Εισήγηση στο συνέδριο: "Σύγχρονοι Μακεδόνες και Bαλκάνιοι Λογοτέχνες",
Έδεσσα 22 Μαρτίου 2002
Ο Βασίλης Τσιαμπούσης γεννήθηκε στη Δράμα το 1953. Σπούδασε Πολιτικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1988 με το βιβλίο του "Η βέσπα και άλλα επαρχιακά διηγήματα"ενώ το 1993 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του "Εκτός έδρας" από τις εκδόσεις "Κέδρος"
Το 1996 επιμελήθηκε το λεύκωμα "Δόξα Δράμας"(έκδοση του Δήμου) και εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων "Χερουβικά στα κεραμίδια". Διηγήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά και γαλλικά και περιλήφθηκαν σε ανθολογίες στην ελλάδα και το εξωτερικό. Ζει και εργάζεται στη δράμα ως διευθυντής ΤΕΕ.
Από τη «Βέσπα" ως τη «Γλυκιά Μπονόρα» ο Δραμινός συγγραφέας δείχνει μια σαφή προτίμηση στις μικρές ιστορίες, οι οποίες προοδευτικά μεγαλώνουν σε έκταση.
Τα τέσσερα βιβλία αναδεικνύουν έναν κατ' εξοχήν τεχνίτη του διηγήματος και της μικρής φόρμας με απλή και μεστή γλώσσα, ενώ ο ευρύτερος ανθρωπογεωγραφικός χώρος της Βόρειας Ελλάδας αποτελεί το σκηνικό των αφηγήσεών του.
Είναι καιρός όμως το επίθετο «επαρχιακός», που ο ίδιος προκλητικά χρησιμοποίησε στη «Βέσπα», να σταματήσει να τον ταλαιπωρεί ως συγγενές παρακολούθημα.
Γνωρίζοντας πολύ καλά το ειδικό βάρος εκείνου που νομοθέτησε και εισήγαγε τον όρο «επαρχιακή λογοτεχνία» τολμώ να πω ότι, ως μεθοδολογικό εργαλείο, είναι ατελέσφορος. Το επίθετο επαρχιακός είναι στενό και φτωχό σε πληροφορίες. Υπάρχουν λογοτεχνικά κείμενα περισσότερο ή λιγότερο δεμένα με έναν τόπο και την ιστορία του. Κι αυτό μπορεί να συμβαίνει διαφορετικά στη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη, τη Θεσσαλονίκη του Γ. Ιωάννου, το Δουβλίνο του Τζ. Τζόυς.
Η λέξη επαρχιακός ανακαλεί αυτομάτως ένα κέντρο, ορίζει και χρεώνει μιαν, ανύπαρκτη και έξω από λογοτεχνικές προθέσεις, αντίθεση ως κυρίαρχη. Ευτυχώς για τον Β.Τ. αλλά και όλους όσους εγκαταβιούν έξω από τα ολίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα της Αττικής το γεωγραφικό κέντρο δε συμπίπτει εξ ορισμού με το κέντρο της λογοτεχνίας, πολύ περισσότερο με τον πυρήνα και το κέντρο της ζωής. Τούτο νομίζω ότι αποδεικνύει και η σημερινή μας συνάντηση ότι δηλαδή πέραν των αθηναικών τειχών υπάρχει ένα σημαντικό δυναμικό συγγραφέων οι οποίοι δεν αποτελούν εξωτικό στοιχείο αλλά εντάσονται στον κανόνα της λογοτεχνικής ζωής.
Η "Γλυκιά Μπονόρα" το τελευταίο βιβλίο του Β. Τ. αντιμετωπίστηκε με κολακευτικά λόγια από το σύνολο σχεδόν της κριτικής. Αυτή η κριτική υποδοχή συνέβαλε ώστε να συγκαταλέγεται στη sort list των υποψήφιων για το κρατικό βραβείο διηγήματος. Συγκεκριμένα ο Χρίστος Παπαγεωργίου γράφει στην Αυγή ότι τα διηγήματά του «χαράζουν μέσα μας εικόνες και αξίες άφθαρτες θεματολογικά και δόκιμες μορφολογικά» ενώ ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στην «Ελευθεροτυπία» το χαρακτηρίζει ως την ωριμότερη μέχρι σήμερα δουλειά του συγγραφέα.
Ανάλογα με το θέμα θα μπορούσαμε να ομαδοποιήσαμε τα διηγήματα του βιβλίου σε τρεις κατηγορίες. Όσα ασχολούνται με τον έρωτα, δεύτερον, τη σύγκρουση ανθρώπων με το κοινωνικό περιβάλλον και, τρίτον, ανθρώπινες σχέσεις και αντιθέσεις. Αρκετές ιστορίες ανήκουν ταυτόχρονα σε διαφορετικές κατηγορίες.
Η θεματική του έρωτα πλαγιοκοπείται από διάφορες πλευρές. Κυρίως όσοι ήρωες επιμένουν να βλέπουν τον έρωτα με το συναίσθημα είναι οι χαμένοι. Κερδίζουν οι ρεαλιστές. («Το κτήμα», «Berlin»). Στο «Κλουβί» παρακολουθούμε τη νεκροψία μιας ερωτικής σχέσης, ενώ στις «Πικρές μελιτζάνες» τον υπόγειο και ανεκπλήρωτο έρωτα.
Στις «Ψείρες», από τα ωραιότερα διηγήματα της συλλογής, ο Β. Τ. παίζει με όλα τα πλήκτρα της ερωτικής κλίμακας από τη χυδαιότητα μέχρι την τρυφερότητα. Ο άντρας θα ανακαλύψει, μετά από μια δραματική σύγκρουση, την αθέατη πλευρά του εαυτού του για να βρεθεί, αυτός ο κυνηγός των γυναικών, άθυρμα των αισθημάτων και παγιδευμένος στην αγκαλιά της μοναδικής ερωμένης.
Χαρακτήρες πολυδιάστατοι, «καλοί» και «κακοί» ταυτόχρονα, σκληροί αλλά και ευαίσθητοι, σκιαγραφούνται με ειρωνεία σε μια ιστορία όπου συνυπάρχει το γέλιο με το κλάμα.
«Ο μαέστρος», «Ο Σάντσο» και «Το ψυγείο» αποτελούν μια τριάδα στην οποία κυριαρχεί η σύγκρουση του ατόμου με την κοινωνία, με φόντο την Ιστορία. Ο Β. Τ. δε χρησιμοποιεί τα ιστορικά γεγονότα αλλά εξετάζει τις συνέπειές τους στους απλούς ανθρώπους, οι οποίοι συνθλίβονται κάτω από το βάρος τους.
Το πεδίο αναφοράς διευρύνεται για να περιλάβει τη Βαλκανική ενδοχώρα. Μέσα από τη φθορά και τη διάλυση των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού αναδύεται η νέα τάξη, στην οποία επιβιώνουν όσοι προσαρμόζονται και ελίσσονται. Υποφέρουν αυτοί που διακατέχονται από την ανίατη νοσταλγία της πατρίδας, όπως συμβαίνει με τον κεντρικό ήρωα του«Σάντσο» ενώ διασώζονται όσοι στη σύγκρουση αντιτάσσουν έναν προσωπικό ηθικό κώδικα, όπως ο Μαέστρος, ο οποίος με την αξιοπρέπεια και τη μουσική του αισθάνεται το ρυθμό ενός άλλου κόσμου, απαρατήρητου στους υπόλοιπους. Αρνείται το νόστο γιατί, όπως λέει, «πατρίδα είναι οι άνθρωποι που έζησες μαζί τους.
Η κρίση των διαπροσωπικών σχέσεων κυρίως προβάλλει από τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής. Άνθρωποι περιθωριακοί, ηττημένοι, τσαλακωμένοι αλλά περήφανοι, καθένας με τη δική του ηθική και οπτική γωνία οι οποίες διασταυρώνονται με αυτές του διπλανού τους.
Ο Β. Τ. χρησιμοποιεί μιαν ιδιαίτερη αφηγηματική τεχνική στην ανέλιξη των ιστοριών του. Συνήθως θέτει τα δυο κύρια πρόσωπα στη δίνη μιας αντιπαράθεσης. Η μάχη αυτή των λέξεων αναδεικνύει το χαρακτήρα και το παρελθόν των ηρώων, ενώ λειτουργεί ως καταλύτης για την έκφραση των συναισθημάτων τους. Ο αγώνας μοιάζει άλλοτε σαν μια καλοστημένη παρτίδα σκάκι, με υπολογισμένα ανοίγματα και θεαματικά φινάλε, και άλλοτε σαν λεκτική πυγμαχία με εναλλάξ χτυπήματα, λέξεις που δαγκώνουν, προσβολές και καρφώματα. Δίνει έτσι θεατρικότητα και ζωντάνια στην αφήγηση κρατώντας σε εγρήγορση το αναγνωστικό ενδιαφέρον. «Ο βιβλιοθηκάριος» και «Το κλουβί», αποτελούν την εξαίρεση σ αυτή την τεχνική. Πάντως οι συγκρούσεις με τις δραματικές κορυφώσεις φέρνουν τους ήρωες λίγο πριν από τα όριά τους, χωρίς όμως να τα υπερβαίνουν. Σε δυο περιπτώσεις θα περάσουν τη λεπτή κόκκινη γραμμή με συνέπεια την εσωτερική αποκάλυψη και αλλαγή τους («Ψείρες») ή την ένδον περιπλάνηση στη σκοτεινή τους πλευρά («Berlin»)
Ο λόγος του Β. Τ. λιτός και ευθύβολος, ακόμη και στους τίτλους που είναι συνήθως μονολεκτικοί. Η προφορικότητα, οι διάλογοι και οι «σταράτες κουβέντες» δίνουν νεύρο στην αφήγηση ενώ αιχμηρές λέξεις και φράσεις προεξέχουν του κειμένου.
Το «Berlin», η τελευταία ιστορία του βιβλίου, εισάγοντας το «εξαιρετικό» στην αφήγηση, αποτελεί εκτροπή από τη μέχρι τώρα ρεαλιστική του γραφή. Ο χρόνος θα δείξει αν πρόκειται για παροδικό φλερτ ή ένα νέο δρόμο στη δουλειά του ώριμου δημιουργού.
1 σχόλιο:
Δημοσίευση σχολίου