινό. Πολλές φορές η ανάλυση στο μείζον γεγονός της νεώτερης Ιστορίας, που διαμόρφωσε καθοριστικά την νεοελληνική συνείδηση και ταυτότητα, επενδύεται με συναισθηματικά φορτία καθιστώντας πιο δύσκολη την προσέγγιση της αλήθειας.

Στην παραδοσιακή άποψη της εθνικής ιστοριογραφίας ήρθαν αργότερα να προστεθούν,  αν και ξεπερασμένες, μαρξογενείς προσεγγίσεις,  όπως του Κορδάτου, θέτοντας το δίλημμα αν η Επανάσταση είναι “εθνικοαπελευθερωτική” ή “ταξική.” Κρίσιμη  ιστοριογραφικά υπήρξε η συμβολή του Κ. Θ. Δημαρά τονίζοντας με εμβληματικό τρόπο τις σημαντικές αλλαγές στην ιδεολογία την πεντηκονταετία πριν τον αγώνα. Με ένα νέο ερμηνευτικό σχήμα ανέδειξε το φαινόμενο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού σύμφωνα με το οποίο βαθμιαία διαμορφώθηκε ένα στρώμα Ελλήνων εμπόρων και λογίων που ήρθε σε επαφή με τις ευρωπαϊκές φιλελεύθερες εθνικές ιδέες, και οδήγησε στην άνθηση της παιδείας και την εισαγωγή νέων ιδεών. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του νεοελληνικού Διαφωτισμού αποτέλεσαν η στροφή προς την ευρωπαϊκή νεωτερικότητα, η πίστη στον ορθό λόγο και την επιστήμη, η εκκοσμίκευση της γνώσης και η αποδέσμευση της σκέψης από τη θρησκευτική αυθεντία, η ενσωμάτωση του αρχαιοελληνικού παρελθόντος και η παράκαμψη του Βυζαντίου.


Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες εμφανίστηκαν ιστορικές μελέτες, όπως του Ν. Διαμαντούρου[1] -  που υπερβαίνουν τις παλαιότερες ιδεολογικές  αντιθέσεις, εμπλουτίζουν τις ερμηνείες και μετατοπίζουν τις διαιρετικές τομές στο πολιτισμικό πεδίο.

Ο λόγος της ιστοριογραφίας  και το ερευνητικό ενδιαφέρον της πολιτικής επιστήμης για την αγώνα της ανεξαρτησίας δεν αφορούν μόνο το παρελθόν. Κρίσιμα στοιχεία για την κατανόηση ελληνικής ταυτότητας και της νεοελληνικής ιδιοπροσωπίας αποτελούν ο τρόπος συγκρότησης του κράτους και οι πολιτισμικές λογικές που συγκρούστηκαν και κυριάρχησαν τους δυο τελευταίους αιώνες. Όπως χαρακτηριστικά το έθετα στο «Μικρό και αλαζονικό έθνος»[2] -και αποτελούσαν  τα κεντρικά ερωτήματα της έρευνάς μου-  γιατί άραγε η Ελλάδα, ενώ ήταν από τα πρώτα έθνη που κατά τον 19ο  αιώνα υιοθέτησε τους πιο προχωρημένους ευρωπαϊκούς θεσμούς –Σύνταγμα, καθολική ψηφοφορία, αρχή της δεδηλωμένης, γενικευμένη δημόσια εκπαίδευση– πασχίζει για μια ανάπηρη και ανολοκλήρωτη νεωτερικότητα; Γιατί η συγκρότηση του νεωτερικού υποκειμένου που σμιλεύτηκε στη Δύση παρέμεινε στην Ελλάδα ημιτελής; Γιατί ο Λόγος παραμένει υπόσχεση χωρίς αντίκρισμα, δεν εκταμιεύεται ως ατομική ευθύνη, δεν γονιμοποιείται σε συλλογική Πράξη, δεν επικυρώνεται από την Ιστορία;

Αν ξετυλίξουμε το νήμα της απάντησης στα ερωτήματα αυτά θα οδηγηθούμε στις απαρχές της συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους. Από τη γενέθλια στιγμή του ξεκινά στο επίπεδο της ιδεολογίας η διαπάλη για την εξουσία όπως εκφράστηκε από τους «καλαμαράδες» εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού που κρατούσαν την πένα και τους φουστανελοφόρους που κρατούσαν το καριοφίλι. Δηλαδή στους εξ εσπερίας πεπαιδευμένους ετερόχθονες αφ’ ενός και τους αυτόχθονες οπλαρχηγούς, τους προεστούς και τον κλήρο με το εντόπιο φρόνημα αφ’ ετέρου. Τη σύγκρουση αυτή θα μπορούσαμε  -grosso modo- να τη συμπυκνώσουμε στις ηγετικές μορφές και του Θόδωρου  Κολοκοτρώνη και του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Το χάσμα ανάμεσα στις δυο πλευρές εκφράζεται πρώτα απ’ όλα στη γλώσσα, το ήθος και την καχυποψία στις μεταξύ τους σχέσεις. Απέναντι στο λόγιο ύφος του δυτικόφρονα Μαυροκορδάτου, η πένα του οποίου μαζί με τον Πολυζωίδη έγραψε το πρώτο συνταγματικό κείμενο στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, η τραχιά και ευθύβολη γλώσσα του Κολοκοτρώνη δεν γνωρίζει περιστροφές: «Σου λέγω τούτο, Κύριε Μαυροκορδάτε μη καθίσεις πρόεδρος διότι έρχομαι και σε διώχνω με τα λεμόνια, με τη βελάδα όπου ήρθες»[3]. Η αντίθεση είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού στην  «Υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα», τον περίφημο πίνακα του Βρυζάκη, όπου ο  Μαυροκορδάτος με τα ευρωπαϊκά ρούχα -«το τζιογλάνι … ο τεσσερομάτης», όπως τον αποκαλούσε  Καραϊσκάκης γιατί φορούσε γυαλιά-,  ξεχωρίζει ενδυματολογικά με τα μαύρα σκαρπίνια, το μαύρο παντελόνι και τη μαύρη ρεντιγκότα, σαν τη μύγα μες το άσπρο γάλα των φουστανελοφόρων που ζητωκραυγάζουν υποδεχόμενοι τον Μπάιρον.

Αντιλαμβανόμαστε ότι στο θέατρο του πολέμου, παράλληλα με τις επιχειρήσεις κατά των Τούρκων, εκτυλίσσονταν η διαπάλη για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι στη νέα εξουσία. Οι κοτζαμπάσηδες, «οι χριστιανοί πασάδες» κατά τον Καποδίστρια, που εποφθαλμιούσαν τις περιουσίες των Οθωμανών, οι αρματολοί που επεδίωκαν την κατοχύρωση των αρματολικιών τους, ο κλήρος, οι καραβοκύρηδες, οι έμποροι και ο απλός λαός μαζί με τους ετερόχθονες εξ εσπερίας αποτελούσαν κοινωνικές ομάδες και επαναστατικά υποκείμενα με ξεχωριστούς στόχους και προτάγματα, με ιδιοτελή συμφέροντα και κίνητρα. Οι ετερόχθονες δυτικοσπουδαγμένοι με τις φιλελεύθερες απόψεις του Διαφωτισμού, με επικεφαλής τον Μαυροκορδάτο,  επεδίωκαν τη δημιουργία ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους. Κι εδώ είναι ο άλυτος κόμπος του ’21. Η έννοια της συγκεντρωτικής κρατικής διακυβέρνησης, η ισότητα, η οργάνωση, οι απρόσωπες σχέσεις των νόμων  όχι μόνον ήταν άγνωστη στους πρόκριτους και τους οπλαρχηγούς αλλά το πιο σημαντικό, αντίθετη και ασυμβίβαστη με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις τους. Το φαντασιακό των αυτόχθονων ρωμηών παρέμενε εγκλωβισμένο στον ορίζοντα και τα ήθη της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Η εφαρμογή των επείσακτων θεσμών απαιτούσε ρήξεις με το σουλτανικό υπόδειγμα που στηριζόταν σε προσωποπαγείς εξουσίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα αξιώματα της οθωμανικής αυτοκρατορίας προσφέρονταν στον πλειοδότη. Μόνο με μεγάλο μπαξίσι, τα γρόσια, τα πεσκέσια άνοιγαν οι πόρτες του σεραγιού. Ακόμα κι ο πατριαρχικός θρόνος και οι μητροπόλεις καταλαμβάνονται δι’  εξαγοράς με τα φλουριά πάνω στον ασημένιο δίσκο. Οι διεφθαρμένοι ενθρονισμένοι μεταπωλούσαν το χρυσοφόρο θρόνο σε όσους έδιναν περισσότερα σε ένα αισχρό όργιο αλαξοπατριαρχιών[4].

Η εθνική συνείδηση είναι ακόμα ανύπαρκτη.  Ο τρόπος σκέψης προεθνικός. Το εντόπιο φρόνημα εξακολουθούσε να ορίζεται με βάση τα ατομικά και τοπικά συμφέροντα της ιδιαίτερης πατρίδας και θεωρούσε αδιανόητο να θέσει όρια και περιορισμούς σε μια ελευθερία την οποία μόλις είχαν κατακτήσει δια των όπλων. Η επιδίωξή τους ήταν μεν η απαλλαγή από το οθωμανικό ζυγό αλλά και η μεταβίβαση της εξουσίας στην τοπική ηγεσία που διατηρούσε τη μεγάλη στρατιωτική και κοινωνική ισχύ.  Θεωρούσαν εαυτούς φυσικούς και νόμιμους διαδόχους των Τούρκων. Όπως γράφει ο George Finlay λίγους μήνες μετά την Επανάσταση η Ελλάδα είχε γεμίσει μικρούς Αληπασάδες[5].

Η ενσωμάτωση των νεωτερισμών και η δεξίωση των νέων ιδεών δημιουργούσε συνεχή πεδία ρήξεων με την παράδοση. Ο βολονταρισμός των φιλελεύθερων ετερόχθονων αντιμάχονταν με τις δυνάμεις τις αδράνειας και της παράδοσης για τη συνέχεια μιας ημιφεουδαρχικής οικονομίας και κοινωνίας. Με τους προύχοντες και τους στρατιωτικούς που ήθελαν να αντικαταστήσουν τους πασάδες. Η αναπόφευκτη σύγκρουση οδήγησε στον εμφύλιο. Το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα του πολέμου αναλώθηκε στις αδελφοκτονίες και τις ωμές συγκρούσεις. Ο  κατακερματισμός των αυτόχθονων ευνόησε τους εκσυγχρονιστές που τους προσεταιρίζονταν κατά περίσταση με δόλωμα τον έλεγχο των διορισμών και των χρημάτων του δανείου. Στο επίπεδο των ιδεών κατέληξαν με τη προσωρινή νίκη του φιλελεύθερου Διαφωτισμού, όπως εκφράστηκε από τη γενέθλια πράξη του νέου ελληνικού κράτους, τα τρία συνταγματικά κείμενα της περιόδου 1821-1827. Ο πρώιμος συνταγματισμός με την αβασίλευτη δημοκρατία, τη καθολική ψηφοφορία, την κατοχύρωση της ισότητας και των ατομικών δικαιωμάτων διακρίνεται για τον ριζοσπαστισμό και τον πολιτικό φιλελευθερισμό επηρεασμένος από τη Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση. Τα συντάγματα περιόριζαν θεσμικά τα δικαιώματα και την πολιτική ισχύ των προεστών και των καπεταναίων, οι οποίοι προφανώς δεν προσχώρησαν στη φιλελεύθερη ιδεολογία των ετερόχθονων, αλλά επρόκειτο για μια προσωρινή ανακωχή και αναδιάταξη συμμαχιών και  δυνάμεων.

Ωστόσο τα ιστορικά γεγονότα, οι πολιτικοί θεσμοί και οι οικονομικές αναλύσεις δεν είναι αρκετές για την κατανόηση της κοινωνικής εξέλιξης. Η  πρόοδος ή η υστέρηση των εθνών οφείλεται όχι μόνο στους θεσμούς αλλά και στο πολιτισμικό υπόβαθρο. Εξίσου σημαντικές είναι επίσης, οι ιδέες και η κυρίαρχη κοινωνική ηθική, το μαζικό πνεύμα, οι ριζωμένες πεποιθήσεις και αξίες που διαμορφώνουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μέσα στην οποία αναπνέει μια κοινωνία. Η μελέτη για το ’21 για να είναι αποτελεσματική θα πρέπει να ανασηκώσει το πέπλο που σκεπάζει το υποκείμενο και δίνει ζωή στην ιστορία. Να αναζητήσει αξιακά φορτία, να αγγίξει τις πολιτισμικές και ανθρωπολογικές λογικές με τις οποίες ελίσσεται ο Έλληνας. Να ανιχνεύσει την κοινωνική συνείδηση, την ανθρώπινη και πολιτική ηθική που αρδεύει και κατευθύνει ως υποβολέας τις κινήσεις των υποκειμένων και των κοινωνικών ομάδων. Την εξελισσόμενη δηλαδή, διαμόρφωση της εθνικής ιδεολογίας και εθνικής ταυτότητας.

Η διαφθορά της οθωμανικής εξουσίας, τα ρουσφέτια και κυρίως το καθημερινό ήθος  αιώνων μεταμοσχεύονται  στη θριαμβική στιγμή του νέου ελληνικού κράτους και ως φυσική συνέχεια  περνάει κάτω από τα μεγαλόστομα προοίμια των νεότευκτων θεσμών συνεχίζοντας πανηγυρικά τη διαδρομή του ως σήμερα. Διαβόητη είναι η κατασπατάληση του δανείου στις αναμετρήσεις των φατριών, στην πληρωμή για φανταστικά στρατεύματα ή τη δωροδοκία των ισχυρών με εθνικές γαίες. Οι εξαγορές με τα διπλώματα των  βαθμών άκαπνων στρατιωτικών «έβγαιναν ωσάν από τον φούρνον πλέον και στάσιν δεν είχαν» γράφει ο Κασομούλης[6] κι έφτασαν σε λίγες βδομάδες τις 12.000 με 15.000 χιλιάδες. Μάλιστα ο συντοπίτης μας λόγιος της Επανάστασης για πρώτη φορά επισημαίνει ότι κυριαρχεί «το δίκιο του διορίζειν»[7] φίλους και συγγενείς, το οποίο οι επίγονοι των αγωνιστών θα κρατήσουν με νύχια και με δόντια δυο αιώνες. «Αρκεί να είχες ένα Βουλευτήν ή έναν γραμματικάκι φίλον – η δουλειά σου τελείωνεν»[8].

Η έννοια του πολίτη του εθνικού κράτους που προϋποθέτει ένα κοινωνικό συμβόλαιο ισότητας, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, καρπός του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, είναι παντελώς άγνωστη. Ο ραγιάς συνεχίζει και στη νέα εποχή με τις ίδιες συμπεριφορές. Οι προσαγορεύσεις με τους εκλαμπρότατους, τους υψηλότατους και τους πρίγκιπες συνεχίζουν το τυπικό της τουρκοκρατίας. Οι τουρκομαθημένοι οπλαρχηγοί με τις κουστωδίες και τους σωματοφύλακες, τα χρυσοκέντητα γιλέκα και τα μαλαματένια κουμπιά συνεχίζουν την οθωμανική μεγαλοπρέπεια.

Η αγιογραφική αντίληψη που διαμόρφωσε ο κυρίαρχος εθνικός λόγος με τον γλυκερό λυρισμό παραλύει την κριτική και υποκαθιστά την ιστορική γνώση, φιλοτεχνεί μια γραφική ερμηνεία του ελληνισμού, εξαφανίζοντας τους διχασμούς και  τις προδοσίες. Η απομάγευση, όμως, έρχεται όταν  ανακαλύπτει κανείς  πίσω από τους τουρκοφάγους λέοντες της σχολικής μας ηλικίας την ανατολίτικη δουλοφροσύνη, τους οθωμανικούς τεμενάδες και την αυτοταπείνωση όταν όλοι εκλιπαρούν τον Κουντουριώτη που χειρίζεται τις λίρες του αγγλικού δανείου. Ο Νικηταράς τον ικετεύει να γίνει κουμπάρος του. «Άφησα κάθε άλλην σχέσιν και συγγενικήν και φιλικήν και απεφάσισα να ζήσω με το σπίτι σας». Ο Καραϊσκάκης του μηνύει με επιστολή: «επιθυμώ να κηρύττομαι άνθρωπός σας, εύνους και εξηρτημένος». Ο Γκούρας πλειοδοτεί: «είμαι όλως διόλου αφοσιωμένος εις το οσπήτι του Κουντουριώτη και άλλο τι δεν ημπορεί να με αποχωρίσει παρά μόνον ο θάνατος». Αλλά και ο ανακηρυχθείς από τη γενιά του τριάντα μέγας Μακρυγιάννης με περισσή δουλοπρέπεια και το γλαφυρό του ύφος τον εκλιπαρεί: «Εκλαμπρότατε, να με θυμηθής όταν έλθη το δάνειον, ότι τας ελπίδας μου, μετά τον Θεόν, εις την Εκλαμπρότητά σου την έχω και μη με αφήσης περίλυπον. Παρακαλώ να με αγαπάς όπως και πρότερον»[9].

Όσοι αναζητούν στο ’21 καθαρό μέταλλο θα απογοητευθούν. Όπως και στην πραγματική ζωή οι πρωταγωνιστές του έχουν ένα χαρακτήρα ανάμικτο.  Διαμάντια και λάσπη μαζί, πότε άγγελοι πότε διάβολοι, η γενναιοφροσύνη και η αυταπάρνηση αγκαλιά με την υστεροβουλία και τη χαμέρπεια. Παρά ταύτα, με τις λαμπρότητες και τις αθλιότητες και ιδιαίτερα με τον απλό λαό που σήκωσε στους ώμους του την Επανάσταση έκαναν το θαύμα κι άλλαξαν του ρου της Ιστορίας.

Ωστόσο, διαπιστώνουμε στο επίπεδο της εθνικής ιδεολογίας από την ιδρυτική στιγμή του νεοπαγούς κρατιδίου τη διαπάλη των ιδεών του γαλλοκαντιανού Διαφωτισμού για το έθνος ως πολιτικής και νομικής έννοιας όπως εκφράστηκαν από τους ετερόχθονες εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού με την αντίληψη του Χέρντερ ως πολιτισμικής έννοιας και την επικράτηση του δεύτερου. Η γαλλοκαντιανή αντίληψη θεμελιώνει το έθνος πολιτικά στην ατομική ευθύνη με την εθελούσια υποταγή στον νόμο και τους θεσμούς, που είναι έκφραση της γενικής βούλησης και του δημοσίου συμφέροντος και εμείς υπαγορεύουμε στον εαυτό μας. Το αυτόνομο υποκείμενο παραχωρεί τη συναίνεσή του σε ένα κανονιστικό πλαίσιο συμβολαιακού τύπου και εσωτερικεύει την υποχρέωση της τήρησής του.

Αντίθετα ο γερμανικός ιστορικισμός του Χέρντερ  θεωρεί ότι το έθνος συγκροτείται πολιτιστικά με βάση την ιστορία, τη φυλή, την παράδοση.  Το πολιτικό διακύβευμα των δύο εκδοχών φαίνεται καλύτερα στο χάσμα ανάμεσα στο γένος και το έθνος αφού απουσιάζει η μετάβαση από την πελατειακή και  προσωποπαγή λειτουργία της εξουσίας -Σουλτάνος, κοτζάμπασης, οπλαρχηγός-  στο βεμπεριανό ορθολογικό απρόσωπο φιλελεύθερο κράτος δικαίου. Οι αλλαγές περιορίστηκαν στην επιφάνεια των θεσμών. Οι νόμοι έγιναν διάτρητοι, προσχηματικοί και εργαλειοποιημένοι από τους τοπικισμούς, τα ατομικά συμφέροντα και τις πελατειακές σχέσεις.  Οι ιδέες του Χέρντερ που προσιδιάζουν στην ελληνική νοοτροπία πολλαπλασιασμένες ως φράκταλ, επαναλαμβάνονται σε άπειρο βαθμό στη γεωμετρία της κοινωνίας και είναι η κόκκινη κλωστή που ενώνει τις ποικίλες εκδοχές της κυρίαρχης νεοελληνικής εθνορομαντικής ιδεολογίας. Το αίσθημα του ανήκειν σε μια ιδιαίτερη ομάδα –και όχι η έννοια του πολίτη με δικαιώματα και υποχρεώσεις– έγινε τρόπος κοινωνικής ζωής και έκφρασης. Η ομάδα και όχι οι νόμοι είναι η υπέρτατη αξία. Η δολοφονία του Καποδίστρια που προσπάθησε να φτιάξει έναν στοιχειώδη κρατικό μηχανισμό, η ανατίναξη της φρεγάτας από τον Μιαούλη στον Πόρο, οι εξεγέρσεις στην Πελοπόννησο, και προπαντός στη Μάνη ακόμη και επί Όθωνα, με την άρνηση καταβολής φόρων και παράδοσης των όπλων φανερώνουν το μέγεθος του προβλήματος. Γιατί η θέσπιση των νόμων απαιτεί, απλώς, μια πλειοψηφία στη βουλή, αλλά η συμμόρφωση σε αυτούς είναι μια μακρόχρονη ιδεολογική, ψυχολογική και πολιτισμική διαδικασία με την οποία εσωτερικεύεται η πειθαρχία.

Η διάσταση των απόψεων φαίνεται καθαρότερα στον τρόπο που η κάθε πλευρά επιλέγει και κατασκευάζει το παρελθόν. Ήδη για τους δυτικοτραφείς, με επίκεντρο τον Κοραή, η παράκαμψη του ρωμηού και η επιλογή του Έλληνα ως κορωνίδας της νέας ταυτότητας είναι μια αυτονόητη επιλογή. Ο θαυμασμός της Δύσης για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό καλπάζει και η ευρωπαϊκή νεωτερικότητα ανακαλύπτει  στην ελληνική οικουμενικότητα το  μέτρο της τελειότητας. Στα χρόνια της Επανάστασης με μια θαυμαστή μεταμόρφωση ένα νέο λεξιλόγιο θα αντικαταστήσει τον Ρωμηό με τον  Έλληνα, το γένος με το έθνος, την τοπική ιστορία με την ένδοξο αρχαιότητα και τον ελληνισμό. Η ορμή αυτή των ετερόχθονων θα εκφραστεί με την  κάθαρση της κοινής ομιλουμένης από ξένα στοιχεία. Η υπερβολή τους διαμόρφωσε ένα πρότυπο που όχι μόνο απείχε από το κοινό αίσθημα, αλλά ουσιαστικά στέρησε τη δυνατότητα στον απλό κόσμο να σκέπτεται, να εκφράζεται και να αισθάνεται στη  μητρική του γλώσσα.

Ωστόσο, στη νεοελληνική συνείδηση κάτω από τον στενό κορσέ των επείσακτων  νεωτερικών θεσμών, των φιλελεύθερων  συνταγμάτων και των φράγκικων ρούχων ξεπροβάλλει η βαθύτητα της Ανατολής με τα ήθη, τα πάθη και το μυστήριό της που ανατρέχει στους αιώνες του Βυζαντίου και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αντιστέκεται και διεκδικεί τα δικαιώματά της με τη γλώσσα, την καθημερινή πρακτική, την αμφισβήτηση των θεσμών και των αλλαγών, διαιωνίζοντας τον μετεωρισμό ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση.

Τριάντα χρόνια αργότερα οι αντιλήψεις αυτές θα πάρουν τη ρεβάνς και στη διαρκή διελκυστίνδα θα αναστρέψουν τη φορά των πραγμάτων θέτοντας τα θεμέλια του «ελληνοχριστιανισμού» και την αποκατάσταση του βυζαντινού πολιτισμού. Θα αποκτήσουν την επίσημη έκφρασή τους με την «ιστοριονομία» Ζαμπέλιου  και την ιστοριογραφία του Παπαρρηγόπουλου. Αποκατέστησαν μεν πολιτισμικά τη συνέχεια του ελληνισμού με βάση τη γλώσσα, έδωσαν όμως τη χαριστική βολή στη ιδεολογική ηγεμονία των ετερόχθονων. Οι ιδέες του γαλλοκαντιανού διαφωτισμού ενταφιάστηκαν κάτω από τις ιδέες του Χέρντερ και του γερμανικού ιστορικισμού.  Ο εθνορομαντισμός με τις ποικίλες εκδοχές του και με το βλέμμα πάντα στραμμένο στο παρελθόν, το πνεύμα της κοινότητας, η φυλή, η τιμή και όχι ο νόμος αναπαράγουν την αυταρέσκεια και την εθνική υπεροψία. Η ατομικότητα υπάγεται στην παράδοση, την ιστορία, την κοινότητα, εξοβελίζεται η ατομική ευθύνη και το σχήμα «υπακοή και προστασία» έρχεται να καλύψει το κενό.

Διακρίνουμε, εντέλει, στις απαρχές του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ένα πεδίο από ρήξεις και συνέχειες. Το ιστορικό στοίχημα αυτής της διελκυστίνδας ήταν η ταυτότητα του νεοέλληνα. Ποιος έβαλε τη σφραγίδα του;  Η πένα ή το καριοφίλι; Οι ρήξεις ή συνέχειες; Κατά την προσωπική μου άποψη οι ετερόχθονες με τα τρία συνταγματικά κείμενα έθεσαν πανηγυρικά το ευρωπαϊκό τους αποτύπωμα στους θεσμούς. Ωστόσο, οι επίπονες νίκες που πετύχαινε πάντα η νεωτερικότητα υπονομεύονταν από το βαθύτερο ήθος. Ο τρόπος σκέψης, σε συνδυασμό με ελληνορθόδοξη παράδοση που ύψωνε τεράστια τείχη στον κόσμο της νεωτερικότητας, έμεινε παραδοσιακός. Αυτή η εγγενής αντίφαση στην ιδρυτική του στιγμή διαμόρφωσε ψυχισμούς με θολή εσωτερική δόμηση.  Έκτοτε διατρέχει τους δύο αιώνες και διαμορφώνει ανάγλυφα την αντινομική σύσταση της ελληνικής ιδιοπροσωπίας, η οποία ανανεώνεται διαχρονικά, αλλά κρατά πάντα τα διχοτομικά της χαρακτηριστικά. Το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα ο «εκσυγχρονισμός» αποτελεί όχι προέκταση της παράδοσης, αλλά έναν ασυμφιλίωτο εχθρικό πόλο σημαίνει ότι τίποτα δεν έχει κριθεί τελεσίδικα. Ο αγώνας συνεχίζεται.

Μ. ΚΑΡ.


[1] «Πολιτισμικός δυϊσμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης», Αλεξάνδρεια, 2000 και «Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα 1821-1828», ΜΙΕΤ, 2002.

[2] Μάκης Καραγιάννης, «Μικρό και αλαζονικό έθνος», Επίκεντρο, 2018

[3] «Απομνημονεύματα», Άπαντα Τερτσέτη, επ. Γ. Βαλέτα, σ. 113.

[4] Κυριάκος  Σιμόπουλος, «Η διαφθορά της εξουσίας», Αθήνα 1995, σ. 103.

[5] George Finlay, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως»,  τ. Α΄, σ. 314.

[6]  Νικόλαος  Κασομούλης, «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821 – 1833», τ. Β΄, σ. 24-25.

[7] «Κάθε άτομον, σχετισμένον [με την Δοίκησιν κα πιεζόμενον] από συγγενείς και φίλους, ζητούσεν να συστήση συγγενή ή φίλον του στενόν εδικόν του εις τα πράγματα. Η Αντικυβερνητική Επιτροπή, χαιρομένη το δίκαιον του διορίζειν και εκτελείν, εφρόντιζεν να υποχρεώνη τους περισσότερους [των Βουλευτών] και είχεν ταις περισσότεραις φοραίς την πλειοψηφίαν εις τα προβουλεύματά της». Ό. π., τ. Β΄, σ. 674.

 

[8] Νικόλαος  Κασομούλης, ό. π. τ. Β΄, σ. 25.

[9] Κυριάκος  Σιμόπουλος, ό. π., σ. 111-112

Δεν υπάρχουν σχόλια: