Δεκαπέντε ιστορίες για τη διαφυγούσα αλήθεια των βιωματικών αφηγήσεων
Κάθε ζωή προσανατολίζεται προς τη δική της αλήθεια, συνεπώς και κάθε βιογραφία. Στη ζωή όπως και στα γραπτά η αλήθεια διαφεύγει, τεμαχίζεται σε μικρές λεπτομέρειες, αντιστέκεται στον εντοπισμό της, ενθαρρύνει την υποκειμενικότητα, ενίοτε και τη χάλκευση. Η ανασύνθεση του αληθινού προσώπου του βιογραφούμενου, όσο πιστή κι αν προσπαθεί να μείνει στη ζωή και στο έργο του, ενδίδει νομοτελειακά σχεδόν σε πλάνες, σε παραποιήσεις. Ακόμα και κάποιος που αυτοβιογραφείται με πάσα ειλικρίνεια, εν μέρει ψεύδεται ή τουλάχιστον διαψεύδεται. Τα δεκαπέντε διηγήματα του Μάκη Καραγιάννη, ειρωνικές δοκιμές πάνω στη μυθιστορηματική βιογραφία, συνομιλούν με τους «Φανταστικούς βίους» του Μαρσέλ Σβομπ.
(...)
Κυκλική η δομή της συλλογής, καταλήγει στο σημείο αφετηρίας. Διακριτή η συμμετρία ανάμεσα στο εναρκτήριο και το καταληκτικό διήγημα, όπου εκτίθενται η ζωή και η δράση δύο σημαντικών επιστημόνων, του μαθηματικού Τζιρόλαμο Καρντάνο και του θεμελιωτή της σύγχρονης άλγεβρας Εβαρίστ Γκαλουά, αντιστοίχως. Αν ο μαθηματικός της πρώτης ιστορίας οδηγείται στη μίμηση του βιογραφουμένου με πρόθεση εκδικητική απέναντι σε ύπουλο συνάδελφό του, η επίδοξη διδάκτωρ του έτερου διηγήματος, μολονότι έρχεται αντιμέτωπη με ακαδημαϊκούς σκοπέλους παρεμφερείς με αυτούς που σύντριψαν τον Γκαλουά, συνειδητοποιεί ότι δεν διαθέτει τη δυναμική του προτύπου της. Ας σημειωθεί ότι αμφότεροι προσλαμβάνουν καταφανώς ωφελιμιστικά τη βιογραφία των δύο ανδρών. Η αλήθεια που αποδίδουν στα ερανισμένα στοιχεία οφείλει πολλά και στη δουλειά της φαντασίας τους. «Μέσα σε κάθε ιστορία που πλάθεται ερμηνεύοντας γεγονότα, ψυχορραγεί η αλήθεια και ο βιογράφος με αγωνία μάχεται να της εμφυσήσει την πνοή της ζωής». Μόνο που οι βιογράφοι του Καραγιάννη αποδεικνύονται δόλιοι, είρωνες και παιγνιώδεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο νοσταλγός του ομότιτλου διηγήματος, του οποίου η «φιλολογική συνείδησις» τον προέτρεψε να αποδώσει το πορτρέτο του παππού του σε ύφος παπαδιαμάντειο. Νοσταλγός ο αφηγητής που αναβιώνει τα παιδικά του χρόνια, ο πρεσβύτης που ανακαλεί με ένοχη λαχτάρα μέρες ακολασίας, αλλά παντοτινή νοσταλγός η Αννα που μια νύχτα ταξίδεψε προς τον τόπο της. Αμφίσημες οι εκπεφρασμένες οφειλές στη σημείωση του τέλους προς τον άοκνο μελετητή του Παπαδιαμάντη, τον Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο. Μνεία στον Σκιαθίτη και στο ακόλουθο κείμενο όπου διαβάζουμε για το «όνειρο στον δρόμο» ενός περισφιγμένου από τον ενάρετο βίο του οικογενειάρχη. Οι περιπτώσεις του λόγιου του Διαφωτισμού Νεόφυτου Αδαμαντίδη και του ρομαντικού ποιητή Στέφανου Λογοθέτη -ανύπαρκτοι αλλά αρκούντως πραγματικοί μυθοπλαστικά- απηχούν την άχρονη πάλη εκλεκτών πνευμάτων με το φάσμα της λήθης και παραπλεύρως με το εύρος της φιλοδοξίας τους.
Ο Μάκης Καραγιάννης με τα δοκιμιακής υφής διηγήματά του καταδεικνύει πως κάθε βίος είναι φανταστικός από τη στιγμή που κάποιος αποπειράται τη διήγησή του. Πολυπρισματικός επίσης. Στη γεωμετρία της ύπαρξης δεν υφίστανται ευθείες. Για να λάμψουν οι κρυφές αντανακλάσεις μιας ζωής πρέπει αυτή να καταστεί αφηγήσιμη, «να γίνει ιστορία, να κατακτήσει την αλήθεια της μέσα από το ψέμα της γραφής».
Κάθε ζωή προσανατολίζεται προς τη δική της αλήθεια, συνεπώς και κάθε βιογραφία. Στη ζωή όπως και στα γραπτά η αλήθεια διαφεύγει, τεμαχίζεται σε μικρές λεπτομέρειες, αντιστέκεται στον εντοπισμό της, ενθαρρύνει την υποκειμενικότητα, ενίοτε και τη χάλκευση. Η ανασύνθεση του αληθινού προσώπου του βιογραφούμενου, όσο πιστή κι αν προσπαθεί να μείνει στη ζωή και στο έργο του, ενδίδει νομοτελειακά σχεδόν σε πλάνες, σε παραποιήσεις. Ακόμα και κάποιος που αυτοβιογραφείται με πάσα ειλικρίνεια, εν μέρει ψεύδεται ή τουλάχιστον διαψεύδεται. Τα δεκαπέντε διηγήματα του Μάκη Καραγιάννη, ειρωνικές δοκιμές πάνω στη μυθιστορηματική βιογραφία, συνομιλούν με τους «Φανταστικούς βίους» του Μαρσέλ Σβομπ.
(...)
Κυκλική η δομή της συλλογής, καταλήγει στο σημείο αφετηρίας. Διακριτή η συμμετρία ανάμεσα στο εναρκτήριο και το καταληκτικό διήγημα, όπου εκτίθενται η ζωή και η δράση δύο σημαντικών επιστημόνων, του μαθηματικού Τζιρόλαμο Καρντάνο και του θεμελιωτή της σύγχρονης άλγεβρας Εβαρίστ Γκαλουά, αντιστοίχως. Αν ο μαθηματικός της πρώτης ιστορίας οδηγείται στη μίμηση του βιογραφουμένου με πρόθεση εκδικητική απέναντι σε ύπουλο συνάδελφό του, η επίδοξη διδάκτωρ του έτερου διηγήματος, μολονότι έρχεται αντιμέτωπη με ακαδημαϊκούς σκοπέλους παρεμφερείς με αυτούς που σύντριψαν τον Γκαλουά, συνειδητοποιεί ότι δεν διαθέτει τη δυναμική του προτύπου της. Ας σημειωθεί ότι αμφότεροι προσλαμβάνουν καταφανώς ωφελιμιστικά τη βιογραφία των δύο ανδρών. Η αλήθεια που αποδίδουν στα ερανισμένα στοιχεία οφείλει πολλά και στη δουλειά της φαντασίας τους. «Μέσα σε κάθε ιστορία που πλάθεται ερμηνεύοντας γεγονότα, ψυχορραγεί η αλήθεια και ο βιογράφος με αγωνία μάχεται να της εμφυσήσει την πνοή της ζωής». Μόνο που οι βιογράφοι του Καραγιάννη αποδεικνύονται δόλιοι, είρωνες και παιγνιώδεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο νοσταλγός του ομότιτλου διηγήματος, του οποίου η «φιλολογική συνείδησις» τον προέτρεψε να αποδώσει το πορτρέτο του παππού του σε ύφος παπαδιαμάντειο. Νοσταλγός ο αφηγητής που αναβιώνει τα παιδικά του χρόνια, ο πρεσβύτης που ανακαλεί με ένοχη λαχτάρα μέρες ακολασίας, αλλά παντοτινή νοσταλγός η Αννα που μια νύχτα ταξίδεψε προς τον τόπο της. Αμφίσημες οι εκπεφρασμένες οφειλές στη σημείωση του τέλους προς τον άοκνο μελετητή του Παπαδιαμάντη, τον Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο. Μνεία στον Σκιαθίτη και στο ακόλουθο κείμενο όπου διαβάζουμε για το «όνειρο στον δρόμο» ενός περισφιγμένου από τον ενάρετο βίο του οικογενειάρχη. Οι περιπτώσεις του λόγιου του Διαφωτισμού Νεόφυτου Αδαμαντίδη και του ρομαντικού ποιητή Στέφανου Λογοθέτη -ανύπαρκτοι αλλά αρκούντως πραγματικοί μυθοπλαστικά- απηχούν την άχρονη πάλη εκλεκτών πνευμάτων με το φάσμα της λήθης και παραπλεύρως με το εύρος της φιλοδοξίας τους.
Ο Μάκης Καραγιάννης με τα δοκιμιακής υφής διηγήματά του καταδεικνύει πως κάθε βίος είναι φανταστικός από τη στιγμή που κάποιος αποπειράται τη διήγησή του. Πολυπρισματικός επίσης. Στη γεωμετρία της ύπαρξης δεν υφίστανται ευθείες. Για να λάμψουν οι κρυφές αντανακλάσεις μιας ζωής πρέπει αυτή να καταστεί αφηγήσιμη, «να γίνει ιστορία, να κατακτήσει την αλήθεια της μέσα από το ψέμα της γραφής».
Απόσπασμα από την κριτική της Λίνας Πανταλέων για τον "Καθρέφτη και το πρίσμα" στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας (03.08.07)
Ολόκληρο το κείμενο είναι εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου