ΜΑΡΙΑ ΛΑΤΣΑΡΗ, «Εν δυνάμει πραγματικότητα»,
ποιήματα,
εκδ. Μανδραγόρας, σ. 60
Συνήθως οι
ποιητές και οι πεζογράφοι που αργούν να εκδοθούν αποδεικνύονται περισσότερο
ώριμοι και κάτοχοι της τέχνης τους. Η Μαρία Λάτσαρη επιβεβαιώνει αυτόν τον
κανόνα. Η πρώτη της ποιητική συλλογή αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη. Η ποίησή
της δεν είναι πόζα, φιλολογία ή εύκολος λυρισμός. Έχει ένα σκληρό πυρήνα
αλήθειας, ένα βίωμα που μεταπλάθεται ποιητικά και
την υποστηρίζει. Η γλώσσα διακρίνεται για την λιτότητα, την εκφραστική
οικονομία και την ευθυβολία. Ο Ροΐδης έγραφε ότι χρησιμοποιούσε τα λεκτικά
σχήματα και τις ιδιότροπες παρομοιώσεις ως ανθυπνωτικό φάρμακο δίκην ξηράς
κολοκύνθης στο κεφάλι του αναγνώστη. Η ποίηση της Μαρία Λάτσαρη σου δίνει
σφαλιάρες ζωής και αλήθειας που σε ξαφνιάζουν.
Ο έρωτας, για να αναφερθώ δείγματος χάριν σε μια
μόνον από τις βασικές θεματικές της συλλογής, διατρέχει όλη την κλίμακα και τα
πρόσωπά του. Από το «πάντα» και το «ποτέ» των εραστών, το δοξαστικό παραλήρημα
της σάρκας και της ψυχής, τις πολύχρωμες και μεθυστικές αντανακλάσεις, τη φθορά
και την απουσία, μέχρι το ποιητικό υποκείμενο να ψηλαφήσει με την αφή τα πικρά
σκοτάδια και τα μαύρα φεγγάρια στους ραγισμένους καθρέφτες του. Έρωτας άλλοτε γήινος, σώμα και λυσιμελής κραυγή κι
άλλοτε κόλαφος, ζήλεια που παλινδρομεί ανάμεσα το μίσος και την αγάπη.
Όπως αναφέρει και το μότο του Δάντη που προτάσσεται στο
τελευταίο ποίημα της συλλογής για τον
Πάρη και τον Τριστάνο -δυο από
τους μεγαλύτερους μύθους στης Δύσης- «είναι ο έρωτας που τους έκανε να
αναχωρήσουν από τον κόσμο αυτό». Το
σαρκοβόρο πάθος από σώμα σε σώμα θα «αναζητά άλλον ξενιστή να την
αντέχει την αγάπη». Αυτό φαίνεται και από τα ποιήματα για τις δυο
διάσημες γυναίκες. Την απελπισμένη Μαρί- Τερέζ, την ερωμένη του
Πικάσο, που επέλεξε την «αθόρυβη έξοδο σε σχήμα θηλιάς» για να σφραγίσει τον
θανάσιμο έρωτά της και την Καμίγ
Κλοντέλ, μούσα και σύντροφο του Ροντέν, που πασχίζει μάταια στο άσυλο με
«δάχτυλα σε απόγνωση/ χωρίς σμίλη και σκαρπέλο» να δαμάσει την τρέλα του έρωτα.
Ωστόσο, απ’ αυτό το ταξίδι η ποίηση
επιστρέφει πάντα με την οδυνηρή γνώση, εξημερώνοντας τον πόνο και τις πληγή.
Ορισμένα ποιήματα όπως το «Είναι όλα ίδια», «Στο
τέλος του λαβυρίνθου», δείχνουν μια
κατεύθυνση κοινωνική. Υποδειγματικό, κατά την άποψή μου, είναι το ολιγόστιχο
«Στον βυθό». Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση σε ένα φλέγον κοινωνικό
ζήτημα όπως οι πρόσφυγες, όχι με έναν πολιτικό-κοινωνικό λόγο αλλά ως «ποίηση της υπαρξιακής εμπειρίας της ιστορίας»,
όπως περιέγραφε την ποίηση του Τάκη Σινόπουλου ο
Γιάννης Δάλλας. Με τους πρώτους στίχους μετεωρίζεσαι και στέκεσαι αναποφάσιστος
ακόμη για τη γυναικεία μορφή, η περιγραφή της οποίας θυμίζει γοργόνα που
ανησυχεί για την ομορφιά της. Οι δυο προτελευταίοι στίχοι μάλιστα σου
μεταδίδουν μια παραπλανητική αισιοδοξία. «Βρίσκεται ινσαλάχ/ μίλια
μακριά από τη φρίκη της πατρίδας». Ωστόσο, ο ακροτελεύτιος με την αιφνίδια
αποκάλυψη του οριστικού μηνύματος, ανατρέπει τις αναγνωστικές προσδοκίες και το
φορτίζει δραματικά με το ρίγος της αλήθειας. «Κάθισε στην ανάστροφη καρίνα/ η μπλούζα ασήμιζε
από τα λέπια/ χαμογελούσε με επιφύλαξη/ μην είχε φύκια/ ανάμεσα στα δόντια/ (πού
να ψάχνει τώρα/ τον μπόγο της για νήμα)/ Βρίσκεται ινσαλάχ/ μίλια μακριά από τη
φρίκη της πατρίδας/ πολλές οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου».
Η γλωσσική
επεξεργασία ενσωματώνει στο ποιητικό κείμενο
μια συμβολική εικονοποιία που παραπέμπει στη ζωγραφική και το ασυνείδητο
αφού «τα όνειρα,
συνθέτουν σ’ ένα πρόσωπο τον αειθαλή και φυλλοβόλο εαυτό μας». Έκδηλο στις σελίδες είναι, επίσης, το αποτύπωμα των σπουδών της στη βιολογία,
του διδακτορικού της
στις νευροεπιστήμες, αλλά και στο χώρο της μετάφρασης καρπός της
οποίας είναι και το «Φαντάσματα στον εγκέφαλο» από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, καθώς
ενοφθαλμίζει στοιχεία τους στον ποιητικό λόγο. «Ρωτώ την ποίηση/ για το σχήμα της λύπης/ την ιτιά μου δείχνει/ το δέντρο
που πονά, αυτή/ με γερμένα τα κλαριά/ προσκυνά βουβά το χώμα/ Νευρωνικό
αντίστοιχο/ λέει η επιστήμη/ γυναίκας κλαίουσας που/ με λυτά τα μακριά μαλλιά/
θρηνεί ασάλευτη/ του έρωτα/ το φθαρτό σώμα».
Η πρώτη ώριμη συλλογή της Λάτσαρη, αναδεικνύει μια
ποιητική φωνή που προοιωνίζεται μια πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη.
ΑΥΓΗ 10.09.2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου