Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2020

Η κριτική υπό το φως της θεωρίας

Άννα Κουστινούδη, Καλειδοσκοπικός σελιδοδείκτης. 
Δεκαπέντε κριτικές αναλύσεις κειμένων
Γαβριηλίδης, Αθήνα 2016, σελ. 128.
Η κριτική βιβλίων, όπως η ανά χείρας έκδοση, είναι πάντα μια πρόκληση, αφού εκ των πραγμάτων υποχρεώνει ουσιαστικά σε μια κριτική της κριτικής. Εγείρει ερωτήματα για τον ρόλο της, σε αναγκάζει, για μια ακόμη φορά, να έρθεις αντιμέτωπος με τις καταστατικές της συντεταγμένες, να δοκιμάσεις νέες απαντήσεις, γιατί όπως συνοπτικά το έθεσε ο Thibaudet «δεν υπάρχει κριτική δίχως κριτική της κριτικής».
Η Άννα Κουστινούδη στο κείμενο που παραθέτει στο οπισθόφυλλο, και το οποίο επέχει θέση προγραμματικών δηλώσεων, ορίζει το πεδίο στο οποίο κινείται, προσπαθεί να ανιχνεύσει και να προσδιορίσει τις σχέσεις του υποκειμένου με τον λόγο, την αφήγηση, τον γλωσσικό κώδικα και τη λογοτεχνία. Καταθέτει επιγραμματικά τη δική της θεωρία για τον ρόλο της κριτικής ως εμπρόθετης παρανάγνωσης, όπως διαμορφώθηκε από την εν σώματι και πνεύματι θητεία της στο Αγγλοαμερικανικό πεδίο των ανθρωπιστικών σπουδών.
Το σώμα των κειμένων αναφέρεται σε 6 ποιητικές συλλογές και 9 πεζογραφήματα, εκ των οποίων 3 μυθιστορήματα, 5 συλλογές διηγημάτων και την ερωτική επιστολογραφία του James Joyce. Τα δεκαπέντε κείμενα, εκτός από βιβλιοκρισίες, συγκροτούν ένα σώμα που δηλώνει ατύπως έναν συγκεκριμένο τρόπο προσέγγισης των κειμένων. Ένα modus operandi στην άσκηση του κριτικού λόγου που διακρίνεται κυρίως για τη θεμελίωση επιχειρημάτων, χωρίς θεαματικά εγκώμια ή εμπαθείς ετυμηγορίες.
Εκείνο, όμως, που κατά την άποψή μου, συνιστά το χαρακτηριστικό γνώρισμα της κριτικής που υπηρετεί η Κουστινούδη και την ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους, είναι ότι σχεδόν σε όλα τα κείμενά συνδυάζει την προσωπική της άποψη με τη γνώση και τη συνδρομή της θεωρίας.
Διατρέχοντας τον Καλειδοσκοπικό σελιδοδείκτη και κορφολογώντας τα ονόματα που εξέχουν του κειμένου μπορεί κανείς να σχηματίσει ένα θεωρητικό corpus το οποίο επιστρατεύει κατά περίπτωση για την ανάλυση των κειμένων. Τι περιλαμβάνει αυτός ο θεωρητικός index, μεταξύ άλλων; Παραθέτω: Την τυπολογία του Μ. Μπαχτίν για να περιγράψει τον πολυφωνικό λόγο του Β. Καραγιάννη, τις βασικές έννοιες της «διακειμενικότητας», της «αυτοαναφορικότητας», του «περικείμενου», τον «συνταγματικό» και «παραδειγματικό άξονα», το «αναγνώσιμο» και «εγγράψιμο κείμενο» του Ρολάν Μπαρτ.
Ενσωματώνει την ψυχανάλυση με τους θεωρητικούς της, τον Φρόυντ και την «Αρχή της ηδονής», τη λακανική εξίσωση της επιθυμίας, το μερικό αντικείμενο [α] και το Άλλο, τη sublimation of desire, τη μετουσίωση δηλαδή της επιθυμίας σε πράξη και την άρθρωσή της με το συμβολικό σύστημα της γλώσσας. Για τη σχέση μας με τα πράγματα, όπως διαμορφώνεται από το βλέμμα, επικαλείται τις Τέσσερις θεμελιακές έννοιες της Ψυχανάλυσης του Λακάν και τη φαινομενολογία του Μωρίς Μερλώ- Ποντύ.
Κρίνοντας π.χ. την ποιητική συλλογή της Ελένης Κοφτερού Γράμμα σε γενέθλια πόλη επικαλείται τη λακανική αντίληψη της Catherine Belsey για την επιθυμία ως πρωταρχική αιτία της γραφής και τη γλώσσα ως παράγοντα δόμησης και αποδόμησης του υποκειμένου. Χρησιμοποιεί την έννοια του εγγράψιμου κείμενου του Ρολάν Μπαρτ που καλεί τον αναγνώστη να συμμετάσχει στη διαμόρφωσή του, ενώ στην άλλη συλλογή της Κοφτερού Στο λάμδα των χελιδονιών η Κουστινούδη καταθέτει την άποψή της για τον ρόλο της ανοικείωσης που οφείλει να υπηρετεί η ποιητική γλώσσα ανατρέποντας τη στερεοτυπική σχέση μας με τα πράγματα και τον κόσμο, κλονίζοντας τις συμβάσεις.
Όταν χρειαστεί προσφεύγει στον φιλοσοφικό και ψυχαναλυτικό λόγο από τις Ιστορίες αγάπης της Τζούλια Κρίστεβα, τον φεμινιστικό λόγο από το Δεύτερο φύλο της Σιμόν ντε Μποβουάρ, τις «ετεροτοπίες » του Φουκώ, τα «μεγάλα αφηγήματα» του Lyotard, τα «αφηγήματα κοινότητας» της Sandra Zagarell, Το τραύμα της γέννησης του Όττο Ρανκ, ή ακόμη στον λόγο του Μποντριγιάρ και του Ντερριντά.
Ιδιαίτερα κρίνοντας τα πεζογραφικά βιβλία χρησιμοποιεί, συστηματικά και αποκλειστικά θα έλεγα, την τυπολογία του Gerard Genette. Στα βιβλία των Θ. Κοροβίνη, Β. Καραγιάννη, Δ. Νόλλα, του Joseph Roth δανείζεται την ταξινόμηση και τη διάκριση των αφηγητών, με βάση τη συμμετοχή τους στην ιστορία και το αφηγηματικό επίπεδο που ανήκουν, σε ομοδιηγητικούς, ετεροδιηγητικούς, ενδοδιηγητικούς, εξωδιηγητικούς και γενικότερα χρησιμοποιώντας ως εργαλείο τη θεωρία της αφήγησης του Genette.
Πρόκειται συνολικά για γοητευτικά ονόματα, ορόσημα ανάμεσα στις σελίδες, αφού η κριτική αποτελεί μια προνομιούχο ανάγνωση χρησιμοποιώντας κατά περίπτωση, ως θεραπαινίδες και όχι ως οδηγούς, μεθόδους και θεωρίες άλλων γνωστικών κλάδων όπως η γλωσσολογία, η σημειολογία, η ψυχανάλυση, η κοινωνιολογία. Αποφεύγει τους αξιολογικούς αφορισμούς και καταθέτει επιχειρήματα που συγκροτούν τη δική της ερμηνεία και εκδοχή, όσα συγκόμισε κατά την ανάγνωση ψηλαφώντας τη μορφή και το λόγο της γραφής, ανιχνεύοντας ευρύτερα συγχρονικά και διαχρονικά πλαίσια, διεκδικώντας μια σχετική αντικειμενικότητα.
Θα μπορούσε, ωστόσο, να αντιτείνει κάποιος: σε τι χρησιμεύουν, άραγε, οι θεωρητικοί και η θεωρία της Κουστινούδη; Όντως, στις κατά καιρούς θεωρητικές απόψεις ο κριτικός λόγος αναζητούσε το κλειδί που θα άνοιγε όλα τα κείμενα. Έναν απλανή οδηγό της αλήθειας παντός καιρού. Θυμάμαι ότι τη δεκαετία του ’70 διαβάζαμε τα κείμενα του Μπαρτ και του Λακάν με τον φανατισμό του νεοφώτιστου. Ωστόσο, οι υποσχέσεις αποδεικνύονταν απατηλές, ο θεωρητικός στοχασμός έλαμπε για κάποια χρόνια στο λογοτεχνικό στερέωμα για να ξεθωριάσει και να συναριθμηθεί στις ιδεολογίες. Ο κορεσμός είχε ως συνέπεια τον σκεπτικισμό για την αποτελεσματικότητα των θεωριών και τη σχετικότητα της αλήθειας τους. Ο κριτικός γνωρίζει πια ότι η φιλόδοξη απόπειρα να ελέγξει την άναρχη και διαρκώς ολισθαίνουσα πολυσημία μπορεί να είναι μάταιη. Οι καταδύσεις στα επάλληλα στρώματα με σκοπό να αναδυθεί από το βάθος κραδαίνοντας τα λάφυρα του νοήματος, δεν είναι τόσο αθώες και ασφαλείς στον υφαλοβριθή πόντο του κειμένου. Γνωρίζει ότι δεν υπάρχει βασιλική οδός και ότι η απόλυτη αντικειμενικότητα υπό τον μανδύα της επιστήμης είναι μια χίμαιρα. Πάντα ένα ψυχολογικό ή ιδεολογικό έρμα, ό,τι ως συναίσθημα ή συγκίνηση παραμένει στα δάχτυλα από την ανάγνωση του κειμένου, θα γέρνει την κρίση προς την πλευρά της υποκειμενικότητας. Γιατί όπως λέει Κουστινούδη η ζωή «παρά το γεγονός ότι διαμεσολαβείται από τη γλώσσα και τα τερτίπια της, είναι από μόνη της μια περίσσεια, που πάντα θα ξεγλιστρά από τη δεύτερη, αλλά που αενάως θα ετεροκαθορίζεται από αυτή».
Εντούτοις, παρ’ όλο που οι θεωρίες έρχονται και παρέρχονται, δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς θεωρία. Δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε τη γνώση, χωρίς μια μεταγνώση. Όταν απουσιάζει ένας «Λόγος περί μεθόδου». Χωρίς μια συνολική σκέψη για τον τρόπο με τον οποίο στοχαζόμαστε πάνω στο κείμενο, την κριτική, την αξία και την απαξία ενός λογοτεχνικού έργου. «Δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε “Μετά τη θεωρία” –όπως παρατηρεί και ο Terry Eagleton – με την έννοια ότι δεν μπορεί να υπάρξει αναστοχαστική ανθρώπινη ζωή χωρίς τη θεωρία [1]». Εν τέλει, θα έλεγα ότι στη κριτική προχωρούμε θεωρώντας και αναθεωρώντας.
Έτσι, η απάντηση στο ερώτημα για το τι είναι η κριτική ποτέ δεν είναι οριστική. Πρέπει να αναδιατυπώνεται και να συνοδεύεται με εκείνο το «ίσως» του Κ. Θ. Δημαρά – «Τι, ίσως, είναι η κριτική»– το οποίο θα ενσωματώνει όλες τις αμφιβολίες, τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις που προκύπτουν από τον διαρκή αγώνα για εκπόρθηση της απόλυτης γνώσης. Μια πορεία που ξεκινά με την Ποιητική του Αριστοτέλη και τους αλεξανδρινούς γραμματικούς, για να φτάσει στον Sainte Beuve, τη Νέα κριτική, τον δομισμό, τον μεταδομισμό και την έκρηξη των ανθρωπιστικών σπουδών του τέλους του 20ου αιώνα.
Όμως σ’ αυτό το πεδίο και την «εποχή της υποψίας» –για να επικαλεστώ έναν όρο της Ναταλί Σαρότ– η Κουστινούδη δεν είναι ανυποψίαστη. Όπως προκύπτει από το οπισθόφυλλο, ερμηνεύοντας την άποψη του Μπλουμ, προσέρχεται εν γνώσει των συνεπειών του νόμου και έχοντας επίγνωση των ορίων της κριτικής και του γεγονότος ότι δεν μπορεί να διατυπώσει ποτέ τον έσχατο λόγο: «δεν υπάρχουν κείμενα- γράφει- παρά μόνο σχέσεις ανάμεσα στα κείμενα που αλληλοεπιδρούν και πυροδοτούν νέες, συχνά πρωτοποριακές, αναγνώσεις, μια και κάθε ισχυρή, όπως τη χαρακτηρίζει, ανάγνωση, δεν είναι παρά μια απόλυτα επιτυχημένη παρανάγνωση που επιτελείται πάνω σε προϋπάρχοντα κείμενα από τους νεότερους συγγραφείς και αναγνώστες».
Πρόκειται, άραγε, για ένα σισύφειο έργο; Κατά την άποψή μου όχι γιατί, εν τω μεταξύ, δημιουργείται ένας πλούτος ερμηνειών και προσεγγίσεων. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η σοφόκλειος Αντιγόνη πάνω στην οποία εδώ και αιώνες ένα πλήθος φιλοσόφων και φιλολόγων από τον Χέγκελ μέχρι τον Λακάν ακονίζει την κριτική του ευαισθησία πολιορκώντας το πρωτότυπο το οποίο παρ’ όλα αυτά, μετά από 2500 χρόνια, δεν είπε την τελευταία του λέξη.
«Ένας ποιητής –έλεγε ο Τέλος Άγρας– μπορεί να ξεπεταχτή και ξαφνικά, εκεί που κανείς δεν το περιμένει. Ένας πεζογράφος, πολύ δυσκολώτερα, Κ’ ένας κριτικός είναι απολύτως αδύνατο να αντικαταστήσει έναν από τους πιο ηλικιωμένους του συναδέλφους, τη στιγμή που κανένα σημάδι, στον έντυπο ή στον προφορικό ορίζοντα, δεν τον προαναγγέλλει [2]». Στον Καλειδοσκοπικό σελιδοδείκτη είχαμε πολλά ελπιδοφόρα σημάδια. Είναι όμως ένα στοίχημα το οποίο η Άννα Κουστινούδη έχει θέσει με το χρόνο.
…………………………………………
1. Μετά τη θεωρία, σ. 316-17.
2. Τέλος Άγρας, Κριτικά, τ. Δ, σ. 277.
 frear.gr, 23.3.2017

Δεν υπάρχουν σχόλια: