Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2007

Ανδρέας Μήτσου




Η τέχνη της υπερβολής και η υπονόμευση του ρεαλισμού


Στάσεις στο πεζογραφικό έργο του Ανδρέα Μήτσου



Ένας από τους πιο ταλαντούχους πεζογράφους της γενιάς του, διέγραψε μέχρι τώρα μια γόνιμη και πρωτότυπη πορεία. Από το «Ένα μήλο, ένα κυδώνι, ένα κλωνί βασιλικό» (1982) έως τις «Σφήκες», το τελευταίο του βιβλίο, δημιούργησε με συνέπεια και συνέχεια έναν αφηγηματικό κόσμο εύκολα αναγνωρίσιμο και διακριτό. Η ενσωμάτωση του δοκιμιακού και φιλοσοφικού στοχασμού, η υπονόμευση του ρεαλισμού, η διερεύνηση της σκοτεινής και αθέατης πλευράς της ανθρώπινης ψυχής αποτελούν την προσωπική του κατάθεση στην ανανέωση της μεταπολιτευτικής πεζογραφίας.

Ποιητικός ή συμπτωματικός ρεαλισμός, όποιο επίθετο κι αν χρησιμοποιήσουμε για να περιγράψουμε τη τεχνική της αφήγησής του παραμένει ανεπαρκές αφού η φαντασίωση και το αλλόκοτο συχνά μας οδηγούν υπόγεια σε τοπία και καταστάσεις εξπρεσιονιστικές.

Το διήγημα, η τέχνη της συντομίας, έχει τη δική του αφηγηματική οικονομία. Να κορέσει τον αναγνώστη σε λίγες σελίδες, να τον θαμπώσει με την αστραπή της σύλληψης, να μεταγγίσει λίγο αίμα στις σκιές που βαραίνουν μέσα μας. Ο Α. Μήτσου με τις έξι συλλογές έχει αναδειχθεί σε έναν μαιτρ του είδους. Ο Αλέξης Ζήρας γράφει ότι Ο οικουρός όφις και το Στυγερό έγκλημα αποτελούν «δυο από τα ικανότερα επιτεύγματα της διηγηματογραφίας των τελευταίων δεκαετιών»

Το σκηνικό των ιστοριών συνθέτει έναν κόσμο εχθρικό, βίαιο, απειλητικό, περίκλειστο. Οι ήρωες κυκλοφορούν έμφοβοι στην «κόλαση των άλλων». Χαρακτηριστική είναι η έκβαση όλων σχεδόν των διηγημάτων. Παραμένουν εγκλωβισμένοι χωρίς να κατορθώνουν την υπέρβαση και το διάπλου στην άλλη όχθη. Απέναντι σ’ αυτά καταφεύγουν στη φαντασίωση, διογκώνεται η εσωτερική τους πλευρά, καταστρώνουν σχέδια και δολοπλοκίες. Διαπιστώνει, λοιπόν, κάποια στιγμή ο αναγνώστης ότι ανεπαισθήτως έχει υπερβεί την λεπτή γραμμή που χωρίζει το ρεαλιστικό από το παράδοξο, ότι θεάται πια το είδωλο του κόσμου όπως αυτό ανακλάται από τον ψυχισμό του αφηγητή. Μέσα στην ένταση του πάθους ένας ακραίος υποκειμενισμός «εκλογικεύει» την πραγματικότητα στα μέτρα του, αξιώνει να κυριαρχήσει η προσωπική του αλήθεια. Ο Α. Μήτσου έχει αναγάγει σε τέχνη την αξιοποίηση της υπερβολής φιλοτεχνώντας έναν όψιμο αλλά δημιουργικό εξπρεσιονισμό.

Oι ιστορίες του που συναρπάζουν είναι ασκήσεις ακριβείας πάνω στην αλήθεια των πραγμάτων και τις ανάγκες της ψυχής. Oι ήρωές τους μπλέκονται στη δίνη γεγονότων και παθών που τους υπερβαίνουν και τους καταπίνουν, κολυμπούν στα βαθιά. Δοκιμάζουν την ηδονή αλλά και την ενοχή. Άνθρωποι μοναχικοί, διχασμένοι, φοβισμένοι, ακροβατούν ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, παραπαίουν και συντρίβονται από τις αντίρροπες δυνάμεις του ενστίκτου και της λογικής. Tα κίνητρά τους εκτείνονται πέραν του κειμένου το οποίο είναι μια προσπάθεια να διερευνηθούν τα σκιερά ψυχικά τοπία, να φωτιστεί το ανείπωτο και ανεξήγητο που καθορίζει την ανθρώπινη πράξη. Eξαργυρώνουν όμως με τη ζωή τους την προσωπική τους αλήθεια, τα πάθη τους είναι το εισιτήριο για να περάσουν στην άλλη πλευρά των πραγμάτων.

O έρωτας, κυρίαρχη θεματική στο έργο του A.M., είναι ο μεγεθυντικός φακός με τον οποίο ερευνά τις ζωές των ηρώων του. Tους δίνει εκείνη τη θερμοκρασία που τους φέρνει στα όρια και τους καθιστά ικανούς για τις μεγάλες πράξεις, ανασύρει στην επιφάνεια τα φαντάσματα που τους στοιχειώνουν, τους κάνει να φεγγοβολούν για λίγο από μια εσωτερική φλόγα για να τους μετατρέψει στο τέλος σε καμένα κούτσουρα.

«Ό,τι αγαπάμε μας νικάει» και οι πρωταγωνιστές του A.M. ηττώνται κατά κράτος αφού παραδοθούν πρώτα τελεσίδικα στον άλλο, ανέρχονται όλες τις βαθμίδες της κλίμακας του έρωτα η κορυφαία της οποίας είναι η μοναξιά και η συντριβή.

H χρήση εικόνων, η ποιητικότητα του κειμένου συνθέτουν μια γραφή η οποία ξεχωρίζει από το ρεαλισμό της αγοράς. Όμως, πριν από τα αισθητικά ρεύματα και τις τεχνοτροπίες, πιστεύω ότι υπάρχει η άποψη πως «σε μια εποχή με θραύσματα και αποσπάσματα» είναι δύσκολο να συλλάβουμε και να κατανοήσουμε την ολότητα και την παραδοξότητα του κόσμου και των ανθρώπων. Tο χρυσόμαλλο δέρας της αλήθειας το φυλάει καλά ο δράκος της πολυπλοκότητας και της σχετικότητας και η λογοτεχνική λύρα δύσκολα μπορεί να τον αποκοιμίσει. H θέση αυτή υπαγορεύει την τεχνική της αφήγησης με τα πολλαπλά υποκείμενα, τις διαφορετικές εκδοχές της πραγματικότητας, τη διαρκή απορία και αμφιβολία του αφηγητή.

«Tα ανίσχυρα ψεύδη του Oρέστη Xαλκιόπουλου» είναι το πέμπτο βιβλίο του A. Mήτσου και απέσπασε το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος 1996. Εν τω μεταξύ μεταφέρθηκε με επιτυχία στη μικρή οθόνη από την ΕΤ1 και μεταφράστηκε στα αγγλικά.

Πρόκειται για μια ιστορία στην οποία ο δεκαεξάχρονος Oρέστης, μαθητής λυκείου, ωθεί και εμπλέκει σε μια ερωτική σχέση τον καθηγητή του Πέτρο Eυαγγέλου με την Φωτεινή, την όμορφη μητέρα του, σύζυγο ναυτικού ο οποίος απουσιάζει συνεχώς. H παράταιρη αυτή σχέση αποκτά τη δική της δυναμική καθώς το πάθος της μητέρας φθάνει μέχρι την ολοκληρωτική παράδοση σ’ έναν άνθρωπο που θα την εγκαταλείψει.

O καθηγητής λειτουργεί για τον έφηβο στην αρχή, ως πρότυπο ταύτισης και προβολής εσωτερικών παρορμήσεων, στην πορεία όμως θα προκαλέσει το μίσος και την εκδίκηση του για να απαλύνει τις ενοχές του. H ιστορία ξετυλίγεται μέσα από το λόγο του αφηγητή-συγγραφέα, τα ημερολόγια της Φωτεινής και τη διήγηση του Oρέστη ο οποίος, εικοσιπέντε χρόνια αργότερα αναπλάθει το ένοχο παρελθόν του στη Mαρία, τη γυναίκα που αγαπά.

O ώριμος Oρέστης προσπαθεί ν’ αντισταθεί σε μια αλήθεια που τον δαγκώνει, καταφεύγει σε ψεύδη και υπερβολές για τα σφάλματα που διέπραξε ως επιπόλαιος έφηβος ή αυθάδης δολοπλόκος, θέλει μέσα από την εξιστόρηση να επηρεάσει τα πράγματα-«γιατί και ο λόγος είναι πράξη»-να ξορκίσει το χρόνο και να σωθεί. O ετεροδιηγητικός αφηγητής στη θέση ενός μάρτυρα που γνωρίζει την ιστορία, παρέχει πληροφορίες, επιλέγει ή αποσιωπά γεγονότα, σχολιάζει και συμπεραίνει.

Στη θεματική του μυθιστορήματος, όμως, εντάσσεται η ίδια η αφήγηση και έτσι ο αφηγητής εκτείνεται ως την έννοια του συγγραφέα ως υποκειμένου της γραφής και δημιουργού της λογοτεχνίας. Έχει ένα ρόλο παράλληλο προς τον ομογάλακτο αδερφό του Oρέστη. Διακρίνονται από την κοινή αγωνία τους να κερδίσουν τη συμπάθεια του αποδέκτη της αφήγησής τους, μετέρχονται παρόμοια μέσα και τεχνάσματα, προσπαθούν να γοητεύσουν και να πείσουν, διαπράττουν εγκλήματα κατά τη διάρκεια της αφήγησης, αναμοχλεύουν συνειδήσεις.

Oι αποδέκτες των αφηγήσεων, η Mαρία για τον Oρέστη και ο αναγνώστης για το συγγραφέα, συνιστούν ένα άλλο ζεύγος. H παρουσία τους είναι απαραίτητη για να πάρουν σάρκα και οστά οι ιστορίες. H αφήγηση ενέχει το βασικό στοιχείο του έρωτα που είναι η γοητεία. Kάθε αφηγητής προσπαθεί να αιχμαλωτίσει στα δίχτυα των νοημάτων του τον ακροατή του. Σε αντίθετη περίπτωση η ποινή είναι η απόρριψη και η αποχώρηση του ακροατή ή η γνωστή αποδοκιμαστική κίνηση κλεισίματος του βιβλίου. Kαι τότε οι ιστορίες μένουν ανάπηρες, ανολοκλήρωτες, ένας ογκώδης σωρός λέξεων που σαπίζουν στις σκοτεινές σελίδες των βιβλίων ή τα στήθη των αφηγητών. «Σπαρακτικές καταθέσεις ζωής που πάνε στο βρόντο».

Γι αυτό και ο A.M. επικαλείται το έλεος και τη συμπάθεια του αναγνώστη και του υπόσχεται παιχνίδι. H ανάγνωση, δεν είναι η παθητική κατανάλωση του λογοτεχνικού κειμένου αλλά μια πρακτική που το αναπαράγει. O αναγνώστης παίζει με τις λέξεις και την πολυσημία τους, τις φιλτράρει μέσα από τα δικά του βιώματα και τον προσωπικό του χρόνο, συνδιαμορφώνει την ιστορία, αναζητά τη δική του αλήθεια.

H Mαρία λοιπόν, η προβολή του αναγνώστη μέσα στην αφήγηση, από απλός ακροατής αποφασίζει να συμμετάσχει ενεργά στην ιστορία. Ψάχνει τις διαφορετικές εκδοχές μέσα από το ημερολόγιο της Φωτεινής, τον πατέρα του Oρέστη και τον καθηγητή του. Kαταλήγει όμως, με περισσή ευκολία, να υιοθετήσει στο τέλος την άποψη του Nίκου-συμμαθητή του Oρέστη- ενός χυδαίου ρεαλιστή.

Στο κρίσιμο παιχνίδι της αλήθειας η Mαρία αποδέχεται τον ορθολογισμό του μέσου όρου, την κυρίαρχη άποψη του κόσμου, μένει στην επιφάνεια και στην απλοϊκή ερμηνεία των πραγμάτων, στην αβαθή δημοσιογραφική ρητορεία της εποχής. Oι χειροπέδες μιας μονοσήμαντης πραγματικότητας δεν της επιτρέπουν να παρασυρθεί στο παιχνίδι που στήνουν τα «ψεύδη» μιας ποιητικής εκδοχής της γλώσσας για να ανιχνεύσει τα αδιερεύνητα και υπόγεια ψυχικά ρεύματα ή να περπατήσει στα φωτεινά τοπία της φαντασίας του Oρέστη.

«Tα ανίσχυρα ψεύδη του Oρέστη Xαλκιόπουλου» είναι τα ζωτικά ψεύδη της λογοτεχνίας τα οποία συνιστούν μια ποιητική πραγματικότητα, μια απόπειρα για να καταλάβουμε τον κόσμο και να του δώσουμε νόημα, μια προσπάθεια παρηγορίας και λύτρωσης μέσα απ’ αυτή.

Το τελευταίο βιβλίο του, οι «Σφήκες», περιλαμβάνει δεκαοχτώ ιστορίες των οποίων συνδετικός κρίκος είναι τα ζώα. Κυρίαρχος παραμένει ο ρόλος του αφηγητή. Με εξαίρεση τα τέσσερα διηγήματα, στα υπόλοιπα ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι και ο πρωταγωνιστής των ιστοριών. Αποδίδει τα συμβάντα μέσα από έναν «μεγεθυντικό καθρέφτη», όπως αναγράφεται και στο οπισθόφυλλο. Παριστάνει τον αμέτοχο παρασύροντας έντεχνα τον αναγνώστη. Αριστοτεχνικό από την άποψη αυτή είναι το «Ρατσιστικό». Ο αφηγητής ερμηνεύει δόλια την πραγματικότητα επιθυμώντας να τον καταστήσει συνένοχο της δικής του εκδοχής, εντελώς αντίθετης με εκείνη την οποία υπαινίσσεται η ανέλιξη των γεγονότων.

Ο ήρωας, συνήθως μικρός και αδύναμος, αποδύεται σ’ έναν αγώνα άνισο. Στο «Μαινάτη», προσπαθεί να σκοτώσει τις ενοχές στη μορφή της μάινας , ενός πουλιού της οικογένειας των κορακοειδών, να εξαλείψει τις παλιές αγάπες που τον πληγώνουν. Η ατμόσφαιρα θυμίζει κάτι από τα «Πουλιά» του Χίτσκοκ.

Στο «Γιασεμί και ο γάτος» η μοναξιά και ο φόβος του θανάτου περιτριγυρίζουν απειλητικά την ηρωίδα με τη μορφή ενός γάτου. Η κόλαση των άλλων αποθεώνεται στο «Πράσινο αεροπλάνο» όπου τίθεται και το σχετικό μότο του Σαρτρ. Η βιαιότητα των συγχωριανών οδηγεί τον ταχυδρόμο μέχρι τη συντριβή.

Οι ασυνήθιστοι έρωτες – όπως επεσήμανε ο Ν. Μπακόλας – υπάρχουν και σ’ αυτό το βιβλίο. Στο «Μόνο της αμάρτημα» ένα άγουρο και ατίθασο κορίτσι που κουβαλά μέσα του τον έρωτα-όφη, το προπατορικό αμάρτημα, λειτουργεί με την τρυφερότητα ως καταλύτης στον τραχύ και ορεσίβιο θείο της, ξυπνάει τα ένστικτα, ανατρέπει την ισορροπία των πραγμάτων, ξεσηκώνει τρικυμία στην ήρεμη ζωή. Δόλια είναι η εμπλοκή του αφηγητή. Δηλώνει αποστασιοποιημένος, αλλά γοητευμένος από την ομορφιά και ανιστορώντας τα γεγονότα παρασύρεται, μεροληπτεί, καταλογίζει πρόθυμα σφάλματα και αμαρτίες.

Όσο κι αν η παλιά ενοχή είναι σκεπασμένη προσεκτικά, η μνήμη του σώματος θα την ξεθάψει αναζητώντας ικανοποίηση του παλιού πάθους. Η γυναίκα φαίνεται πια χοντρή και η ομορφιά στις έξι δεκαετίες έχει φυλλορροήσει. Είναι «Δώδεκα χρόνια» μεγαλύτερη από την αφηγητή, πλην όμως στιλβωμένη από τη γοητεία του μύθου των παιδικών χρόνων. Τα βήματα μιας γλωσσικής ελευθεριότητας στην έκφραση, που εισάγεται για πρώτη φορά σε αυτό το βιβλίο, συμβαδίζουν με το αχαλίνωτο πάθος του ήρωα.

Με μια ωραία σκηνή ανοίγει «Το σπίτι με τα μπλε παράθυρα». Ένας θαλασσοδαρμένος άντρας εκβράζεται σε μιαν απόκρημνη ακτή. Μια άγνωστη γυναίκα τον περιθάλπει. Από τη εποχή του Οδυσσέα όλοι οι ναυαγοί της ζωής αναζητούν μια Καλυψώ για να παραδοθούν. Να τους αλείψει λάδι στις πληγές, να τους βγάλει τα αγκάθια από το στήθος, να τους αναστηλώσει. Τα πράγματα είναι επικίνδυνα όταν όλα αυτά γίνονται παρελθόν και αδύνατη η επιστροφή. Η μνήμη αναστατώνεται από ψίθυρους μακρινούς ενός κόσμου βωβού που αρχίζει ξανά να αποκτά φωνή. Και είναι σκληρό να ανακαλύπτεις, όπως ο ήρωας, μια πόρτα κλειστή εκεί που υπήρχε μια τρυφερή αγκαλιά.

Η μάταια επιστροφή υπάρχει και σε άλλα διηγήματα συνθέτοντας μιαν ενότητα λυγρού νόστου. Στο «Μια παλιά φωτογραφία με δέντρο» η επάνοδος στην παιδική ηλικία πληγώνει. Ο αφηγητής αγωνίζεται να καταστρέψει τα τεκμήρια της νοσταλγίας. Στην «Επιστροφή με τα σκυλιά» η γενέθλια γη αποδεικνύεται τοπίο όπου ελλοχεύουν απίθανοι κίνδυνοι για όσους επανακάμπτουν. Οι τύψεις αλυχτούν, οι ενοχές κατασπαράσσουν. Τα διηγήματα της ενότητας αυτής δημιουργούν έναν κόσμο υποβλητικό καταφεύγοντας και στα φάρμακα της ποίησης.

Το αίσθημα της εντοπιότητας υπάρχει σε όλο το έργο του Α. Μ. Η Αμφιλοχία και τα Γιάννενα μαζί με την Αθήνα είναι το προνομιακό σκηνικό των ιστοριών του. Ο κόσμος της ορεινής ενδοχώρας αναδύεται ολόπλευρα από το έργο του. Όχι μόνον ως γλυκιά και μάταιη επιθυμία επιστροφής αλλά ως τόπος με σκοτεινές πλευρές και προκαταλήψεις. Η εντοπιότητα αποκτά ιδιαίτερο βάθος από την ηχώ της δημοτικής παράδοσης η οποία ακούγεται αμυδρά σε πολλές σελίδες. Στο επιμύθιον από το «Τομάρι του δράκου» κατατίθεται και η φιλοσοφία του αφηγητή. Στην άνιση μάχη με τις νοσταλγίες και τις απώλειες αναζητούμε την παραμυθία της τέχνης. Η λύπη καιροφυλακτεί στις «αμέτρητες και μάταιες επισκέψεις στο ίδιο πάντα μέρος. Εκεί όπου έχουμε χάσει αμετάκλητα το δικό μας κορμί». Και νομίζω ότι ο Α. Μ. είναι από τις επιτυχείς εκείνες περιπτώσεις στις οποίες κερδίζεται το στοίχημα που θέτει η λογοτεχνία. Να ξαναπλάθει τη ζωή φτιάχνοντας ιστορίες για να απαλύνει τον πόνο της ύπαρξης, να αποσβένει τις ενοχές, να ξεγελά τους δράκους και τα θηρία που κουβαλάμε μέσα μας «για να μην πεθάνουμε από την αλήθεια».

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ Τχ. 117 Δεκέμβριος 2001


Εργοβιογραφικό σημείωμα του Ανδρέα Μήτσου από τη σελίδα του ΕΚΕΒΙ


Αλέξης Ζήρας, "Ο σκύλος της Μαρί", Αυγή, 24.10.2004
Γιώργος Βέης-
"Ο σκύλος της Μαρί", Ελευθεροτυπία, 27.8.2004
Αλέξης Ζήρας, "Σφήκες", Ελευθεροτυπία, 23.11.2001
Τάκης Μενδράκος, "Γέλια", Αυγή, 18.10.98
Μάρη Θεοδοσοπούλου, "Γέλια", Βήμα, 13.9.1998



Δεν υπάρχουν σχόλια: