ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ, Κυρία, με θυμάστε;
Εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2010, σ. 100
Είκοσι οχτώ αφηγήματα, με επίκεντρο τη ζωή του καθηγητή και γραμμένα εκ των υστέρων, συγκροτούν το παρόν απολαυστικό βιβλίο. Η Μαρία Στασινοπούλου έχει ήδη ένα σημαντικό κριτικό και βιβλιογραφικό έργο το οποίο μεταξύ άλλων περιλαμβάνει το «Χρονολόγιο, εργοβιογραφία Γιώργου Σεφέρη 1900-1971», την «Αλληλογραφία» του με τη Μαρώ, το «Πίσω από τις γραμμές» με σελίδες κριτικής. Αυτή τη φορά βαδίζοντας στα ίχνη της μνήμης, συγκροτεί τον μικρόκοσμο της τάξης πότε από την οπτική γωνία των μαθητών και πότε πλευρά του δασκάλου.
Η έκταση των ιστοριών συνήθως δεν ξεπερνά τις δυο-τρεις σελίδες. Παρά τον μικρό χώρο ανάπτυξης όλες διατηρούν την πυκνότητα και την αυτονομία τους. Το απόσταγμά τους συνήθως ανεβαίνει στον τίτλο, ο οποίος τη φωτίζει και λειτουργεί ερμηνευτικά. Στην αρχή φιλοτεχνείται με ακρίβεια το πορτραίτο του μαθητή. Εδώ η λεπτομέρεια των περιγραφών στην εμφάνιση και στον χαρακτήρα τούς καθιστούν μοναδικούς. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ανασυνθέτει τα θραύσματα της μνήμης που συγκροτούν την ατμόσφαιρα της σχολικής ζωής. Μαζί του γίνεται και ο αναγνώστης αυτόπτης μάρτυρας των απροσδόκητων επεισοδίων και των προβλημάτων που τίθενται προς επίλυση.
Η επίγευση των ιστοριών είναι μια αίσθηση ζωής οικεία και αγαπημένη για όλους μας. Ένας κόσμος αθωότητας αλλά και προβλημάτων, ο οποίος αναγκάζει τον καθηγητή να κινείται ανάμεσα στον Μιθριδάτη των σελίδων της Ιστορίας και τον Μιθριδάτη από τα Ημισκούμπρια. Μια διαρκής εναλλαγή για να συμβιβάσει τις προτεραιότητες του αναλυτικού προγράμματος και τις ανάγκες των ψυχών που διαχειρίζεται. Έτσι, μετέρχεται εναλλάξ τους ρόλους του συμβούλου, του εξομολογητή, του ψυχοθεραπευτή ή ακόμη του συνηγόρου υπεράσπισης των παιδιών απέναντι στους ίδιους τους γονείς που αγνοούν ή αδιαφορούν. Είναι αναγκασμένος να επιβάλει το παιδαγωγικό κλίμα στην τάξη, να αντιμετωπίζει προβληματικές οικογενειακές σχέσεις, τις ερωτικές ανησυχίες των μαθητών ή το κάψιμο των βιβλίων, αλλά και να εισπράττει σπάνιες στιγμές τρυφερότητας και αγάπης που παραμένουν μετά από πολλά χρόνια. Μια θητεία στα γεμάτα απορία εφηβικά μάτια που στο τέλος γίνεται μαθητεία για τον δάσκαλο.
Διαβάζοντας τις αναφορές της Στασινοπούλου στον Μπρεχτ, στον γέρο- Κακριδή, στον Μπέκετ, που διέκοψε τη σταδιοδρομία ως δάσκαλος γιατί δεν ανεχόταν να διδάσκει ό,τι ο ίδιος αγνοούσε, θυμήθηκα τον διοπτροφόρο, μύωπα και προγάστορα δάσκαλο στον «Τυφλοσύρτη» του Παπαδιαμάντη, που έγραψε το 1892 στο «Ημερολόγιον Σκόκου». Εκτός από το «τράβηγμα αυτίων», το προσφιλές παιδαγωγικό του όπλο ήταν οι ραβδισμοί και έκλινε τα ρήματα με λεπτή οζώδη βέργα «καθ’ όλους τους χρόνους και τας εγκλίσεις, τα πρόσωπα και τους αριθμούς, επί των βραχιόνων, των ώμων και των ράχεων όλων συλλήβδην των μαθητών». Η «ειδυλλιακή» για τον δάσκαλο εποχή κατά την οποία στεκόταν στην αίθουσα ως μονάρχης και επέβαλε με σιδηρά πυγμή τη θέλησή του, διαθέτοντας μια τεράστια συλλογή όπλων ενάντια «στους σκληροτραχήλους και χονδροκεφάλους μαθητάς», έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Σήμερα έμεινε με μοναδικό όπλο την προσωπικότητά του, το οποίο όμως, πολλές φορές μπροστά στα, καχύποπτα και ενεδρεύοντα για παραπάτημα, βλέμματα των μαθητών, παθαίνει αφλογιστία. Ακροβατεί, αυτοσχεδιάζει σε ένα ρόλο δύσκολο που χρειάζεται τέχνη, γνώσεις, κατάρτιση, στήριξη. Γιατί το να κατακτήσεις την τάξη είναι μια μεγάλη τέχνη, που κανείς δεν σου τη διδάσκει και όταν κάποτε αποφασίζεις να μεταφέρεις στους μαθητές μια αίσθηση της ζωής και της κοινωνίας έξω από τα τυποποιημένα σχολικά εγχειρίδια, αρχίζουν οι λέξεις να βγαίνουν δύσκολα, κομπιάζεις, αισθάνεσαι ότι κολυμπάς στα βαθιά και ξαναγυρίζεις πίσω στην ασφάλεια των θεωρημάτων και το νέφος της κιμωλίας, καταλαβαίνοντας ότι ο ρόλος του δάσκαλου είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Κι εδώ ακριβώς η Στασινοπούλου μάς εξομολογείται το μυστικό που μας διαφεύγει. Το απόσταγμα μιας ευδόκιμης σταδιοδρομίας: «Αν κάτι μπορεί να σώσει την εκπαίδευση σήμερα είναι οι διαπροσωπικές σχέσεις μαθητών και δασκάλων, σχέσεις αγάπης και αμοιβαίας παραδοχής».
ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ Τχ. 156
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου