Ο Ομάρ Αλ Καγιάμ (1048-1131) ήταν Πέρσης μαθηματικός, αστρονόμος και ποιητής. Στη Δύση είναι γνωστός κυρίως από τα «Ρουμπαγιάτ», όπως είναι γνωστά τα τετράστιχά του στα οποία ο τρίτος στίχος είναι ελεύθερος και οι άλλοι με ρίμα. Κατόρθωσε να συνδυάσει τις μελέτες για την επίλυση κυβικών εξισώσεων ή το τρίγωνο του Πασκάλ με τους στίχους για το Θεό, το κρασί και τα κόκκινα τριαντάφυλλα.
Παραθέτω "Δέκα ρουμπάι" από το τελευταίο τεύχος της Παρέμβασης που μόλις κυκλοφόρησε.
Παραθέτω "Δέκα ρουμπάι" από το τελευταίο τεύχος της Παρέμβασης που μόλις κυκλοφόρησε.
Από πού ήρθαµε; Για ποια τραβούµε µέρη;
Το νόηµα τής ζωής ποιο; Κανείς δεν το ξέρει.
Πόσες ψυχές δε χάθηκαν, δε γίνανε στάχτη,
Πείτε µου πού ’ν’ ο καπνός και πού τ’ αγέρι;
2
Γνωστοί του ποτού οι κανόνες, κι ορίζουν: Ποιος πίνει;
Πότε και πόσο πίνει; Κι ακόµα: µε ποιον το κρασί του πίνει;
Αν τηρηθούν τα πιο πάνω, δίχως άλλο φέρνουνε γούρι,
Ότι σηµάδι σωφροσύνης το ποτό• και στου ποτέ το ποτέ οδύνη.
3
Το νά ’χεις πάρε δώσε µε κουτό, δεν είναι και ντροπή.
Μα βάλε στο νου σου για καλά του Οµάρ µια συµβουλή:
Όχι µην πεις, αν σου προτείνει ο σοφός µαχαίρι.
Μην πάρεις ούτε βάλσαµο απ’ του κουτού το χέρι.
4
Γι’ αυτόν που πλάθει τον πηλό ο λόγος, τον τσουκαλά.
Την πάσα τέχνη του έβαλε µε γνώση, και µε πολύ σεβντά.
Στου είναι το στρωσίδι έχυσε την κούπα του γιοµάτη
Κι άναψε µέσα του των πόθων όλων πυρκαγιά.
5
Κι αν µόνο µ’ ένα τούβλο µετριόταν όλο µου το βιο,
Θα τό ’δινα ποτήρι να γιοµίσω µες σε κρασοπωλειό.
Κι αύριο πού θα βρω ψωµί; Σκούφια και ρούχο θα σκοτώσω.
∆εν τα ύφανε δα µε τα χέρια της καµιά θεά στον αργαλειό!
6
∆ίχως µέθης τσαµπί, παρά τσακιστό δεν αξίζ’ η ζωή.
∆ίχως λύρας σκοπούς, τσακιστό δεν αξίζει παρά η ζωή.
Κι όσο πιο µακριά σε τούτο τον κόσµο βρεθώ,
∆ίχως κρασί κι ηδονή, τσακιστό δεν αξίζει παρά η ζωή.
7
∆εν πίνω το κρασί γιατί λατρεύω το κρασί.
∆εν πίνω για να µπω στης έκλυτης ζωής το βούρκο.
Πίνω για ν’ αναπνεύσω έξ’ από µένα µια στιγµή.
Εξ’ από µένα να βρεθώ• για τούτο πίνω το κρασί.
8
Ο φόβος του θανάτου -πίστεψέ µε!- δε µ’ αγγίζει.
Πιο τροµερή είν’ η ζωή. Τί µου ‘τοιµάζει η µοίρα;
∆ανεικιά την ψυχή µου από κάπου την πήρα:
Θα τη γυρίσω πίσω, σαν πίσω µου κλείσει κι η θύρα.
9
Τινάζω της ελπίδας το κλωνί• καρπέ του πόθου, πότε θα φανείς;
Σε τόσο σκότος τροµερό, της τύχης το νήµα πώς να το βρει κανείς;
Στενό κι άφωτο παντελώς, κι υγρό το µπουντρούµι της ζωής:
Προς την αιωνιότητα τη φωτεινή τη θύρα πώς να βρεις;
10
Στους τάφους οι κεκοιµηµένοι, επέστρεψαν στη Γη• οι τιποτένιοι γιοι
Σε µοίρα υπόκεινται οικτρή• η τέφρα τους εν τόπω σκορπίστηκε παντί.
Ποια µέθη θολώνει το µυαλό και τους βαστάει στου παντός την αγωνία;
Η φρόνηση σε ζόφο θά ’ναι βουτηγµένη, έως της Κρίσεως τη στιγµή.
Μτφρ. Γιάννης Μότσιος
1 σχόλιο:
Πολύ ενδιαφέρον
Δημοσίευση σχολίου