Του Τάσου Καλούτσα, Παρέμβαση τχ.159-160
ΜΑΚΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ, Το όνειρο του Οδυσσέα,
εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 336
Καταρχάς θα ήθελα να σταθώ σε δυο από τους βασικούς πρωταγωνιστές με τους οποίους το πολυπρόσωπο μυθιστόρημα του Μ. Καραγιάννη ανοίγει την αυλαία του. Ο πρώτος, ο Στέφανος Δενδρινός, γεννημένος στη Σταυρούπολη, από φτωχή οικογένεια –ο πατέρας του κατατρεγμένος αριστερός – από το ’70 φοιτητής της Φιλοσοφικής, με ιδιοσυγκρασία ρομαντικού επαναστάτη που ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον, συλλαμβάνεται το ’73 από τη Χούντα, δοκιμάζοντας τον φάλαγγα και άλλα μαρτύρια στο κορμί του. Το 1999, συμπληρώνοντας ήδη δύο δεκαετίες στο πόστο του καθηγητή Κοινωνικής Ιστορίας είναι αντιπρύτανης και βρίσκεται α-ντιμέτωπος με βαριές κατηγορίες υπεξαίρεσης κονδυλίων, κατάχρησης κτλ. Σε λίγο δολοφονείται. Ο άλλος, ο Οδυσσέας Πανταζής, δημοσιογράφος και φίλος από τα φοιτητικά τους χρόνια, συγκλονισμένος, αποφασίζει να γράψει τη βιογραφία του, ανασυνθέτοντας τα μικρά περιστατικά του βίου του –μια διαδικασία που τον καθιστά αυτόματα ενδοδιηγητικό αφηγητή, που αγωνιά όμως μέχρι τέλους μήπως, ενώ πρόθεσή του είναι ν’ ανακαλύψει την αλήθεια, οδηγηθεί τελικά και αναπότρεπτα στην παραχάραξή της. Οι δύο αυτοί κεντρικοί ήρωες πλαισιώνονται από ένα πλήθος προσώπων, γυναίκες (όπως η δεύτερη σύζυγος του Στέφανου Άννα, η φίλη του Οδυσσέα και συνεργάτις του στις έρευνες Μιράντα, η Τζούλια Μακοβέι, μια αινιγματική καλλονή από τη Μολδαβία, σε ρόλο «κλειδί»), αλλά και άντρες, μερικοί από τους οποίους υπήρξαν πρωταγωνιστές σημαντικών ιστορικών γεγονότων αυτής της πόλης, καθώς η αφήγηση αναπλωρίζει στον χρόνο ως τις αρχές περίπου του περασμένου αιώνα.
Σ’ ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, ο συγγραφέας διερευνά σε βάθος την ψυ-χολογία των ηρώων του. Γνωρίζοντας την άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής, αποφεύγει μια προσέγγιση που θα ήταν μονοδιάστατη κι επιφανειακή. Δημιουργεί ζωντανά πλάσματα, δεν κινεί άψυχες μαριονέτες στα χέρια του. Για παράδειγμα, ο Στέφανος, που διέπραξε το λάθος που επισύρει τον φθόνο των θεών (προς το τέλος θα διευκρι-νιστεί ποιο είναι αυτό) και πληρώνει το τίμημα, δεν θα αθωωθεί ποτέ στις συνειδήσεις των άλλων, ούτε στη δική του. Τον βασανίζουν οι ενοχές, η κατάθλιψη, η μοναξιά που συνεπάγεται η ερωτική προδοσία, ο εξοβελισμός του από την επιστημονική κοινότητα. Ωστόσο ο συγγραφέας που συμπαθεί (και συμπάσχει με) τους ήρωές του, τον σπρώχνει ξανά, σαν κύμα, στο ρεύμα της ζωής, να ξαναβρεί το ρυθμό τού κόσμου, γνωρίζοντας εκ νέου τον έρωτα στο πρόσωπο της απεγνωσμένης Τζούλιας. Μαζί θα επιχειρήσουν την προσωπική τους «υπέρβαση», να γίνουν δηλαδή κάτι άλλο απ’ αυτό που ήταν και που τώρα σιχαίνονταν: «Απαλλαγμένοι απ’ το παρελθόν που τους καταδίωκε…» να επιχειρήσουν μερικά βέβαια βήματα προς την ελευθερία. Μπορεί να είναι φρεναπάτη, αλλά τους δίδεται η ευκαιρία.
Ο συγγραφέας αναδεικνύει τέτοιες στιγμές σημαντικές για την υπόσταση των ηρώων, επισημαίνο-ντας την κρισιμότητα και τη σημασία τους στην εξέλιξη της υπόθεσης. Τις ονομάζει Μεγάλα ή Φοβερά Βήματα που δίνουν ένα ξεχωριστό νόημα στη ζωή τους. Τέτοιο νόημα περιέχεται και στη χειρονομία του νεαρού Στέφανου, όταν με κίνδυνο να συλληφθεί από τη Χούντα γράφει συνθήματα στους τοίχους, καθώς, προσχωρώντας με την πράξη του σ’ ένα μεγάλο «εμείς», γίνεται μέλος «μιας μυστικής κοινότητας μ’ έναν ευγενικό σκοπό» (σ. 22). Την ευκαιρία της λυτρωτικής «υπέρβασης» την δικαιούνται τόσο οι θετικοί όσο και οι «αρνητικοί» ήρωες. Ο συντηρητικός ιερέας Δαπόντες, σφοδρός πολέμιος του τρόπου της δυτικής αγιογραφίας, που βρίσκεται σε διαμάχη με το Στέφανο, επιχειρεί (με το κρυφό ταλέντο του, ως αγιογράφος) να κάνει το δικό του «φοβερό βήμα» που πιστεύει ότι «θα μείνει στην ιστορία»: Να αποδώσει σε μια αγιογραφία, που εικονίζει την Παναγία, τα θλιμμένα χαρακτηριστικά της παραστρατημένης Τζούλιας, που του χρησίμευε ως μοντέλο. Προηγουμένως της είχε ομολογήσει: «Ποτέ δεν έπαψα να είμαι άνθρωπος. Ένας αμαρτωλός που παλεύει κάθε μέρα με το βασίλειο του πειρασμού» (σ. 291).
Ο συγγραφέας αναδεικνύει τέτοιες στιγμές σημαντικές για την υπόσταση των ηρώων, επισημαίνο-ντας την κρισιμότητα και τη σημασία τους στην εξέλιξη της υπόθεσης. Τις ονομάζει Μεγάλα ή Φοβερά Βήματα που δίνουν ένα ξεχωριστό νόημα στη ζωή τους. Τέτοιο νόημα περιέχεται και στη χειρονομία του νεαρού Στέφανου, όταν με κίνδυνο να συλληφθεί από τη Χούντα γράφει συνθήματα στους τοίχους, καθώς, προσχωρώντας με την πράξη του σ’ ένα μεγάλο «εμείς», γίνεται μέλος «μιας μυστικής κοινότητας μ’ έναν ευγενικό σκοπό» (σ. 22). Την ευκαιρία της λυτρωτικής «υπέρβασης» την δικαιούνται τόσο οι θετικοί όσο και οι «αρνητικοί» ήρωες. Ο συντηρητικός ιερέας Δαπόντες, σφοδρός πολέμιος του τρόπου της δυτικής αγιογραφίας, που βρίσκεται σε διαμάχη με το Στέφανο, επιχειρεί (με το κρυφό ταλέντο του, ως αγιογράφος) να κάνει το δικό του «φοβερό βήμα» που πιστεύει ότι «θα μείνει στην ιστορία»: Να αποδώσει σε μια αγιογραφία, που εικονίζει την Παναγία, τα θλιμμένα χαρακτηριστικά της παραστρατημένης Τζούλιας, που του χρησίμευε ως μοντέλο. Προηγουμένως της είχε ομολογήσει: «Ποτέ δεν έπαψα να είμαι άνθρωπος. Ένας αμαρτωλός που παλεύει κάθε μέρα με το βασίλειο του πειρασμού» (σ. 291).
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Στα 13 κεφάλαια του δεύτερου μέρους που επιγράφεται «Η εγκυκλοπαίδεια των νεκρών» η κατεύθυνση της έρευνας και η α-ναζήτηση στοιχείων στρέφεται περισσότερο σε ήρωες που πρωταγωνίστηκαν σε ιστορικά γεγονότα του Μεσοπολέμου, όπως η απεργία του Κομέρσιαλ, ο εμπρησμος της συνοικίας Κάμπελ, οι θηριωδίες της 8ης και 9ης Μάη του ’36, το δράμα των Εβραίων που οδηγήθηκαν στα κρεματόρια (σε μια περίπτωση ακόμα πιο παλιά, το 1915-18, όταν υπήρχε στην πόλη η πολυεθνική στρατιά της Ανατολής), ο Εμφύλιος Διχασμός. Σκοτεινά κομμάτια της ιστορίας μας, όπου όμως οι άνθρωποι όρθωναν το ανάστημά τους κι έβρισκαν το κουράγιο ν’ αγωνιστούν, ν’ αντισταθούν. Την ψυχή τους την χαλύβδωναν ορισμένα ιδανικά. Η γενιά του Στέφανου έχει να επιδείξει μια ανάλογη δράση κατά την περίοδο της Χούντας. Τι συνέβη όμως λίγο αργότερα όταν αυτοί, οι πρώην αγωνιστές, ήρθαν οι ίδιοι στα πράγματα κι άφησαν να τους αγγίξει μαυλιστικά «το βελούδινο χέρι;» (Έτσι επιγράφεται το Α΄ Μέρος). Λέει ο Οδυσσέας: «Μα πώς μας κατάντησε έτσι ο θρίαμβος της Δημοκρατίας! Θυμάμαι την ημέρα της πτώσης της Χούντας. Τις σημαίες που ανέμιζαν και τις προσδοκίες ότι ένας άλλος κόσμος ξημερώνει. Ξεχάσαμε την ευθύνη μας… Αυτό το νήμα που μας συνδέει με την αξιοπρέπεια» (σ. 165). Και για τον φίλο του: «Πώς έφτασε όμως αυτός ο αδάμας της αξιοπρέπειας, που έλαμψε στα κελιά του Επταπυργίου, να πνιγεί στη λάσπη της διαφθοράς;» Η πράξη του είναι ενδεικτική της νοοτροπίας μιας ολόκληρης κοινωνίας που τα συμφραζόμενά της αλλάζουν. Η μπελ επόκ της κατανάλωσης, αργά και διαβρωτικά, άρχισε να τα σαρώνει όλα. Μπήκαμε πλησίστιοι στον πολιτισμό των εικόνων, όπου οι αυθεντικές μπερδεύονται με τα χιλιάδες αντίγραφα. Η βουλιμία, η έπαρση και οι εν γένει προκλητικές συμπεριφορές, που θεωρούνταν κάποτε «γνώρισμα των βαρβάρων», ήρθαν σε πρώτο πλάνο. Να «πώς έφτασε η Ελλάδα, που βημάτιζε επί δεκαετίες με την τραγική ανάσα, που έπνιγε τον καημό της στα μοιρολόγια, που το κάθε σπίτι είχε και μια τραγική ιστορία αίματος να τελειώνει τον αιώνα μέσα στην ελαφρότητα και τον αμοραλισμό» – για ν’ αντιστρέψω το ερώτημα που θέτει ο Καραγιάννης.
Το μυθιστόρημα, κατά κύριο λόγο, θέλει να μας δείξει τι σημαίνει να ζεις στην ελληνική κοινωνία στο τέλος του εικοστού αιώνα. Όπου «όλοι ορμούν για ν’ αρπάξουν κάτι… κι η μεγάλη επιτυχία τρέφεται από την απάτη. Από τους συμβιβασμούς και την εκμετάλλευση των άλλων» (σ. 210). Δεν κάνει κήρυγμα, περιγράφει τις καταστάσεις με χειροπιαστά παραδείγματα και σκηνές από την καθημερινότητά μας. Εντοπίζει την κρίση σχεδόν παντού. Στο Πανεπιστήμιο (με τις ύποπτες δοσοληψίες… και τις αμοιβαία επωφελείς συμφωνίες κάτω από την υποκριτική των καλών τρόπων), στον Τύπο (όπου κάποιοι εκπρόσωποί του, όπως ο Ζερβός, μπορούν ν’ αλλάζουν το τοπίο και τους συσχετισμούς, να στήνουν κομπίνες… να κλείνουν μεγάλα deal μέσω των πολιτικών), στην Αστυνομία (που μπορεί να καλύπτει δολοφόνους ή να συνεργάζεται στο κύκλωμα διακίνησης των γυναικών στα μπαρ της πόλης), στην Εκκλησία (που συχνά ενσπείρει σκοταδιστικές αντιλήψεις και καλλιεργεί το θρησκευτικό φανατισμό στους πιστούς). Σε όλο γενικά το φάσμα της κοινωνίας που βρίσκεται σε παρακμή, έχοντας υποστεί ένα δραματικό αναποδογύρισμα των αξιών. «Μίζες, ρουσφέτι, γλείψιμο, υποκρισία. Θεέ μου! Πώς κατάντησες τους περήφανους Έλληνες, θα πει η Μιράντα (σ. 310). Ποιος ευθύνεται για όλ’ αυτά; «Όλοι έχουμε το μερίδιό μας. Η συνενοχή κρατάει ενωμένο αυτό το έθνος», θα συνεχίσει. Εκθρέψαμε την ατομική ματαιοδοξία που αντικατέστησε το συλλογικό όραμα, την ωμή θεοποίηση του σεξ, το αμόκ του χρηματιστηρίου, ενδώσαμε στα καλέσματα των κάθε λογής σειρήνων, που τυλίχτηκαν γύρω μας σαν «ερωτιάρες γάτες». Κάπως έτσι φτάσαμε στη σημερινή κατάντια, στην Ελλάδα της παράλυσης αλλά και της ατιμωρησίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι και οι κύριοι υπεύθυνοι της δολοφονίας του Στέφανου δεν τιμωρούνται ή μένουν στο απυρόβλητο.
Με αφορμή τη συμπεριφορά χαρακτήρων τόσο της παλιότερης όσο και της σύγχρονης ζωής, ο αφηγητής βρίσκει την ευκαιρία να θίξει μερικά διαχρονικά ζη-τήματα, να «φιλοσοφήσει» πάνω σ’ αυτά (με την έννοια που απέδιδε ο Παπανούτσος στον όρο, δηλαδή να τα ξανακάνει πρόβλημα) και ο στοχαστικός σχολιασμός τους θα μπορούσε να εκληφθεί ως πλάγια απάντηση σε ερωτήματα του τύπου: Γιατί οδηγεί-ται στο φόνο ο άνθρωπος κι ως πού μπορεί να φτάσει η σκληρότητά του; Τι είναι ο πόλεμος και ποια η φρίκη που τον συνοδεύει; Τι είναι η προσφυγιά; Τι είναι η πατρίδα; Γιατί σιωπούν οι άνθρωποι όταν δεν πρέπει; Τι εννοούμε όλοι όταν μιλάμε για αγάπη; Είναι η φιλία εμπόδιο στον έρωτα; Τι κρύβεται πίσω απ’ τον φανατισμό (οπουδήποτε κι αν αυτός εκδηλώνεται); Ποιο το νόημα της ελευθερίας σήμερα; Υπάρχει ελπίδα, μπορούμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο; Όπως κάθε γνήσιος συγγραφέας ο Καραγιάννης αποφεύγει να δώσει αφοριστικές απαντήσεις• το πολύ να υιοθετήσει έναν ερωτηματικό επίσης τύπο αφήγησης για να διατυπώσει τη δική του εκδοχή. Για παράδειγμα, λέει: «Μήπως πατρίδα είναι ό,τι αγαπάμε; Το σίγουρο είναι ότι το είδος της στοχαστικής διερεύνησης που προτείνει, αφενός δεν ακυρώνει την “απόλαυση της ανάγνωσης” (όπως την ορίζει κι ο ίδιος ως ζητούμενο της λογοτεχνίας, σ. 323) κι αφετέρου αποκλείει οποιαδήποτε ρηχότητα.
Ας πάρουμε, λόγου χάρη, το θέμα της «αλήθειας» που τον απασχολεί εξαρχής. Μην ξεχνάμε ότι την αναζητά με πάθος – «προσπαθούσα να βρω την αλήθεια, λες και ήμουν δικαστής» θα πει και την θεωρεί προαπαιτούμενο, για να καταλάβει τόσο τους ανθρώπους, όσο και την εποχή. Ωστόσο ξέρει καλά ότι σε κάθε ιστορία ένα σημαντικό κομμάτι της πάντα θα διαφεύγει. Στέκει αμήχανος απέναντι στην αλήθεια του κάθε ήρωα, γιατί έχει επίγνωση ότι είναι φασματική. Πάντα θα υπάρχει «ένα ανέκφραστο έρμα». Εδώ χρειάζεται να τονίσουμε ότι ο αφηγητής (όπως και ο πραγματικός συγγραφέας Μ. Καραγιάννης) είναι και μαθηματικός κι αυτό είναι κάτι που σε παρόμοιες περιπτώσεις ενισχύει και βαθαίνει τη δραστικότητα των στοχασμών του. Μας εξηγεί, λοιπόν, ότι ο Κουρτ Γκέντελ με το θεώρημα της μη πληρότητας έβαλε την ταφόπετρα στις απόλυτες βεβαιότητες. «Η αλήθεια εξαρτάται από τον ορίζοντα στον οποίο ερμηνεύεται» (σ. 125). Αυτό φυσικά δεν ακυρώνει την προσπάθεια του ανθρώπου να την ανακαλύψει, που χαρακτηρίζεται «επική».
Ένας τέτοιος αφηγητής, είναι φυσικό, να μην ασπάζεται τις απόλυτες βεβαιότητες ιδίως όταν αποπειράται να γράψει μια βιογραφία. Έτσι το είδος της αφήγησης που ακολουθεί είναι μάλλον ελεύθερο, άλλοτε με εστίαση εσωτερική, άλλοτε μηδενική, ενώ υπάρχουν εναλλαγές. Ο Οδυσσέας Πανταζής αναλαμβάνει να σκιαγραφήσει τη ζωή ενός φίλου του που κάποτε αποτελούσε και «πρότυπό» του. Στην αρχή είχανε μοιραστεί τα ίδια όνειρα ν’ αλλάξουν τον κόσμο, άσχετα αν μετά οι δρόμοι τους χώρισαν. Φυσικώ τω λόγω αναρωτιέται κανείς σε ποιό βαθμό συγγενεύουν ή συνιστούν περσόνες του πραγματικού συγγραφέα, ο οποίος τελικά κινεί τα νήματα. Ο Μ. Καραγιάννης, στην εξαιρετική συλλογή διηγημάτων του «Ο καθρέφτης και το πρίσμα»(2007), υπήρξε επίσης ο «βιογράφος» κάποιων πραγματικών ή φανταστικών προσώπων, σε ιστορίες «μισές πραγματικές, μισές φανταστικές», όπως άλλωστε είναι όλες. Ένας κριτικός έγραψε τότε ότι «η κάθε ιστορία χωριστά συνιστά μιαν επιμέρους “επικράτεια” στην έκταση της οποίας ο συγγραφέας δοκιμάζει, πιστοποιεί ή επαληθεύει τις αντοχές και τη σταθερότητα των αρχών που διέπουν και συνέχουν τη δική του στάση ζωής, ψαύοντας, παράλληλα, σημάδια που άφησαν, στο πνεύμα και την ψυχή του, προσωπικές πλάνες, ήττες, διαψεύσεις και ματαιώσεις… εκεί πρωτίστως αποβλέπει: στον, μέσω της ζωής των άλλων, εντοπισμό στοιχείων της δικής του προσωπικότητας, στην επούλωση δικών του τραυμάτων και, βέβαια στην πολλαπλή επιβεβαίωση της σκοτεινής και απροσδιόριστης δύναμης που συνέχει τη ζωή και την ιστορία των ανθρώπων, που τον ενώνει με τους άλλους και με τον ίδιο τον εαυτό του» (Κ. Γ. Παπαγεωργίου, εφ. Η Αυγή, 29/07/07). Αν όντως ο Οδυσσέας αποτελεί ένα προσωπείο πίσω απ’ το οποίο ο ίδιος ο Μ. Καραγιάννης καμουφλάρει τις προσωπικές πνευματικές αγωνίες του δεν μπορούμε να το ξέρουμε με σιγουριά, μόνο να το εικάσουμε. Αρκεί ωστόσο να προσέξουμε τα αρκετά σημεία ταύτισης ανάμεσα στον αφηγητή Οδυσσέα και τον Στέφανο, μέσα από το λοξό αφηγηματικό παιχνίδι. «Μήπως κατά βάθος ζηλεύω τον Στέφανο;» θα μας πει κάποια στιγμή. Ή ακόμα: «μέσα από τις αποτυχίες του Στέφανου έβλεπα τον εαυτό μου. Φοβόμουν ότι επανα-λάμβανα τα λάθη του…» (σ. 313). Με αποκορύφωμα, το φλωμπερικό: «Μήπως ο Στέφανος Δενδρινός είμαι εγώ;»
Η τοπιογραφία της εποχής (οι δρόμοι, οι γειτονιές, οι πλατείες της, η Άνω Πόλη και το Βαρδάρι, η παραλία και το Πανόραμα κ.ά.) αποτυπώνεται έντονα στο μυθιστόρημα, συχνά με λυρικές πινελιές. Για τους περισσότερους ήρωες, κάθε σπιθαμή αυτής της γης μοιάζει σα να διασώζει κι ένα κομμάτι ιστορικής μνήμης. Εδώ οικοδόμησε το όνειρό του ο Στέφανος, ώσπου η ζωή το ισοπέδωσε σαν οδο-στρωτήρας. Ο Οδυσσέας πάλι νιώθει «άπατρις» στην πατρίδα του: «Η πόλη των ποιητών που σ’ έκανε να ονειρεύεσαι, σήμερα μόνο σε πληγώνει… Μάταια ψάχνεις να βρεις μια ανάσα ελπίδας. Σκέφτομαι να φύγω πάλι» (σ. 287). Ωστόσο αποδεικνύεται πως πρόκειται για σχέση αγάπης-μίσους. Κατηφορίζοντας ένα δειλινό από τα τείχη, μελαγχολικός και μάλλον απαισιόδοξος, σκέφτεται ότι η πόλη του υπήρξε ολόκληρη η ζωή του. Λυπάται μόνο, προφανώς, γιατί το μικρόβιο που μόλυνε και το Στέφανο (και υπέπεσε στην ύβρη) έχει εξαπλωθεί επικίνδυνα στον πληθυσμό της, με αποτέλεσμα να έχει χάσει την εύνοια των Θεών.
Αν παρ’ όλα αυτά αναρωτιέται κανείς αν βγαίνει και κάποια νότα αισιοδοξίας απ’ το βιβλίο, η απάντηση, νομίζω, είναι καταφατική. Όπως μας δηλώνει κι ο αφηγητής «μέσα στη νύχτα των αιώνων κάποιες φωτεινές αναλαμπές, σαν τη χειρονομία του Λευτέρη Αϊβάζη με το ζεστό ψωμί ή το νεύμα του ταγματάρχη Μαρινάκη, θα αποτελούν μια γλυκιά αντίστιξη σ’ ένα απέραντο τοπίο από θανάτους και αίμα. Θα δείχνουν ότι τα πράγματα μπορούν να είναι κι αλλιώς, ότι τίποτα δεν είναι αδιανόητο. Ότι πάντα θα υπάρχει ελπίδα» (σ. 192). Απ’ τα συγκεκριμένα παραδείγματα συμπεραίνουμε ότι η ελπίδα δημιουργείται, όταν υπάρχει ανθρωπιά και αγάπη. Σε κάποιο σημείο η Μιράντα υπαινίσσεται πως ο Στέφανος Δενδρινός δεν θα έκανε το μοιραίο λάθος του, αν δεν του έλειπε η αγάπη. Που έλειπε βέβαια και από την Τζού-λια – ένα άλλο επίσης τραγικό πρόσωπο. Σίγουρα θα υπήρχε ελπίδα, αν δεν εξοβελίζαμε κάποιες κρίσιμες επιλογές από τη ζωή μας, όπως η απλότητα… Αντ’ αυτού, φτιάξαμε ένα σύμπαν που μοιάζει εφιαλτικό και δεν πρέπει να μας παραξενεύει πως ο Καραγιάννης το στιγματίζει με τόσο μελανά χρώματα. Αντιθέτως θα πρέπει να τον συγχαρούμε, γιατί τη στιγμή που όλοι γύρω μας φλυαρούν για οικονομικά ελλείμματα και χρέη, εκείνος βρίσκει το θάρρος να θέσει τα δάχτυλα εις τον τύπον των ήλων, κάνοντας λόγο πρωτίστως για έλλειμμα ήθους, για ηθική χρεω-κοπία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου