Της Μαρίας Στασινοπούλου, περιοδικό Εντευκτήριο, τχ.97 , Μάιος -Ιούλιος 2012
Mετά την εντυπωσιακή είσοδό του στη λογοτεχνία, με τη συλλογή διηγημάτων Ο καθρέφτης και το πρίσμα, που ερέθισε το ενδιαφέρον της κριτικής και απέσπασε υψηλής θερμοκρασίας θετικές κρίσεις, ο Μάκης Καραγιάννης δίνει το πρώτο του μυθιστόρημα με τον οικείο τίτλο Το όνειρο του Οδυσσέα, ευθεία αναφορά στον ομηρικό ήρωα, σύμβολο της περιπλάνησης και του νόστου. Πίσω από το όνειρο βρίσκεται η επιθυμία, πίσω από την επιθυμία η λαχτάρα και, σκοπός και των δύο, η επιστροφή στην πατρίδα, σε κάποια πατρίδα. Τι είναι πατρίδα όμως; Ο τόπος που γεννηθήκαμε; Ο τόπος που μεγαλώσαμε; Αυτός στον οποίο έτυχε να ζούμε; Αυτός που μας κληροδότησαν οι πρόγονοι ή αυτός που διαμορφώσαμε εμείς; Μήπως είναι οι άνθρωποι με τους οποίους συμβιώσαμε και μας συνδέουν αισθήματα αμοιβαίας αγάπης; «Συνυπάρχουν όλα σε ομόκεντρους κύκλους, έτσι που στο τέλος δεν ξέρεις τι είναι πατρίδα. Οι πέτρες ή τα αισθήματα; […] Μήπως πατρίδα είναι ό,τι αγαπάμε;» αναρωτιέται ο αφηγητής του Καραγιάννη Οδυσσέας Πανταζής (και η επιλογή του επωνύμου δεν είναι τυχαία, αν διαβαστεί ως δύο λέξεις: πάντα-ζεις, που με τη σειρά του παραπέμπει στο «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει)∙ για να καταλήξει, με την αποδεικτική δύναμη του παραδείγματος, ότι πατρίδα στην περίπτωση του μεγάλου μαθηματικού Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή ήταν η κοινή πατρίδα του Γκαλουά, του Νεύτωνα και του Πυθαγόρα, η επιστήμη τους, δηλαδή τα μαθηματικά∙ μία άλλη εκδοχή αυτή.
Ο ίδιος ο καημός της πατρίδας, που τον μάθαμε χρόνια τώρα ως «καημό της ρωμιοσύνης», είναι ο πυρήνας της αφήγησης και της πλοκής του μυθιστορήματος. Ο αφηγητής Οδυσσέας Πανταζής, (μαθηματικός, με ανοιχτή επί τριακονταετία διατριβή για τον Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή∙ απλός ρεπόρτερ επαγγελματικά που αλλάζει εργοδότες, γιατί δεν θέλει να κρατάει το στόμα του κλειστό∙ που αγαπάει από παιδί το τσέλο και τη λογοτεχνία και ήθελε να γίνει συγγραφέας∙ εμφανής σε αρκετά χαρακτηριστικά περσόνα του Καραγιάννη) ερευνά τις συνθήκες δολοφονίας του φίλου από τα φοιτητικά χρόνια Στέφανου Δενδρινού.
Το όνομα του Οδυσσέα, που μπαίνει και στον τίτλο, ο συγγραφέας το χρησιμοποιεί με ειρωνική χροιά, παραπέμποντας στον μύθο του ομηρικού ήρωα, για να περιγράψει την υποβάθμιση της ζωής και να αντιπαραθέσει στο ηρωϊκό παρελθόν ένα εξαθλιωμένο παρόν, όπου όλα είναι βρώμικα και εξευτελιστικά (συνήθης τακτική των συμβολιστών αυτή).
Ο Πανταζής, επιχειρώντας να εξιχνιάσει τη ζωή και τις συνθήκες θανάτου τού Δενδρινού, γράφει ―ηθελημένα ή αθέλητα― την πορεία της γενιάς τους, λίγο πριν-λίγο μετά, (Πολυτεχνείο, Μεταπολίτευση, οικονομικό πανηγύρι, Πασόκ, Ν.Δ., χρέος, χάος, καταστροφή). Ξεκινά το 1999 αλλά διατρέχει με φλας μπακ το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα. Τον καίει η αλήθεια. Ερευνώντας και συγκεντρώνοντας υλικό, καταλήγει στο να γράφει τη βιογραφία του Δενδρινού, ιχνηλατώντας στην πραγματικότητα τη δική του ζωή.
Χρονικά αναφέρεται στη γενιά της Μεταπολίτευσης, τη γενιά του Πολυτεχνείου και μετά. Καθόσον όμως ερευνά τις συνθήκες ζωής του Στέφανου Δενδρινού για να αναζητήσει τον δολοφόνο, ο Πανταζής βρίσκει, ανασκαλεύοντας το παρελθόν, αιτίες και κίνητρα στο οικογενειακό περιβάλλον του Δενδρινού, από τη μια, και του υπ’αριθμόν ένα υπόπτου, συναδέλφου στο Πανεπιστήμιο, Περικλή Σκαρλάτου, από την άλλη, με τον οποίο τον συνδέουν διάφορες συναισθηματικές εμπλοκές από παλιά μέχρι και πρόσφατα. Έτσι, ο αφηγητής δημοσιογράφος αναγκάζεται να αναφερθεί σε παλαιότερα συμβάντα της Θεσσαλονίκης όπως ο Μάης του ’36 και οι μεγάλες απεργίες των καπνεργατών αλλά και η Κατοχή και ο Εμφύλιος και η Χούντα, ακόμη και η εβραϊκή κοινότητα της πόλης. Ανοίγεται όμως με αυτόν τον τρόπο πολύ το χρονικό άνυσμα, που εκ των πραγμάτων καλύπτεται ελλειπτικά και επιλεκτικά. Στην προσπάθειά του εξάλλου ο Καραγιάννης να συνδυάσει στοιχεία από το κοινωνικό-πολιτικό (και συνακόλουθα ιστορικό) μυθιστόρημα, το novel campus, τη βιογραφία, την αστυνομική πλοκή, αδυνατίζει κάπως το νήμα της συνοχής μέσα στην τόση ποικιλία των ειδών και το χρονικό εύρος του ορίζοντα της αφήγησης.
Ο Δενδρινός, κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, παιδί λαϊκό, σπούδασε και πρόκοψε, έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, και έφτασε μέχρι τη θέση του αντιπρύτανη. Σύμβολο της αντίστασης κατά της Χούντας ο ίδιος, συνετός και σοβαρός προοδευτικός άνθρωπος τη δεκαετία του ’80, διαβρώνεται σιγά σιγά, βολεύεται, ανελίσσεται ραγδαία οικονομικώς, αποδεχόμενος τα “νόμιμα” δωράκια των συμβάσεων (πάντα με τις υποδείξεις και τη συναισθηματική πίεση της νεότερης και φιλόδοξης δεύτερης συζύγου του, Άννας) και στη συνέχεια κατηγορείται για κατάχρηση δημοσίου χρήματος, προφυλακίζεται, αθωώνεται με βούλευμα και λίγο μετά βρίσκεται περίεργα δολοφονημένος στο σπίτι του. Εδώ καλείται να παίξει ρόλο και ο υπόκοσμος, με αφορμή τον περίεργο έρωτα του Δενδρινού για την Μολδαβή Τζούλια Μακοβέι, χορεύτρια, τραγουδίστρια, στριπτιζέζ, και φυσικά πόρνη, σε νυχτερινό κέντρο της πόλης. Η Τζούλια είναι από τους πιο συμπαθείς ήρωες του βιβλίου και ως χαρακτήρας, με τον τρόπο που τον ολοκληρώνει ο συγγραφέας, και ως εκπρόσωπος μιας μεγάλης μερίδας που ήρθαν στη χώρα μας, από τις γειτονικές αλλά και από τις λίγο μακρινότερες περιοχές, αναζητώντας καλύτερη τύχη.
Μέσα από την ατομική περίπτωση του Δενδρινού, ο Καραγιάννης βρίσκει αφορμή να μιλήσει κριτικά για τη γενιά του, τη γενιά του Πολυτεχνείου, που αντιστάθηκε, ταυτίστηκε με τον αγώνα, συνετέλεσε στη μεταπολίτευση, έγινε εξουσία, δημιούργησε ελπίδες και προσδοκίες· στη συνέχεια άλωσε, αλώθηκε, διέφθειρε, διεφθάρη και τελικά οδήγησε την Ελλάδα στη σημερινή κρίση.
Γνωστά πρόσωπα της πολιτικής και οικονομικής ζωής, των σκανδάλων και της φούσκας του Χρηματιστηρίου υποκρύπονται ή προβάλλουν πίσω από τις περιγραφές του Μάκη Καραγιάννη. Επιχειρηματίες που μπήκαν στο Χρηματιστήριο μονοπώλησαν ή ολιγοπώλησαν τον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο και κατόπιν πήραν τα ηνία της πολιτικής, με τη γνωστή μέθοδο των αλληλοεξυπηρετήσεων. Πνευματικοί ταγοί που αποποιήθηκαν την ατομική και ηθική τους ευθύνη και μπλέχτηκαν στο αλισβερίσι του εύκολου χρήματος. Πώς βρέθηκαν τα ανώτατα πνευματικά ιδρύματα αναμεμειγμένα σε μίζες και κομπίνες για την απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων; Δεν είναι καθόλου δύσκολη η αναγωγή, με ελαφρές διαφοροποιήσεις, σε γνωστά σκάνδαλα, με πρώτο εκείνο του Παντείου.
Μέσα στο πολιτικό και οικονομικό σκηνικό, ο συγγραφέας δεν χάνει ευκαιρία να μιλήσει για τη ζωή, τη μαθητεία, τον έρωτα, τον θάνατο, το αλληλοφάγωμα, το ξεκλήρισμα των ανθρώπων∙ για τη μετανάστευση και κυρίως για την υποδοχή, για την περιθωριοποίηση ή την ενσωμάτωση των ξένων. Αφορμή για τα τελευταία θέματα δίνει η πολυπολιτισμική πόλη της Θεσσαλονίκης (χώρος δράσης και εξέλιξης του μυθιστορήματος), η οποία περιγράφεται με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στοιχεία και χρώματα. Εμβόλιμες ανάσες τρυφερότητας και ανθρωπιάς. Κραυγές ελπίδας και αισιοδοξίας. Διάψευση και ανατροπή των ελπίδων.
Ο Καραγιάννης και στο μυθιστόρημά του, όπως και στα διηγήματά του, ερωτοτροπεί με τον βιογραφικό λόγο. Ενσωματώνοντας, με διαφοροποιημένα τυπογραφικά στοιχεία, σύντομα ή εκτενέστερα βιογραφικά σημειώματα των ηρώων του (πραγματικά ή φανταστικά) αλλά και εντάσσοντας στην αφήγηση ημερολογιακές σελίδες από το ημερολόγιο του Δενδρινού και σελίδες από τη βιογραφία για τον ίδιο που σχεδιάζει ο φίλος του δημοσιογράφος αφηγητής, δίνει πληρέστερη εικόνα για τον χαρακτήρα καθενός. Παραθέτει επίσης πραγματικά περιστατικά του αστυνομικού δελτίου και μιλάει για γεγονότα που έλαβαν χώρα στην πόλη, όπως εκείνο με την πολιτιστική αξιοποίηση της Ροτόντας της Θεσσαλονίκης, γνωστής και ως ναός του Αγίου Γεωργίου. Το «Λεξικό χρήσιμων όρων», στο 23ο κεφάλαιο του τρίτου μέρους, ενισχύει την αληθοφάνεια του υλικού, την ταύτιση της μυθοπλασίας με την πραγματικότητα. Είναι αυτή η τεχνική του Καραγιάννη, μία θεμιτή σύμβαση συγγραφέα και αναγνώστη, που, πέρα από τη χαρά της ανάγνωσης, σε ωθεί σε έρευνα για να ανακαλύψεις τις πηγές του, να ξεχωρίσεις τα πραγματικά από τα επινοημένα γεγονότα, να καταλάβεις πότε λέει την αλήθεια και πότε μπλοφάρει. «Η ιστορία μου μισή πραγματική, μισή φανταστική. Όπως όλες» λέει ο ίδιος, μέσω του αφηγητή του. Συχνή άλλωστε η αυτοαναφορική καταφυγή του συγγραφέα.
Η ιστορία με το παλίμψηστο της Μεγίστης Λαύρας, τον «Κώδικα του ψευδο-Διονυσίου» παραπέμπει στο Όνομα του ρόδου του Ουμπέρτο Έκο, χωρίς αυτό να αφαιρεί τίποτε από την αξία ή την πρωτοτυπία του κειμένου.
Ο δηλούμενος διακειμενικός διάλογος του Καραγιάννη, εξάλλου, με τον Μπόρχες και τον Σβομπ στο πρώτο του βιβλίο, εξακολουθεί να φανερώνεται και εδώ, καθώς παραπέμπει ξεκάθαρα στον Όμηρο και τον Τζόυς από τον τίτλο κιόλας και το μότο. Αλλά και στον Φλωμπέρ και τους Έλληνες Σεφέρη, Αναγνωστάκη, Ρίτσο, Χριστιανόπουλο κ.ά.
Η αναφορά και η σύγκριση του αφηγητή με μεγάλα ονόματα της λογοτεχνίας (Φλωμπέρ, Ντοστογιέφσκι, Μπαλζάκ) ή της επιστήμης (Πυθαγόρας, Αϊνστάιν, Νεύτων) γίνεται, νομίζω, με λίγο περιπαικτική διάθεση και όχι με έπαρση. Τον ίδιο αυτοσαρκασμό είχαμε εντοπίσει και στο διήγημα «Αυτοβιογραφία» της συλλογής διηγημάτων του, Ο καθρέφτης και το πρίσμα.
Μέσω του αφηγητή του Οδυσσέα Πανταζή, ο Μάκης Καραγιάννης περνάει τους δικούς του υπαρξιακούς, ιστορικούς και πολιτικούς προβληματισμούς, με πολλά «γιατί» και με διαρκή αναζήτηση του «πώς» και του «πού» έγινε το λάθος και στράβωσε η Αλλαγή. Τι συνετέλεσε στη λογική, συναισθηματική, πολιτική και ηθική μετεξέλιξη ή καλύτερα μετάλλαξη των δεκάδων, εκατοντάδων, Στέφανων Δενδρινών. Δεν λείπουν κάποιες φραστικές υπερβολές αγανάκτησης, απογοήτευσης και πίκρας, δεν θα έλεγα οργής. Έχει μια διάθεση να καταλάβει, να κατανοήσει και ίσως να συγχωρήσει κιόλας. «Προσπαθεί να συμπληρώσει τα κενά, αλλά δεν τα καταφέρνει. Ένας απατεώνας στη φυλακή! Του φαίνεται παράξενο. Ένας αγωνιστής στη φυλακή! Του φαίνεται γελοίο. Διορθώνει τον τίτλο. Ένας αγωνιστής απατεώνας», υποθέτει ο αφηγητής Οδυσσέας Πανταζής ότι θα σκεφτόταν ο Στέφανος Δενδρινός στο κελί 13 της Β΄ πτέρυγας στις ποινικές φυλακές Διαβατών, όπου προφυλακίστηκε με σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα για να εξευμενιστεί η κοινή γνώμη.
Καταλήγοντας, θα λέγαμε ότι πρόκειται για ένα φιλόδοξο και ενδιαφέρον μυθιστόρημα με ευδιάκριτες αφηγηματικές αρετές, στέρεη γνώση και κοινωνική ευαισθησία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου