Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2007

Ars Critica - Περί κριτικής και κριτικών λόγος





Τους τελευταίους μήνες ορισμένα γεγονότα ανασύρουν πάλι στην επιφάνεια την διαρκώς και γενναία διαφιλονικούμενη έννοια της κριτικής. Αναφέρομαι στην, δια του τύπου, αντιπαράθεση Ν. Βαγενά- Ε. Αρανίτση με θέμα τον μεταμοντερνισμό και σε δύο ευτυχή εκδοτικά συμβάντα. Την «Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και την πρόσληψή της στα χρόνια του μεσοπολέμου» του Α. Αργυρίου και τη «Δέκατη μούσα. Μελέτες για την κριτική» του Π. Μουλλά. Στο περιθώριο αυτών και στο ιλαρό περιστατικό της αντίδρασης του Γ. Βέλτσου στην αρνητική κριτική του Ν. Λάζαρη για το τελευταίο του βιβλίο.
Όπως κάθε συγγραφέας, ερωτευμένος με τα κείμενά του, ο Γ. Βέλτσος αδυνατεί να ανεχθεί φωνές επικριτικές επισείοντας τον ποινικό κώδικα – γιατί όχι και τους ραβδισμούς;- για την επίλυση αισθητικών διαφορών. Ο βαρύς επιστημονικός του οπλισμός δεν τον βοήθησε να κατανοήσει το αυτονόητο. Το μέτρο του ωραίου δεν είναι νομοθετημένο και καταγεγραμμένο σε κανένα κώδικα, όσο κι αν πολλοί φιλοδόξησαν να το διατυπώσουν ερωτοτροπώντας ακόμη και με τα πρότυπα της επιστήμης.
Στις κατά καιρούς θεωρίες ο κριτικός λόγος αναζητούσε το κλειδί που θα άνοιγε όλα τα κείμενα, έναν απλανή οδηγό της αλήθειας παντός καιρού. Τη δεκαετία του ’70 διαβάζαμε τα κείμενα του Μπαρτ, του Λακάν ακόμη και του Βέλτσου με τον φανατισμό του νεοφώτιστου. Ωστόσο, οι υποσχέσεις αποδεικνύονταν απατηλές, ο θεωρητικός στοχασμός έλαμπε για κάποια χρόνια στο λογοτεχνικό στερέωμα για να ξεθωριάσει και να συναριθμηθεί στις ιδεολογίες. Ο κορεσμός είχε ως συνέπεια τον σκεπτικισμό για την αποτελεσματικότητα των θεωριών και τη σχετικότητα της ορθότητά τους. Ο κριτικός γνωρίζει πια ότι η φιλόδοξη απόπειρα να ελέγξει την άναρχη και διαρκώς ολισθαίνουσα πολυσημία μπορεί να είναι μάταιη, ενώ οι καταδύσεις στα επάλληλα στρώματα με σκοπό να αναδυθεί από το βάθος κραδαίνοντας τα λάφυρα του νοήματος δεν είναι τόσο αθώες και ασφαλείς στον υφαλοβριθή πόντο του κειμένου.
Γνωρίζει ότι δεν υπάρχει βασιλική οδός και ότι η απόλυτη αντικειμενικότητα υπό τον μανδύα της επιστήμης- εξαγγελία και αντικείμενο του πόθου των ποικίλων θεωρητικών αναζητήσεων- είναι μια χίμαιρα. Πάντα ένα ψυχολογικό ή ιδεολογικό έρμα, ό,τι ως συναίσθημα ή συγκίνηση παραμένει από την ανάγνωση του κειμένου, θα γέρνει την κρίση προς την πλευρά της υποκειμενικότητας. Όσοι γνώρισαν την κρυστάλλινη βεβαιότητα των μαθηματικών προτάσεων χαμογελούν με τις αξιώσεις επιστημονικότητας των θολών και ελαστικών μορφωμάτων.
Σ’ αυτόν το μοναχικό δρόμο η κριτική αποτελεί μια προνομιούχο ανάγνωση χρησιμοποιώντας κατά περίπτωση, ως θεραπαινίδες και όχι ως οδηγούς, μεθόδους άλλων γνωστικών κλάδων όπως η ψυχανάλυση, η κοινωνιολογία, η σημειολογία κτλ. Αποφεύγει τους αξιολογικούς αφορισμούς και καταθέτει επιχειρήματα που συγκροτούν τη δική της ερμηνεία και εκδοχή, όσα συγκόμισε κατά την ανάγνωση ψηλαφώντας τη μορφή και το λόγο της γραφής, ανιχνεύοντας ευρύτερα πλαίσια συγχρονικά και διαχρονικά, διεκδικώντας μια σχετική αντικειμενικότητα.
Παρά τον υποκειμενισμό της ανάγνωσης οι ερμηνευτικές ελευθερίες δεν είναι απεριόριστες, καθώς το ίδιο το κείμενο εγγράφει τα όρια από τα οποία αντλούν τη νομιμότητά τους οι αναλύσεις.
Οι ιδεοληψίες, οι προκαταλήψεις, ο ορίζοντας της ευαισθησίας την οποία καλλιεργεί ο κριτικός με την αναγνωστική του θητεία, θέτουν εμπόδια και τον οδηγούν πολλές φορές σε αστοχίες.
Η «Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας» του Αργυρίου, με την έμφασή της στην πρόσληψη των έργων, δίνοντας ικανά δείγματα κριτικογραφίας και εξαντλητικά της βιβλιογραφίας ώστε ο αναγνώστης να διαμορφώνει ιδίαν αντίληψη, μας παρέχει πλούσια και γλαφυρά δείγματα τέτοιων αστοχιών, οι οποίες μπορούν να συνυπάρχουν ακόμη και σε ένα λαμπρό συνολικό έργο.
Ο νεαρός Β. Βαρίκας υποδεχόμενος κριτικά το 1931 τη «Στροφή» του Σεφέρη μιλάει για την «περίπου μηδαμινή της αξία», ενώ η Άλκης Θρύλος για «επίδειξη αθλίου γούστου». Ο Κ. Θ. Δημαράς αναρωτιέται για τον Καρυωτάκη όχι αν είναι μεγάλος αλλά αν «ήταν καν ποιητής», ενώ ο Γ. Θεοτοκάς γράφει στο «Ελεύθερο Πνεύμα» του ότι « ένας οποιοσδήποτε Γιαγκούλας μ’ ενδιαφέρει πολύ περισσότερο απ’ ότι μ’ ενδιαφέρει ο Αλεξανδρινός ποιητής».
Χαρακτηριστικές, όμως, είναι οι και αντιδράσεις στον νεοεμφανισθέντα υπερρεαλισμό που κυμαίνονται από την αμηχανία και την επιφύλαξη έως τον χλευασμό. Η κριτική αδυνατούσε να αναγνωρίσει τη γλώσσα και τα σύμβολα μιας ποιητικής γραφής εξωτικής για τα δεδομένα της εποχής.
Βέβαια η κριτική μοιραία συνδέεται με την τύχη του βιβλίου. Έτσι, όχι μόνον οι ευστοχίες αλλά και οι κριτικές πλάνες μένουν στην ιστορία φωτιζόμενες λίγο από τη τη λάμψη και την αίγλη του πρωτοτύπου. Αντιθέτως, μπορεί να καταποντισθεί, όπως συνέβη με την πανεπιστημιακή κριτική του 19ου αιώνα η οποία πέρασε στα αζήτητα μαζί με τα «αριστουργήματα» που υμνούσε.
Η «Ιστορία της λογοτεχνίας» είναι το επιστέγασμα μιας πετυχημένης πορείας, καθώς ο Α. Αργυρίου έχει ασκηθεί σε όλα τα είδη από τη βιβλιοκριτική και το δοκίμιο έως τις ευρύτερες συνθέσεις με τη γραμματολογία- ανθολογία του Σοκόλη. Η διαφορά της από τις υπάρχουσες ιστορίες είναι ότι εισάγει τον παράγοντα της κριτικής ως μέτρου πρόσληψης και απήχησης της λογοτεχνικής παραγωγής. Ανατρέχει το ρεύμα του χρόνου σταθμεύοντας στις καμπές και τις «εξοχές» αλλά προπάντων ανασυγκροτώντας το συνολικό σώμα με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τα τεκμήρια της εποχής.
Την ένδεια των σχετικών μελετών επισημαίνει με καίριο τρόπο και η «Δέκατη Μούσα» του Π. Μουλλά. Οι στάσεις του στους περισσότερους εκ των κορυφαίων, από τον Κοραή και τον Σολωμό, τον Ροΐδη και τον Παλαμά έως τον Δημαρά, τον Κοτζιά και τον Αργυρίου θα μπορούσαν να αποτελέσουν το πρόπλασμα μιας ιστορίας της κριτικής που έχουμε ανάγκη. Και όπως επισημαίνει «η άξια του ονόματός της κριτική της λογοτεχνίας είναι και κριτική και λογοτεχνία και αυτοκριτική και κριτική της κριτικής δηλαδή αναζήτηση του εαυτού της».
ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ Τχ. 119 Ιούνιος 2002

Βλ. : Μεταμοντερνισμός και κριτική, Ο διάλογος Αρανίτση - Βαγενά από τις στήλες της Ελευθεροτυπίας
Ευγένιος Αρανίτσης: "Ο θάνατος του συγγραφέα"
Ευγένιος Αρανίτσης: "Γραφέας εναντίον συγγραφέα"
Νάσος Βαγενάς: "Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνική κριτική"
Νάσος Βαγενάς: "Ταυτότητα και λογοτεχνικό κείμενο"

Επίσης:

Όλγα Σελλά: "Η κριτική υπό το φως της ποινικολογίας", Καθημερινή, 12.5.2002
Νάσος Βαγενάς: "Όταν μιλάει η ίδια η γλώσσα....", Βήμα 28.4.2002


Δεν υπάρχουν σχόλια: