Η λογοτεχνία κι ο καθρέφτης
Μτφρ. - επιμέλεια - σχόλια: Αχιλλέας Κυριακίδης
«Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2005, σελ. 758
Αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι μετά τα πεζά ακολουθούν αντίστοιχες συγκεντρωτικές εκδόσεις για τα δοκίμια και την ποίηση, το γεγονός αποτελεί ευκαιρία για μια νέα προσέγγιση του έργου του. Βεβαίως ο Μπόρχες έχει σήμερα μια οικουμενική αναγνώριση. Και στην Ελλάδα οι μεταφράσεις, οι βιογραφίες, τα αφιερώματα αλλά και επίγονοί του φανερώνουν ότι η υποδοχή του έργου του, εδώ και μισό αιώνα σχεδόν, υπήρξε προνομιακή. Η κριτική, ωστόσο, οφείλει να ανακαλύπτει καινούριες πλευρές, να ξεπερνά τις προκαταλήψεις, να αναψηλαφεί τα όρια, να αποτιμά την πρόσληψη ενός έργου.
Το βιβλίο διαιρείται σε δυο μέρη διακρίνοντας τα εκτενέστερα αφηγήματα από τα μικρά πεζά. Αρχίζει με τα πρώτα έργα του, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας(1935), Μυθοπλασίες, Το Άλεφ και ολοκληρώνεται με τη συλλογή Οι συνωμότες(1985). Η μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη με την εισαγωγή, τις 120 σελίδες εξαντλητικών σημειώσεων και παραπομπών, οι ομολογημένες του πεζογραφικές επιδράσεις, φανερώνουν όχι επαγγελματική συνέπεια αλλά εκλεκτική συγγένεια και μόχθο ζωής που γίνεται από αγάπη. Τα μεγάλα έργα είναι ενταγμένα στην παράδοση. H δημιουργία του τυφλού αργεντίνου από το Μπουένος Άιρες κοιτάζει συνεχώς στον καθρέφτη της παγκόσμιας λογοτεχνίας και συνομιλεί με αυτή. Μέσα της ακούγεται άλλοτε ο ψίθυρος και άλλοτε η δυνατή μουσική της από τον Όμηρο ως τις μέρες μας. Μπορούμε άραγε να σταθούμε αποσπασματικά στην πεζογραφία του; Πίσω από αυτήν, η κριτική, τα δοκίμια αλλά και η ίδια η ζωή του την υποστηρίζουν και την ερμηνεύουν. Πολλώ δε μάλλον όταν τα όρια των ειδολογικών διακρίσεων στη γραφή του καταρρέουν. Οι ιστορίες του μοιάζουν με κριτικές σημειώσεις σε πραγματικούς ή ανύπαρκτους συγγραφείς και τα δοκίμια του με αφηγήσεις από την Ιστορία της λογοτεχνίας. Όπως αναφέρει και ο ίδιος «κάθε συγγραφέας δημιουργεί τους προδρόμους του.» Οι εμμονές του, λοιπόν, στον Κάφκα, τον Τσέστερτον, τον Πόου, τον Στήβενσον αλλά και η απαρέσκειά του για τον Σκοτ Φιτζέραλντ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι διαγράφουν πιο καθαρά την προσωπική του αισθητική με την οποία συγκροτούνται τα πεζά.
Για τον Μπόρχες ο οποίος πέρασε τα χρόνια του χαϊδεύοντας τις ράχες των βιβλίων, μέσα στην ομίχλη και τις σκιές, η φαντασία δεν είναι παρά η προέκταση της πραγματικής ζωής. Κατ’ αντιστοιχία, ο ρεαλισμός του στη γραφή υπονομεύεται από τις αφηγηματικές τεχνικές. Ο αναγνώστης διολισθαίνει βαθμιαία σε έναν κόσμο ο οποίος εναγκαλίζεται το παράδοξο, διστάζοντας συνεχώς για τη φύση της αφήγησης. Ανασύρει από την ιστορία της λογοτεχνίας γνωστά θέματα. Άλλωστε, θεωρεί ότι εκείνο που προέχει είναι όχι τόσο οι συγγραφείς και τα έργα τους όσο η «Ιστορία του Πνεύματος ως δημιουργού η καταναλωτή της λογοτεχνίας». Όμως, ο τρόπος που τα χρησιμοποιεί, οι μεταφορές και τα σύμβολά του (καθρέφτες, λαβύρινθοι κ.λπ.) διαμορφώνουν μιαν άλλη ποιότητα. Σ’ αυτόν τον πανθεϊσμό όπου «όλοι οι συγγραφείς είναι ένας» και εκείνο που προέχει είναι η λατρεία των βιβλίων, επικαλείται τον Άμλετ και τον Δον Κιχώτη για να δικαιολογήσει την αναφορά της μυθοπλασίας στον εαυτό της, τον Coleridge για την εισχώρηση του ονείρου στην πραγματικότητα. Στα «Κυκλικά ερείπια» τα όρια ισοπεδώνονται και ο αναγνώστης ανακαλύπτει ότι η φαντασία και η ζωή συναιρούνται σε μια εφιαλτική εκδοχή όπου η πραγματικότητα είναι μια ψευδαίσθηση στο όνειρο ενός άλλου. Ο θαυμασμός του για τον Γουέλς τον οδηγεί στην ανακύκληση του χρόνου και τον Αθάνατο ενώ το θέμα του alter ego και διχασμού της προσωπικότητας που βλέπουμε στον Στήβενσον (Η παράξενη περίπτωση του Δρ Τζέκιλ και του κ. Χάιντ) επανέρχεται σε αρκετά διηγήματα, όπως Ο άλλος, Ο νότος, Ο Μπόρχες κι εγώ, κ.α.
Η φιλολογική αποτίμηση δεν μπορεί να παραγνωρίζει και τις επιφυλάξεις για το έργο του. Την αποστροφή του για το ψυχολογικό μυθιστόρημα, τον μυστικισμό, τις ερωτοτροπίες με τη μεταφυσική και τον ιδεαλισμό του Μπέρκλεϋ και του Χιουμ, όπου φαίνεται να βασίζει τις αντιλήψεις περί του υποκειμένου ή του χρόνου. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η αλήθεια που διεκδικεί δεν είναι επιστημονικής ή φιλοσοφικής τάξης αλλά λογοτεχνική. Με επιδράσεις σε συγγραφείς όπως ο Μάρκες, ο Φουέντες, ο Καλβίνο, ο Έκο, ο Κις αφήνει τη σφραγίδα του στον 20 αιώνα. Πίσω από τη σεμνότητα, τα παιγνίδια της γραφής και την ειρωνεία του, ανακαλύπτουμε έναν αριστοκράτη του πνεύματος. Η χειρονομία του διατρέχει με ανεξιθρησκία την παγκόσμια λογοτεχνία αποτυπώνοντας κάτω από τις λέξεις την αισθητική, την ακρίβεια και την τέχνη ενός κλασικού.
Το βιβλίο διαιρείται σε δυο μέρη διακρίνοντας τα εκτενέστερα αφηγήματα από τα μικρά πεζά. Αρχίζει με τα πρώτα έργα του, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας(1935), Μυθοπλασίες, Το Άλεφ και ολοκληρώνεται με τη συλλογή Οι συνωμότες(1985). Η μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη με την εισαγωγή, τις 120 σελίδες εξαντλητικών σημειώσεων και παραπομπών, οι ομολογημένες του πεζογραφικές επιδράσεις, φανερώνουν όχι επαγγελματική συνέπεια αλλά εκλεκτική συγγένεια και μόχθο ζωής που γίνεται από αγάπη. Τα μεγάλα έργα είναι ενταγμένα στην παράδοση. H δημιουργία του τυφλού αργεντίνου από το Μπουένος Άιρες κοιτάζει συνεχώς στον καθρέφτη της παγκόσμιας λογοτεχνίας και συνομιλεί με αυτή. Μέσα της ακούγεται άλλοτε ο ψίθυρος και άλλοτε η δυνατή μουσική της από τον Όμηρο ως τις μέρες μας. Μπορούμε άραγε να σταθούμε αποσπασματικά στην πεζογραφία του; Πίσω από αυτήν, η κριτική, τα δοκίμια αλλά και η ίδια η ζωή του την υποστηρίζουν και την ερμηνεύουν. Πολλώ δε μάλλον όταν τα όρια των ειδολογικών διακρίσεων στη γραφή του καταρρέουν. Οι ιστορίες του μοιάζουν με κριτικές σημειώσεις σε πραγματικούς ή ανύπαρκτους συγγραφείς και τα δοκίμια του με αφηγήσεις από την Ιστορία της λογοτεχνίας. Όπως αναφέρει και ο ίδιος «κάθε συγγραφέας δημιουργεί τους προδρόμους του.» Οι εμμονές του, λοιπόν, στον Κάφκα, τον Τσέστερτον, τον Πόου, τον Στήβενσον αλλά και η απαρέσκειά του για τον Σκοτ Φιτζέραλντ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι διαγράφουν πιο καθαρά την προσωπική του αισθητική με την οποία συγκροτούνται τα πεζά.
Για τον Μπόρχες ο οποίος πέρασε τα χρόνια του χαϊδεύοντας τις ράχες των βιβλίων, μέσα στην ομίχλη και τις σκιές, η φαντασία δεν είναι παρά η προέκταση της πραγματικής ζωής. Κατ’ αντιστοιχία, ο ρεαλισμός του στη γραφή υπονομεύεται από τις αφηγηματικές τεχνικές. Ο αναγνώστης διολισθαίνει βαθμιαία σε έναν κόσμο ο οποίος εναγκαλίζεται το παράδοξο, διστάζοντας συνεχώς για τη φύση της αφήγησης. Ανασύρει από την ιστορία της λογοτεχνίας γνωστά θέματα. Άλλωστε, θεωρεί ότι εκείνο που προέχει είναι όχι τόσο οι συγγραφείς και τα έργα τους όσο η «Ιστορία του Πνεύματος ως δημιουργού η καταναλωτή της λογοτεχνίας». Όμως, ο τρόπος που τα χρησιμοποιεί, οι μεταφορές και τα σύμβολά του (καθρέφτες, λαβύρινθοι κ.λπ.) διαμορφώνουν μιαν άλλη ποιότητα. Σ’ αυτόν τον πανθεϊσμό όπου «όλοι οι συγγραφείς είναι ένας» και εκείνο που προέχει είναι η λατρεία των βιβλίων, επικαλείται τον Άμλετ και τον Δον Κιχώτη για να δικαιολογήσει την αναφορά της μυθοπλασίας στον εαυτό της, τον Coleridge για την εισχώρηση του ονείρου στην πραγματικότητα. Στα «Κυκλικά ερείπια» τα όρια ισοπεδώνονται και ο αναγνώστης ανακαλύπτει ότι η φαντασία και η ζωή συναιρούνται σε μια εφιαλτική εκδοχή όπου η πραγματικότητα είναι μια ψευδαίσθηση στο όνειρο ενός άλλου. Ο θαυμασμός του για τον Γουέλς τον οδηγεί στην ανακύκληση του χρόνου και τον Αθάνατο ενώ το θέμα του alter ego και διχασμού της προσωπικότητας που βλέπουμε στον Στήβενσον (Η παράξενη περίπτωση του Δρ Τζέκιλ και του κ. Χάιντ) επανέρχεται σε αρκετά διηγήματα, όπως Ο άλλος, Ο νότος, Ο Μπόρχες κι εγώ, κ.α.
Η φιλολογική αποτίμηση δεν μπορεί να παραγνωρίζει και τις επιφυλάξεις για το έργο του. Την αποστροφή του για το ψυχολογικό μυθιστόρημα, τον μυστικισμό, τις ερωτοτροπίες με τη μεταφυσική και τον ιδεαλισμό του Μπέρκλεϋ και του Χιουμ, όπου φαίνεται να βασίζει τις αντιλήψεις περί του υποκειμένου ή του χρόνου. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η αλήθεια που διεκδικεί δεν είναι επιστημονικής ή φιλοσοφικής τάξης αλλά λογοτεχνική. Με επιδράσεις σε συγγραφείς όπως ο Μάρκες, ο Φουέντες, ο Καλβίνο, ο Έκο, ο Κις αφήνει τη σφραγίδα του στον 20 αιώνα. Πίσω από τη σεμνότητα, τα παιγνίδια της γραφής και την ειρωνεία του, ανακαλύπτουμε έναν αριστοκράτη του πνεύματος. Η χειρονομία του διατρέχει με ανεξιθρησκία την παγκόσμια λογοτεχνία αποτυπώνοντας κάτω από τις λέξεις την αισθητική, την ακρίβεια και την τέχνη ενός κλασικού.
ΑΥΓΗ 2.4.2006
info:
«Το αίνιγμα της ποίησης». Το εναρκτήριο μάθημα που έδωσε ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες τον Οκτώβριο του 1967 στο Χάρβαρντ. Ελευθεροτυπία
Χόρχε Λουίς Μπόρχες: "Η Θεία Κωμωδία", Διαπολιτισμός
Χόρχε Λουίς Μπόρχες: "Ο καθρέφτης κι η μάσκα", Διήγημα από "Το βιβλίο της άμμου", Εκδόσεις Νεφέλη, 1982
Χόρχε Λουίς Μπόρχες - Αντόλφο Μπιόι Κασάρες: "Ένα βράδυ με τον Ραμόν Μποναβένα", Διήγημα από το βιβλίο "Αφηγήσεις του Μπούστος Ντομέκ", Εκδόσεις Ύψιλον 1989, Βήμα 20.7.1997
Χόρχε Λουίς Μπόρχες: "Η Θεία Κωμωδία", Διαπολιτισμός
Χόρχε Λουίς Μπόρχες: "Ο καθρέφτης κι η μάσκα", Διήγημα από "Το βιβλίο της άμμου", Εκδόσεις Νεφέλη, 1982
Χόρχε Λουίς Μπόρχες - Αντόλφο Μπιόι Κασάρες: "Ένα βράδυ με τον Ραμόν Μποναβένα", Διήγημα από το βιβλίο "Αφηγήσεις του Μπούστος Ντομέκ", Εκδόσεις Ύψιλον 1989, Βήμα 20.7.1997
Τάκης Θεοδωρόπουλος: Ο τυφλός αναγνώστης του Σύμπαντος, Νέα, 23.12.2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου