Του Λέων Ναρ
Μάκης Καραγιάννης, «Πόλη χωρίς θεούς» , εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 308
Μάκης Καραγιάννης, «Πόλη χωρίς θεούς» , εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 308
Στην Ελλάδα της κρίσης έχουν ήδη
εκφραστεί οι πλέον ακραίες θέσεις και απόψεις. Πλανάται ένα τοξικό νέφος συνομοσιωλογίας
και ανορθολογισμού, το οποίο έχει επικαθήσει στο κοινωνικό σώμα προκαλώντας
καρκινικές μεταλλάξεις. Ανυπόστατοι μύθοι, απλουστευτικά στερεότυπα, στρεβλές
ιδεολογίες, απλοϊκές ιδεοληψίες, τερατώδη ιδεολογήματα δηλητηριάζουν σχεδόν
καθημερινά τον δημόσιο λόγο. Όλα αυτά έχουν ως θέμα τους την κρίση, σε όλες της
τις εκφάνσεις, όχι μόνον την οικονομική.
Αυτήν την πραγματικότητα επιχειρεί να
αναμετρήσει το εξαιρετικό μυθιστόρημα του Μάκη Καραγιάνη Πόλη χωρίς θεούς. Διαβάζοντας το βιβλίο είχα διαρκώς την αίσθηση
ότι διεξάγεται ένας εμφύλιος πόλεμος χωρίς όπλα, με συγκρούσεις, με φανατισμό αλλά
και με εντονότατο το στοιχείο του διχασμού. Το επίτευγμά του είναι ότι δίνει
μια ιστορική διάσταση στην τρέχουσα κρίση, υπογραμμίζοντας την ίδια στιγμή ότι
αν μπορεί να προκύψουν λύσεις, κάτι τέτοιο θα επέλθει μόνο ως αποτέλεσμα
ριζικών πολιτικών ανατροπών.
Οι ήρωες του μυθιστορήματος, θύματα οι
περισσότεροι της δομής του πολιτικοκοινωνικού συστήματος και της γενικής
υστέρησης της χώρας,αναδεικνύουν μια θλιβερή πραγματικότητα: η οικονομική
παγκοσμιοποίηση έχει ανάγκη την πολιτική της συμπλήρωση και υποστήριξη.
Καυτηριάζεται, ακόμη, ανελέητα η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα και
τίθεται ως αφορμή για συζήτηση η γιγάντωση της ανισότητας των εισοδημάτων στον
δυτικό κόσμο.Αντί να τρέφουμε τυφλή εμπιστοσύνη στην αγορά, να αξιολογήσουμε
την όποια κοινωνική δικαιοσύνη σε σχέση με την αποδοτικότηταστη σφαίρα της
ψυχικής υγείας, να ένα ακόμη πρόταγμα του μυθιστορήματος.
Το βιβλίο εστιάζει στις ψυχολογικές
συνέπειες που μπορεί να έχει η κρίση η οποία διαρρηγνύει τον κοινωνικόμας ιστό.
Με την κεντρική πολιτεία παραλυμένη, οι ομάδες των ανθρώπων αυτοοργανώνονται
αναγκαστικά, για να αποφύγουν πολλές από τις παθογένειες του σύγχρονου
οικονομικού συστήματος. Έχω την αίσθηση ότι, διαμέσου του αφηγητή, ανιχνεύονται
τα πραγματικά αίτια της σημερινής οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, κυρίως σε
σχέση με το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό κλίμα που κυριάρχησε στη χώρα
μας από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Δεν μου φαίνεται καθόλου άσχημη ιδέα,
αφού οι πνευματικοί άνθρωποι επιβάλλεται να παίρνουν δημοσίως θέση για ό,τι
συμβαίνει, και να μην περιορίζονται σε ατέρμονες, ιδιωτικής φύσης συνήθως,
συζητήσεις.
Ο Μάκης επικεντρώνει όμως τον φακό της
έρευνάς του και σε όσους επωφελήθηκαν από την κρίση, εστιάζοντας στις στρεβλώσεις και τα αδιέξοδα του σύγχρονου
καπιταλισμού. Βάζει, έμμεσα, στη συζήτηση την αναζήτηση ενός εναλλακτικού
συστήματος, δικαιότερου για τους λαούς του κόσμου, που δεν θα περιορίζεται μόνο
σε ό,τι έχει σχέση με το τι μπορεί να κάνει το χρήμα και σε ποιες ατραπούς
μπορεί να παρασύρει τον άνθρωπο που θα υποδουλωθεί στη δύναμή του.Η κρίση στο
μυθιστόρημα μοιάζει με ανεμοστρόβιλο, τα πράγματα λειτουργούν με σχετικά
προβλέψιμο τρόπο, αλλά μπορούν και να αλλάξουν κατεύθυνση, να κοπάσουν
προσωρινά, ακόμα και να αναγεννηθούν χωρίς καμία προειδοποίηση. Πρόκειται για
ένα κορυφαίο μυθιστόρημα το οποίο σχετίζεται με την αποκτήνωση στην οποία
οδηγούνται οι θύτες και τα θύματά της κρίσης, οι ηττημένοι όσο και οι νικητές
αυτού του πολέμου.Στην άκρη του πεσιμισμού, στην άκρη της απογοήτευσης και της
αντοχής, αλλά και στην άκρη της αλαζονείας, της διαφθοράς, και της σήψης,
βλέπουμε πόσο διαφορετικός είναι ο πανικός πόσο διαφορετικά κυλούν τα δάκρυα
του καθενός μας.
Η χρεοκοπία ενός επιχειρηματία από τους
αυτοδημιούργητους δίνει το σύνθημα: «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Κι όλα τα στόματα
ανοίγουν, κι όλα τα νύχια φανερώνονται.Οι αθώοι και οι άκακοι λερώνονται,όπως
και οι ένοχοι. Και τελικά, πάντα, όπως συμβαίνει σε τέτοιες καταστάσεις, όταν
τα πράγματα φτάνουν στα όριά τους, προκύπτουν και ήρωες και άγιοι, σ’ αυτές τις
κρίσιμες στιγμές οι άνθρωποι φανερώνουν τον αληθινό εαυτό τους. Όλοι αλλάζουν
ρόλους, σαν να σπεύδουν να πετάξουν μια μεταμφίεση.
Το επίτευγμα είναι ότι ο Μάκης
Καραγιάννης γράφει υψηλή λογοτεχνία, φιλοσοφώντας τα της ανθρώπινης συνθήκης,
με πρώτη ύλη την επικαιρότητα της κρίσης στις πιο ωμές λεπτομέρειές της.Την
περιγράφει ρεαλιστικά μέσα από μια πλειάδα σύνθετων και καλοδουλεμένων
χαρακτήρων, της δίνει αλληγορική διάσταση, τη σχολιάζει ειρωνικά, τη ζυγίζει
ηθικά και την αναστοχάζεται εντάσσοντάς την σε ένα ευρύ ιστορικό πλαίσιο.
Ο κεντρικός αφηγητής είναι ένας άνθρωπος ακυρωμένος εξαιτίας των
επιλογών του που δεν είχαν ποτέ ως κριτήριο το συμφέρον αλλά μάλλον την
επιθυμία γι’ αυτό που θα τον κατέστρεφε. Βάλτωσε,κατέληξε μοναχικός και ως κριτήριο
του απολογισμού του παίρνει όχι την οικονομική χρεοκοπία αλλά τη χρεοκοπία της
αλήθειας, των ονείρων, των ιδανικών και των συναισθημάτων.Ο αφηγητής
διαπιστώνει ότι το ψέμα αντιστέκεται στο πέρασμα του χρόνου καλύτερα από την
αλήθεια και δεν έχει αυταπάτες για τις ανθρώπινες αδυναμίες. Ωστόσο, ακόμα και
μέχριτοτέλος διεκδικεί την κατανόηση, ένα ειλικρινές βλέμμα, παρότι στο τέλος
του βιβλίου, θριαμβεύει ο κυνισμός.
Τη θεματική του μυθιστορήματος την εντάσσω
σε μια ευρύτερη προβληματική που πέρασε στην ελληνική λογοτεχνία, μια και κρίση
απασχόλησε τους Έλληνες συγγραφείς από την πρώτη σχεδόν στιγμή. Όσο περνά,
βέβαια, ο καιρός όλο και περισσότεροι σπεύδουν να καταγράψουν την δύσκολη
καθημερινότητά της. Ενδεικτικά μόνο αναφέρω κάποια λογοτεχνικά βιβλία που
συνομιλούν με την κρίση: «Η άκρα ταπείνωση» της Ρέας Γαλανάκη που
αναφέρεταιστην περιρρέουσα ατμόσφαιρα των τελευταίων ετών: στη Χρυσή Αυγή και
το ερειπωμένο κέντρο της Αθήνας, στη μοίρα των αστέγων, αλλά και στη γενιά του
Πολυτεχνείου, τη γενιά της, που προσπαθεί με όσες δυνάμεις διαθέτει να
καταλάβει τις απρόσμενες εξελίξεις. Η νουβέλα «Αντί στεφάνου» του Γιάννη
Μακριδάκηπου προσεγγίζει την κρίση έμμεσα, κάνοντας έκκληση για την υιοθέτηση
ενός τρόπου ζωής ικανού να μας απαλλάξει από το άγχος του καταναλωτισμού. Ο
Δημήτρης Φύσσαςπου στο μυθιστόρημά του «Η Νιλουφέρ στα χρόνια της κρίσης»
σκιαγραφεί έναν συγγραφέα που προσπαθεί, ανασυνθέτοντας το ιστορικό παρελθόν,
να ξεχάσει, αν και επί ματαίω, τη σημερινή οικονομική του εξαθλίωση.
Επίσης τη συλλογή διηγημάτων «Το κακό θα
'ρθει από τη θάλασσα» και το «Κάτι θα γίνει, θα δεις», στα ο οποία ο Χρίστος
Οικονόμου τοποθετεί το σκηνικό της μυθοπλασίας του σε ένα φανταστικό
αιγαιοπελαγίτικο νησί, όπου οι ξενομερίτες, που καταφτάνουν εδώ πιεσμένοι από
τις τεράστιες οικονομικές τους δυσκολίες, έρχονται σε σύγκρουση με τους
ντόπιους, με μια γραμμή αβυσσαλέου μίσους να χωρίζει τους μεν από τους δε.Ή και
ο ήρωας στο μυθιστόρημα της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη «Ανέστιος» που μοιράζεται το
συσσίτιο και το παγκάκι του με δεκάδες ομοιοπαθείς, που υποφέρουν από το κρύο
και την πείνα για να φτάσουν κάποτε έως και την αυτοκτονία. Ένα πρόσωπο χωρίς
κέντρο αναφοράς, κατακρεουργημένο από το άξενο περιβάλλον του, που θα καταλήξει
κατ' αυτόν τον τρόπο οπαδός μιας ζωτικής παραίτησης: της παραίτησης από μια
πραγματικότητα η οποία αδυνατεί να προσφέρει ένα έστω και στοιχειωδώς
αξιοπρεπές συλλογικό πλαίσιο.
Αυτά είναι μόνο ενδεικτικά. Το ενδιαφέρον
είναι ότι στο μυθιστόρημα του Καραγιάννη συνυπάρχουν πολλές από τις
προβληματικές που ανέφερα αλλά και ένα σωρό άλλες. Η πραγματικότητα δείχνει
γυμνά τα δόντια της, η ποινική παράβαση συνορεύει με το πολιτικό έγκλημα. Μετανάστες
που κερδοσκοπούν εις βάρος των συμπατριωτών τους, αλλά και εξολοθρεύουν τους
γηγενείς για να βάλουν χέρι στην περιουσία τους. Κι αυτό γιατί προσπαθούν να
αναποδογυρίσουν την πολύχρονη μοίρα τους ως απόβλητων και ξένων. Ζευγάρια που
θα αναπτύξουν μια διαστροφική σχέση με το χρήμα προτού η κρίση σκεπάσει τα
πάντα, είναι μερικές μόνο από τις θεματικές των αρκετών ακόμη κειμένων που
εμπνέονται από την κρίση που διάχυτη, απλωμένη παντού, αποτυπωμένη και στην πιο
αδιόρατη λεπτομέρεια.
Η Πόλη
χωρίς θεούς μας δίνει την αφορμή να καταμετρήσουμε μία προς μία τις
εκτρωματικές δυσπλασίες που έστειλαν την
χώρα μας στον πάτο του γκρεμού: από την πολιτική, την οικονομία και τη δημόσια
διοίκηση μέχρι τον κόσμο των επιχειρήσεων και τις καθημερινές σχέσεις. Οι ήρωες
μας δίνουν την ευκαιρία να αφεθούμε στους πιο ακατάσχετους συνειρμούς.
Πολιτικές ιδεολογίες και οράματα τεχνογνωσίας θρυμματίζονται και ο Μάκης
Καραγιάννης, επιβεβαιώνοντας τη μοναδική
ποιότητα της γραφής του, συνθέτει ένα
άρτιο λογοτεχνικό έργο στο οποίο, οι σχέσεις μυθοπλασίας και πραγματικότητας
δεν είναι ευθύγραμμες και αυτονόητες.
Παρέμβαση, τχ, 183 Άνοιξη 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου