Του Τάσου Καλούτσα, frear.gr, 23.1.17
Μερικές σκέψεις για
δυο βιβλία της πρόσφατης πεζογραφικής παραγωγής του 2016 που έφτασαν στα
χέρια μου: Στην τρίτη κατά σειρά συλλογή της Μαρίας Κουγιουμτζή Όλα μπορούν να συμβούν μ’ ένα άγγιγμα
(εκδ. Καστανιώτη) τριάντα δύο σύντομες εξιστορήσεις κρατούν αμείωτο το
ενδιαφέρον μας, εφόσον εξασφαλίζουν την ιδιαίτερη διεγερσιμότητα που
επιβάλλει στον αναγνώστη η αυθεντική λογοτεχνία. Εκκινώντας από την
περιγραφή απλών καθημερινών περιστατικών (πραγματικών ή επινοημένων) ή
μέσα από τις δαιδαλώδεις (συχνά εφιαλτικές) ατραπούς της ευρηματικής της
φαντασίας, σε οδηγούν στα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής και σε κάνουν να
νιώσεις με ξεχωριστή ένταση τη συγκίνηση που προκαλούν τα βαθιά
ανθρώπινα συναισθήματα:
Πόνος και αγανάκτηση απ’ την ανάλγητη επιβολή κάθε μορφής
(εξουσιαστικής) βίας, συμπόνια προς τα κάθε λογής αδύναμα ή
ανυπεράσπιστα θύματά της ‒τους αδικημένους ή τους «ναυαγισμένους»‒
διάχυτος αισθησιασμός που σπαράσσεται από τη μοναξιά, παράφορα πάθη που
συνορεύουν με την απόγνωση και την τρέλα, εκρηκτικά ξεσπάσματα φιμωμένων
ενστίκτων που, μέσα από μια καλοστημένη σκηνοθεσία οικογενειακών
συμβάντων ή συγκρούσεων, αντιπαραθέτουν την αγριότητα με την τρυφεράδα,
την ανθρώπινη θηριωδία με την δίχως όρια αφοσίωση και, περιέργως, σε
γαληνεύουν, επιδαψιλεύοντας τη γλυκιά παραμυθία που προσφέρει η τέχνη
στην ύπαρξη. Αγάπη προπάντων για τη Ζωή (στο σύνολό της), αυτήν που
φιλόστοργα αγκαλιάζει η λογοτεχνία (υπερνικώντας και το φόβο του
θανάτου): «Στα βιβλία μπορείς να ζεις και νεκρός, δεν σ’ το απαγορεύει
κανείς». Εν συντομία, ένας κόσμος (επίγειος και υπόγειος) δυνατών
συγκινήσεων, εγκαρτέρησης και αγωνίας, τρόμου κι ελπίδας.
Βαθιά τομή στο
παρόν της χώρας μας που δοκιμάζεται από την πολύχρονη οικονομική κρίση
επιχειρεί με το νέο του βιβλίο Πόλη χωρίς θεούς (εκδ. Μεταίχμιο) ο Μάκης Καραγιάννης.
Στο επίκεντρο η ιστορία του βιοτέχνη Ξενοφώντα Κάπα, που χρεωκόπησε, με
αποτέλεσμα, προοδευτικά, και οι σχέσεις μεταξύ των μελών της
οικογένειάς του ν’ αρχίσουν να «φυλλορροούν».
. Στην εξαθλιωμένη «Νέα πόλη», όπου διαβιούν, δεν υπάρχουν πια θεοί (αν υπήρχαν θα ήταν τόσο ανελέητοι;), το μίσος και το χρήμα ορίζουν τις ψυχές των ανθρώπων, ενώ στο φόντο εκτυλίσσονται εφιαλτικά σκηνικά χάους, φόβου και τυφλής βίας. Η προσέγγιση του συγγραφέα στον κόσμο και την ψυχολογία των ηρώων του (συμπεριλαμβανομένων και των μεταναστών, των αστέγων, των εξεγερμένων αναρχικών ή ακόμα των εθνικιστών) γίνεται «εκ των ένδον», καθώς η γραφίδα του προσπαθεί με συνέπεια, γνώση και ευαισθησία ν’ αποτυπώσει τον τρόπο της σκέψης τους, αλλά και όλες τις δυνατές αποχρώσεις των συναισθημάτων τους. Πετυχαίνει έτσι να μας δώσει μια πρισματική εικόνα των τεκταινομένων στα οποία συμμετέχουν. Να σημειωθεί ότι την ρηχότητα μιας στεγνής περιγραφής ο Μ.Κ. την αποφεύγει∙ αντ’ αυτής διανθίζει συχνά το λόγο του με νύξεις και αποστροφές ποιητικής υφής και περιεχομένου (καμιά φορά και προφητικού!), που υποδηλώνουν ,πέραν των άλλων, και την ύπαρξη ενός ουμανιστικού θεωρητικού υπόβαθρου στην αφήγηση. Με ψυχραιμία ανατόμου παρακολουθεί την καθοδική πορεία της ηθικής των προσώπων που έχουν παρασυρθεί από τις ανεξέλεγκτες δίνες της κρίσης και κινδυνεύουν να συνθλιβούν στις μυλόπετρες της «παγκοσμιοποίησης» (που παρομοιάζεται με «ζούγκλα»). Ανάμεσά τους ο κεντρικός ήρωας, ο Φώντας, που έχοντας πίσω του μια αξιοπρεπή διαβίωση 50 χρόνων, νιώθει τώρα, παρ’ όλα τα χτυπήματα που έχει δεχτεί (και την προσωπική του κατρακύλα), πως πρέπει να ορθώσει το ανάστημά του σ’ ένα πεπρωμένο που οι άλλοι έχουν διαμορφώσει γι’ αυτόν… Ζητάει να του δοθεί μια τελευταία ευκαιρία στη ζωή του, ώστε να μπορέσει «να ορίσει από την αρχή τη μοίρα του στους σκοτεινούς δρόμους της Νέας πόλης…» –εν ολίγοις να ξαναβρεί το ανθρώπινο πρόσωπό του. Μήπως όμως είναι ήδη πολύ αργά;
. Στην εξαθλιωμένη «Νέα πόλη», όπου διαβιούν, δεν υπάρχουν πια θεοί (αν υπήρχαν θα ήταν τόσο ανελέητοι;), το μίσος και το χρήμα ορίζουν τις ψυχές των ανθρώπων, ενώ στο φόντο εκτυλίσσονται εφιαλτικά σκηνικά χάους, φόβου και τυφλής βίας. Η προσέγγιση του συγγραφέα στον κόσμο και την ψυχολογία των ηρώων του (συμπεριλαμβανομένων και των μεταναστών, των αστέγων, των εξεγερμένων αναρχικών ή ακόμα των εθνικιστών) γίνεται «εκ των ένδον», καθώς η γραφίδα του προσπαθεί με συνέπεια, γνώση και ευαισθησία ν’ αποτυπώσει τον τρόπο της σκέψης τους, αλλά και όλες τις δυνατές αποχρώσεις των συναισθημάτων τους. Πετυχαίνει έτσι να μας δώσει μια πρισματική εικόνα των τεκταινομένων στα οποία συμμετέχουν. Να σημειωθεί ότι την ρηχότητα μιας στεγνής περιγραφής ο Μ.Κ. την αποφεύγει∙ αντ’ αυτής διανθίζει συχνά το λόγο του με νύξεις και αποστροφές ποιητικής υφής και περιεχομένου (καμιά φορά και προφητικού!), που υποδηλώνουν ,πέραν των άλλων, και την ύπαρξη ενός ουμανιστικού θεωρητικού υπόβαθρου στην αφήγηση. Με ψυχραιμία ανατόμου παρακολουθεί την καθοδική πορεία της ηθικής των προσώπων που έχουν παρασυρθεί από τις ανεξέλεγκτες δίνες της κρίσης και κινδυνεύουν να συνθλιβούν στις μυλόπετρες της «παγκοσμιοποίησης» (που παρομοιάζεται με «ζούγκλα»). Ανάμεσά τους ο κεντρικός ήρωας, ο Φώντας, που έχοντας πίσω του μια αξιοπρεπή διαβίωση 50 χρόνων, νιώθει τώρα, παρ’ όλα τα χτυπήματα που έχει δεχτεί (και την προσωπική του κατρακύλα), πως πρέπει να ορθώσει το ανάστημά του σ’ ένα πεπρωμένο που οι άλλοι έχουν διαμορφώσει γι’ αυτόν… Ζητάει να του δοθεί μια τελευταία ευκαιρία στη ζωή του, ώστε να μπορέσει «να ορίσει από την αρχή τη μοίρα του στους σκοτεινούς δρόμους της Νέας πόλης…» –εν ολίγοις να ξαναβρεί το ανθρώπινο πρόσωπό του. Μήπως όμως είναι ήδη πολύ αργά;
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου