Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2007

Κριτική, ένθετα εφημερίδων και βιβλιόφιλα ιστολόγια

Είναι πιο εύκολο να αναγνωρίσουμε τα κακά βιβλία αλλά πόσο εύκολο είναι να συμφωνήσουμε τι σημαίνει καλό βιβλίο; Αυτό αφορά τους αναγνώστες και τους κριτικούς οι οποίοι πολύ συχνά διαφωνούν μεταξύ τους. Υπάρχουν άραγε αξίες οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν ένα κοινό μέτρο, τα «συμφωνημένα υπονοούμενα»;


Βιβλία
Τον τελευταίο καιρό η σύγχυση φαίνεται να μεγαλώνει. Τα ένθετα των εφημερίδων, στα οποία φιλοξενείται ένα μεγάλο μέρος της κριτικής, κατηγορούνται ότι περιορίζονται σε βιβλιοπαρουσιάσεις, ενδίδουν στις διαθέσεις των εκδοτών, υποβαθμίζουν την ποίηση, τη θεωρία, το διήγημα. Τα βιβλιόφιλα ιστολόγια που αναδύθηκαν πρόσφατα διεκδικούν τον δικό τους λόγο. Τη φωνή του αναγνώστη. Δημιουργούν τη δική τους κοινότητα, εκφράζουν τις προτιμήσεις τους, κρίνουν, πολλές φορές μάλιστα με ύφος ενοχλητικό και δυσανάλογα απαξιωτικό για τα επιχειρήματα τα οποία καταθέτουν.

Τι είναι τελικά η κριτική;

Ιστορικά η έννοια μοιάζει με ένα εκκρεμές το οποίο ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο ακραίες και οριακές θέσεις. Είτε κυνηγώντας τη χίμαιρα της πλήρους αντικειμενικότητας ώστε να καταστεί επιστημονική (I. A. Richards), είτε της πλήρους υποκειμενικότητας ομολογώντας την αδυναμία και τα όριά της («οι περιπέτειες μιας ψυχής μέσα ανάμεσα σε αριστουργήματα» Ανατόλ Φρανς).

Στον εικοστό αιώνα οι θεωρητικές και ιδεολογικές συγκρούσεις σχετικά με τον ρόλο της εντείνονται. Από την αμερικανική «Νέα Κριτική», μέχρι τους
γάλλους «νέους κριτικούς» και τη διαμάχη του Roland Barthes με τον Raymond Picard ή τον σύγχρονο Έντουαρντ Σαΐντ -για να αναφέρω ενδεικτικά μερικούς μόνον από τους σταθμούς της μεγάλης διαδρομής της- δεν παύει να είναι ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα γύρω από το οποίο οι έριδες συνεχίζονται και τα επίθετα πολλαπλασιάζονται. Ίσως όλες αυτές οι αντιπαραθέσεις επαληθεύουν τελικά αυτό το οποίο έλεγε και ο Thibaudet ότι «δεν υπάρχει κριτική δίχως κριτική της κριτικής».

Νομίζω ότι στο μοναχικό της δρόμο η κριτική αποτελεί μια προνομιούχο ανάγνωση χρησιμοποιώντας κατά περίπτωση, ως θεραπαινίδες και όχι ως οδηγούς, μεθόδους άλλων γνωστικών κλάδων όπως η ψυχανάλυση, η κοινωνιολογία, η σημειολογία κτλ. Αποφεύγει τους αξιολογικούς αφορισμούς και καταθέτει επιχειρήματα που συγκροτούν τη δική της ερμηνεία και εκδοχή, όσα συγκόμισε κατά την ανάγνωση ψηλαφώντας τη μορφή και το λόγο της γραφής, ανιχνεύοντας ευρύτερα πλαίσια συγχρονικά και διαχρονικά, διεκδικώντας μια σχετική αντικειμενικότητα.

Οι συνεντεύξεις του Μισέλ Φάις με 12 κριτικούς στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας και τίτλο "κριτικοί λογοτεχνίας ή το ταλέντο της ανάγνωσης" ήταν μια πολύ καλή προσπάθεια να χαρτογραφηθεί το σύγχρονο πρόσωπό της. Αξιόλογα κείμενα έθεσαν το ζήτημα για το ρόλο που διαδραματίζουν τα «Ένθετα» των εφημερίδων. Επίσης, η σχετική συζήτηση στο μπλογκ του Αλέξη Σταμάτη έθεσε το ζήτημα της κριτικής στο διαδίκτυο.

Με αυτές τις αφορμές παραπέμπω σε 34
σχετικά κείμενα και συνεντεύξεις για τον ρόλο της κριτικής και των κριτικών. Τα κείμενα αυτά δεν μπορούν να υποκαταστήσουν, προφανώς, την τεράστια βιβλιογραφία γύρω από το ζήτημα αλλά επιλέγονται λόγω της εύκολης ηλεκτρονικής πρόσβασης ως ένα πρώτο ερέθισμα.


Καλή ανάγνωση


"Όσο μεγαλύτερη αμηχανία μας προκαλεί το έργο τέχνης, τόσο περισσότερο είμαστε αναγκασμένοι να αποβάλουμε τις τυποποιημένες μας αισθητικές συνήθειες και τις παραδομένες ιδέες μας για τον κόσμο". Που θα πει πώς αν ο κριτικός (δηλαδή, τελικά, ο αναγνώστης) προσεγγίζει κατ' ανάγκην το έργο με την προσωπικότητά του, την ιδιοσυγκρασία του, τις ήδη διαμορφωμένες αντιλήψεις του, θα πρέπει να είναι πάντα έτοιμος να αναθεωρήσει, ίσως ριζικά, αυτές τις αντιλήψεις, για να ακούσει τι καινούργιο έχει να του πει το έργο, αφού "τα σημαντικά έργα γεννούν τα δικά τους κριτήρια και ξέρουν, αργά ή γρήγορα, να τα επιβάλλουν". Λ. Προγκίδης

«Ο τρόπος με τον οποίο προσέγγιζα τα βιβλία όλα αυτά τα χρόνια δεν ήταν ο τρόπος του βιβλιοκριτικού, με την αυστηρή έννοια. Δεν μ' ενδιέφερε να περιγράψω, ν' αναλύσω και να βαθμολογήσω. Λειτουργούσα πιο πολύ ως συγγραφέας. Ο συγγραφέας δεν βρίσκει έτοιμο το αντικείμενό του. Το κατασκευάζει από το πλήθος των υλικών που του προσφέρει η εμπειρία του. Παρόμοια κι εγώ, έπρεπε να κατασκευάζω το αντικείμενο της κριτικής μου. Δηλαδή, να ορίζω κάθε φορά ένα πλαίσιο συζήτησης, μέσα στο οποίο το θέμα και, στην περίπτωση της λογοτεχνίας, η τεχνική και η αισθητική του υπό πραγμάτευση βιβλίου θα παρουσίαζαν το μεγαλύτερο δυνατό ενδιαφέρον, ανεξάρτητα από το αν η γνώμη μου για το συγκεκριμένο έργο (την οποία πάντως δεν έκρυψα ποτέ) ήταν θετική ή αρνητική. Ακριβέστερα, προσπαθούσα να τοποθετώ, μαζί με το βιβλίο, και τη γνώμη μου σ' ένα πλαίσιο που να υπερβαίνει τον άμεσο ορίζοντα του ίδιου του κρινόμενου κειμένου.» Δ. Κούρτοβικ

"Δημοσιογραφία ή κριτική;
Αυτό νομίζω πως είναι το κυρίαρχο δίλημμα που αντιμετωπίζουν, σήμερα, τα ένθετα βιβλίου των εφημερίδων. Η κυρίαρχη τάση είναι προς τη δημοσιογραφία, σχετικοποιώντας συνεχώς την έννοια της κριτικής.
Οι παράγοντες, που συντείνουν σε αυτή την κατεύθυνση, κατά τη γνώμη μου είναι:
Πρώτον, οι εκδότες. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία, τους ενδιαφέρει μόνο και μόνο να γραφτεί κάτι, εντός εισαγωγικών "θετικό", για το βιβλίο που εξέδωσαν. Οι διαβαθμίσεις ενοχλούν, οι παρατηρήσεις για τα βιβλία τους θεωρούνται κακοήθεις, η απόρριψη της σαβούρας θράσσος.
Δεύτερον, οι ίδιες οι εφημερίδες, ως υποδοχείς διαφήμισης. Οι μεγάλες εφημερίδες πιέζονται, εκ των πραγμάτων και εκ της εκδοτικής τους πολιτικής, η οποία όλο και πιο πολύ επενδύει στο άμεσο εμπορικό αποτέλεσμα (DVD και άλλες προσφορές), απαξιώνοντας τα κείμενα των σελίδων τους. Αυτή η πίεση συχνά οδηγεί και στο γνωστό πάρε δώσε με τους εκδότες, υπονομεύοντας έτσι την εγκυρότητα των σελίδων βιβλίου που διαθέτουν και τη δουλειά που γίνεται εκεί." Κ. Βούλγαρης


"Οι μπλόγκερ δημιουργούν έτσι έναν τρίτο ορίζοντα πρόσληψης και το αξιοσημείωτο είναι ότι βρίσκονται πιο κοντά στους κριτικούς παρά στο ευρύ κοινό· αυτό σημαίνει ότι οι ιστολόγοι δεν είναι απλώς αντιπροσωπευτικά δείγματα της ευρείας μάζας αναγνωστών-καταναλωτών, αλλά άτομα με άποψη, η οποία χωρίς να ταυτίζεται με αυτήν των επαγγελματιών κριτικών, απέχει παρασάγγες από το πλατύ κοινό. Με τις επιλογές τους διυλίζουν την τρέχουσα βιβλιοπαραγωγή και συγκρατούν ό,τι ο υποψιασμένος αναγνώστης έχει διαβάσει, και μάλιστα με τρία βασικά πλεονεκτήματα: α) διαθέτουν τη φωνή που δεν έχει κάθε αναγνώστης και έτσι μπορούν να προβάλλουν τις επιλογές τους, β) διαθέτουν βήμα από το οποίο μπορούν να μιλήσουν πολύ συχνότερα από έναν επαγγελματία βιβλιοκριτικό και γ) είναι σε θέση να διεξαγάγουν διάλογο και να σταθμίσουν –με την ανταπόκριση που θα δεχτούν- το βάθος των απόψεών τους." Γιώργος Περαντωνάκης

«Ό,τι ενδιαφέρει, λοιπόν, δεν είναι αν ο κριτικός λέει «καλά» ή «κακά» λόγια για κάποιο κείμενο (και ο κριτικός μιλάει για κείμενα, αυτά έχει στο νου του, όχι τον συγγραφέα, τον εκδότη του ή, πλέον, τον διαφημιστή του), αλλά αν όσα γράφει απορρέουν από κάποια στοιχειωδώς επεξεργασμένα κριτήρια που γίνονται φανερά στον «ουδέτερο» αναγνώστη, κι αν καταθέτει με σαφήνεια τα τεκμήρια της ανάγνωσής του και τα επιχειρήματα που είναι πιθανό να αμβλύνουν τη γενετική υποκειμενικότητα της γνώμης του» Π. Μπουκάλας

«Θεωρώ ότι ο ρόλος της κριτικής είναι κατ' εξοχήν αξιολογικός (να κρίνει δηλαδή τα λογοτεχνικά κείμενα με βάση καθορισμένα κάθε φορά αξιολογικά κριτήρια), ενώ η ερμηνεία αποβλέπει στο να (ξανα)διαβάζει τα κείμενα μέσα σε ευρύτερα πολιτισμικά συμφραζόμενα, να τα ανασημασιοδοτεί συνδέοντάς τα με τις εκάστοτε ιστορικές, πολιτικές ή καλλιτεχνικές εξελίξεις και να τα συσχετίζει με βαθύτερες αλλαγές στο πολιτισμικό γίγνεσθαι. Την κριτική την ενδιαφέρει κυρίως η λογοτεχνία ως αισθητικό πρόβλημα και την ερμηνεία ως πολιτισμικό και ιστορικό φαινόμενο. Δεν αποκλείω βέβαια και η ερμηνευτική πράξη να εμπεριέχει κάποια δόση αξιολόγησης, οδηγώντας σε ανακατατάξεις του λογοτεχνικού κανόνα. Άλλωστε δεν υπάρχουν στεγανά μεταξύ κριτικής και ερμηνείας». Δ. Τζιόβας

"Η κριτική της λογοτεχνίας, η κριτική που δημοσιεύεται επί εβδομαδιαίας βάσεως στον Τύπο, κρίνοντας βιβλία ηλικίας ορισμένων μηνών, δεν είναι λογικό ούτε να χρησιμοποιεί τη γλώσσα και τα κριτήρια ενός αισθητικού ιερατείου, το οποίο φθέγγεται εκκινώντας από ένα προσυμφωνημένο και προαποφασισμένο αξιολογικό σύστημα, ούτε, όμως, και να τρέχει πίσω από τις μόδες και τα εκάστοτε φετίχ της εκδοτικής αγοράς, ικανοποιώντας ορέξεις και γούστα που αύριο δεν θα θυμάται κανείς. Η κριτική της λογοτεχνίας υπάρχει για να κρίνει το λογοτεχνικό παρόν (όντας, ούτως ή άλλως, αναπόσπαστο μέρος του), αλλά και για να διακρίνει στο σώμα του τα σημάδια του μέλλοντος - κι αν το φέρει εις πέρας αυτό, θα είναι το σημαντικότερο και θα έχει, ασφαλώς, ικανοποιήσει τη μεγαλύτερη και την ευγενέστερη φιλοδοξία της. Ο καθένας, εννοείται, μιλάει από το μετερίζι του και σύμφωνα με την ατομική του σκοπιά." Β. Χατζηβασιλείου

"Παλαιότερα απορούσα για το πόσο συχνά τυχαίνει να συμπίπτουν οι διαθέσεις των εκδοτών με τις διαθέσεις όσων προγραμματίζουν και διαμορφώνουν την ύλη των ενθέτων, πόσο κοινή είναι η απαξίωσή τους για τα βιβλία ποίησης, διηγήματος, κριτικής πόσο ακάλυπτη και περιθωριοποιημένη είναι η εντόπια πολιτική θεωρία πόσο μένουν στα αζήτητα σπουδαίοι στοχαστές μας, περασμένοι και ζώντες, λόγω ακριβώς της άγνοιας, της δυσκαμψίας, και κυρίως της προχειρότητας με την οποία γίνεται ο υποτυπώδης προγραμματισμός των ενθέτων. Πόσο, εν τέλει, αποτρέπουν συστηματικά, οι μεν και οι δε, να γράφονται βιβλία και βιβλιοκρισίες για όσα λογοτεχνικά είδη και όσες επιστημονικές δραστηριότητες είναι πέρα από αυτόν τον τερατώδη αξιολογικό κανόνα του μέσου όρου, ο οποίος επιβλήθηκε στην τελευταία εικοσαετία, ακριβώς από την επανάληψη αυτών των πρακτικών που περιέγραψα, ορίζοντας ex officio τι είναι αποδεκτό και τις όχι;" Α. Ζήρας

«Σε κάθε κριτικό της λογοτεχνίας, άξιο του ονόματός του, τίθεται, κάποια στιγμή, το οριακό ερώτημα «Τι είναι ακριβώς αυτό που κάνω και ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία μελετώ τη λογοτεχνία;». Το ερώτημα απαιτεί τη διερεύνηση της αποστολής του ίδιου του κριτικού λόγου, ένα είδος ανακλαστικού στοχασμού πάνω στην ερμηνευτική διαδικασία, και συνάμα τη διαμόρφωση μιας αναγνωστικής προοπτικής για την προσέγγιση των κειμένων. Δεν έχει σημασία αν κάτι τέτοιο γίνεται άμεσα ή έμμεσα, σημασία έχει να αναδεικνύεται επαρκώς το διαφέρον του κριτικού από την τεχνική της εργασίας του.» Δ. Δημηρούλης

«Στην εποχή μου και "σε περασμένες εποχές", που έλεγε ένας ποιητής, για να κριθείς ως κριτικός έπρεπε να περάσεις κάποιες κρησάρες. Και στη συνέχεια να δείξεις ότι τα γράμματά σου ήταν επαρκή και η ευαισθησία σου επαληθεύσιμη. Δύσκολη η απάντηση. Άσε την να εκκρεμεί. Ο κριτικός δίνει κάθε φορά στοίχημα με το χρόνο. Τον έχει και φίλο και εχθρό. Δεν νομίζω ότι ισχύει πως το καλλιτεχνικό έργο είναι δύσκολο και η κριτική εύκολη δουλειά. Σκέψου πόσους δημιουργούς ξέρομε και πόσο λίγους κριτικούς. Ο κριτικός ή μάλλον ο καλός, ο ανιδιοτελής κριτικός που έχει επιτελέσει ή επιτελεί χρήσιμο έργο είναι σπάνιο είδος. Δεν θα έλεγα "είδος υπό εξαφάνισιν", γιατί συναντώ και σήμερα κριτικούς αποδεδειγμένα ικανούς, χωρίς έπαρση, που δείχνουν αφοσίωση στο είδος. Φοβάμαι γενικώς τους επηρμένους ανθρώπους και πιο πολύ τους επηρμένους κριτικούς, οι οποίοι στατιστικά είναι και ο ασθενής κρίκος της ιστορίας. Κυνηγάνε την εντύπωση που θα τους αναδείξει εφευρέτες της πυρίτιδας.» Αλ. Αργυρίου

«Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, αν η λογοτεχνική γλώσσα εκφράζει ένα κράμα συναισθήματος και σκέψης στο οποίο τον σπουδαιότερο ρόλο παίζει το συναίσθημα, η κριτική γλώσσα εκφράζει ένα κράμα σκέψης και συναισθήματος στο οποίο τον σπουδαιότερο ρόλο παίζει η σκέψη. Στο κριτικό κράμα όσο περισσότερο αυξάνεται το συναίσθημα τόσο πιο ιμπρεσιονιστικό γίνεται το κείμενο, και όσο περισσότερο υποχωρεί το συναίσθημα τόσο το κείμενο γίνεται πιο φιλολογικό. Κριτική χωρίς συναίσθημα παύει να είναι κριτική και γίνεται, στην καλύτερη περίπτωση, φιλολογία. Κριτική χωρίς σκέψη παύει να είναι κριτική, γίνεται στην καλύτερη περίπτωση λογοτεχνία και στη χειρότερη παραλήρημα. Ο Ρολάν Μπαρτ έλεγε, βέβαια, ότι «η κριτική πρέπει να παραληρεί», εννοώντας ότι πρέπει να συμπεριφέρεται όπως η λογοτεχνία. Αλλά η άποψη αυτή μας λέει λιγότερα για την κριτική και περισσότερα για τον ίδιο τον Ρολάν Μπαρτ. Νάσος Βαγενάς

Η διέξοδος την οποία προτείνει ο Λεκλέρ μού φαίνεται πραγματικά ενδιαφέρουσα. Αντιστρατευόμενος την «κριτική της δίκης», προκρίνει την απελευθερωτική επινόηση μιας κριτικής «της μαρτυρίας», της «κατάθεσης». Κατάθεσης, με τους όρους της εμπειρίας όσων έζησε ο κριτικός στη διάρκεια της ανάγνωσης ενός έργου -μια διαδικασία που ασφαλώς και δεν καταλήγει σε μιαν αδιαφοροποίητη αποδοχή των πάντων, σε έναν ακραίο, μ' άλλα λόγια, σχετικισμό, αλλά στη διατύπωση, όσο ακριβέστερα γίνεται, όχι πια της αλήθειας, αλλά «μιας αλήθειας». Κ. Σχινά

«Ο Σαΐντ εξετάζει συστηματικά την πορεία της κριτικής στην Αμερική, από τη ρήξη στη συντήρηση, και προτείνει τη ριζική της αναδόμηση με άξονα την πολιτική και την ιδεολογία. Θεωρεί ότι η κριτική οφείλει να είναι εγκόσμια, μια δραστηριότητα δηλαδή βαθιά ριζωμένη στον πραγματικό κόσμο. Προτείνει, λοιπόν, έναν κριτικό ακτιβισμό, κύρια χαρακτηριστικά του οποίου είναι η εναντίωση στο σύστημα και την παραδεδομένη, κούφια συχνά, μέθοδο και η αντίθεση προς την υποφώσκουσα κυριαρχία της κουλτούρας, η οποία τείνει διαρκώς να αναπαράγει τον εαυτό της, περιθωριοποιώντας και υποβαθμίζοντας τον Aλλον (η θέση αυτή διατρέχει το σύνολο το έργου του και αναπτύσσεται συστηματικά στο «Κουλτούρα και ιμπεριαλισμός»). Τέλος, εφιστά την προσοχή στον ευάλωτο χαρακτήρα των εργαλείων, που δεν προστατεύουν αφ’ εαυτά τον κριτικό, με καλύτερο παράδειγμα την καθυπόταξη της αριστερής κριτικής στα κυρίαρχα σχήματα και τις κρατούσες μορφές, τη στιγμή ακριβώς που θεωρεί ότι μάχεται το σύστημα.» Τ. Δημητρούλια

«Δεν υπάρχουν a priori αισθητικοί κανόνες στην τέχνη. Τους κανόνες τους δημιουργούν τα ίδια τα λογοτεχνικά έργα. Αργότερα έρχονται νέα έργα, που τροποποιούν τους ήδη υπάρχοντες. Και αυτή η κατάσταση συνεχίζεται εσαεί. Ο μόνος τρόπος να προσεγγίσουμε αποτελεσματικά ένα λογοτεχνικό έργο είναι η λογοτεχνικότητα. Η λογοτεχνικότητα, όπως την όρισε στη δεκαετία του 1920 ο Ian Mukarovsky, συνιστά "τη μέγιστη προβολή έκφρασης της πράξης του λόγου". Ή, για να το πούμε διαφορετικά: Είναι η ένταση της συγχώνευσης του σημαίνοντος με το σημαινόμενο. Όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η ένταση, τόσο πιο σημαντικό είναι το κείμενο που εξετάζουμε.
Εδώ όμως πρέπει να διευκρινίσουμε ότι με τον όρο λογοτεχνικότητα δεν εννοούμε ένα παιχνίδι μορφικών κανόνων. Στη λογοτεχνικότητα συμμετέχει και το νόημα του κειμένου. Καθήκον του κριτικού είναι να αναζητεί αυτό το νόημα, εντάσσοντας το βιβλίο στα συμφραζόμενα του έργου του συγγραφέα, της εποχής, αλλά και της λογοτεχνικής παράδοσης στην οποία ανήκει.» Ν. Λάζαρης

«Για τους λόγους αυτούς, και εν γνώσει των συνεπειών, θέλω εδώ να συνηγορήσω υπέρ των δικαιωμάτων του υποκειμενισμού. Ητοι υπέρ ενός κριτικού λόγου πρωτοπρόσωπου, ευθύγλωσσου και στρατευμένου, που αδιαφορεί επιδεικτικά για τα αντικειμενικοφανή προσχήματα. Που δεν πολυνοιάζεται μήπως τον πουν απόλυτο ή και υπερβολικό, γιατί γνωρίζει ότι η έμφαση δεν είναι διακοσμητικό γνώρισμα, αλλά συστατικό στοιχείο κάθε αξιολογικής κρίσης εφόσον θέλει να την παίρνουν στα σοβαρά. Που δεν τρομάζει να παραδεχθεί ότι η πολεμική, ο σαρκασμός, η χολερικότητα ακόμη, είναι πράγματα συγγνωστά, ενίοτε και επιβεβλημένα, όπως άλλωστε οι ιδανικευτικοί τόνοι ή ο λυρικός ενθουσιασμός. Οχι όμως αυτή η λιπόσαρκη «αντικειμενικότητα», αυτή η στωική αταραξία που ισοδυναμεί με αρνησιδικία» Κ. Κουτσουρέλης

Τα κείμενα:

Ένθετα για το βιβλίο

Β. Χατζηβασιλείου: Εκδοτική αγορά, Τύπος και κριτική της λογοτεχνίας, Ελευθεροτυπία, 04.05.07
Κ. Βούλγαρης:"Τα ένθετα για το βιβλίο", Αυγή 11.12.07
Α. Ζήρας: "Τα ένθετα για το βιβλίο. Μια δεκαετία επ' αμφιβόλω", Αυγή 17.07.07
Α. Ζήρας: "Σε ποια χώρα και για τι γράφουμε;", Αυγή ,24.07.07
Α. Ζήρας: "Τα ένθετα για το βιβλίο (3)", Αυγή 11.09.07
Α. Ζήρας: "Πιβοτισμοί", Αυγή 25.12.2005

Ν. Βαγενάς: "
Και ξανά προς... το έτος Σολωμού", Βήμα, 21.01.07
Μ. Χαρτουλάρη, "Μιζέρια", Νέα, 27.01.07
Ν. Βαγενάς: "Κριτική ανέλεγκτη",
Βήμα, 14.10.07

Βιβλιοφιλικά Μπλογκ

Αλέξης Σταμάτης: "Κριτική λογοτεχνίας κι βιβλιόφιλα μπλογκ"
Γεώργιος Ν. Περαντωνάκης,"Περί ιστολογίων"

Περί κριτικής

Γ. Κιουρτσάκης:"Λ. Προγκίδης-Από την άλλη μεριά της ομίχλης", Αυγή 31.01.02
Δ. Κούρτοβικ: "Mακρύ γράμμα για βραχύ αποχαιρετισμό", Νέα, 29.04.05
Π. Μπουκάλας: "H ηθική του επαγγέλματος του κριτικού", Καθημερινή, 18.03.03

Π. Μπουκάλας: "O ανεύρετος «σταθμός» του Aριστοφάνη", Καθημερινή, 25.03.03
Π. Μπουκάλας: "Η κριτική και η κρίση της...", Καθημερινή, 06.03.01
Δ. Δημηρούλης: "Χάρολντ Μπλουμ, Ο ζηλωτής του λογοτεχνικού κανόνα", Ελευθεροτυπία, 08.04.05
Αλ. Αργυρίου: "Ο κριτικός δίνει κάθε φορά στοίχημα με το χρόνο", Αυγή 29.12.02
Ν. Βαγενάς: "Λογοτεχνία και κριτικός λόγος", Βήμα, 30.10.05
Κ. Σχινά: "Οι Μπουβάρ και Πεκισέ της κριτικής", Ελευθεροτυπία, 30.09.05
Τ. Δημητρούλια: "Edward W. Said-Ο κόσμος, το κείμενο, ο κριτικός", Καθημερινή, 06.02.05
Ν. Λάζαρης: "Η αξιολόγηση στη λογοτεχνία", Αυγή, 09.07.06
Κ. Κουτσουρέλης: "Η κριτικογραφία με κάνει να πλήττω", Καθημερινή, 02.10.2001

Οι συνεντεύξεις του Μισέλ Φάϊς στην Ελευθεροτυπία:

Π. Μπουκάλας:"Μετέχοντας στο αρχαίο παιχνίδι της πειθούς", 14.09.07
Α. Ζήρας:"Μια κριτική που έχει προσωπικό ύφος είναι αθεράπευτα αυτοαναφορική", 31.08.07
Δ. Τζιόβας, "Η πρόκληση για κάθε λογοτεχνία είναι να αναδείξει την τοπικότητά της", 24.08.07
Δ. Ραυτόπουλος: "Χαίρομαι τη μάχιμη κριτική ακόμη κι όταν διαφωνώ", 18.08.07
Δ. Δημηρούλης: "Η ανάγνωση και η γραφή είναι στοίχημα με τον χρόνο, όχι διαχείριση της γνώσης", 03.08.07
Α. Αργυρίου:
"Μεροληπτώ, χωρίς να ολισθαίνω στην αυτοβιογραφία", 20.07.07
Β. Αθανασόπουλος: "Αισθάνομαι τη θεωρία σαν μια υπέροχη λογοτεχνική αφαίρεση", 22.06.07
Γ. Παπαθεοδώρου: "Με ενδιαφέρει η κριτική που μένει μακριά από τον βιογραφισμό, τον ιδεαλισμό και τον ιμπρεσιονισμό" 08.06.07
Λ. Τσιριμώκου: Ο κριτικός οφείλει να είναι πρωτίστως προσεκτικός αναγνώστης, 01.06.07


4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

εξαιρετικη η συλλογη των κειμένων μέσα στο πλαίσιο του ενος ποστ. Το θεμα δυστυχως η ευτυχως δεν εξαντλείται εκει και θα έχουμε πολλά να δουμε σύ7ντομα στον ελληνικό χώρο.

κατι παραπλήσιο που θα αξιζε να έχει κανεις υποψη του ειδικα για την ελλάδα είναι πως ο τρόπος με τον οποιο σώζωνται τα αρχεία στην online μορφη των εφημερίδων δεν επιτρέπει την εύκολη ιεραρχηση από μηχανες αναζήτησης και έτσι τα κείμενα και οι κριτικές που γράφονται εκεί μένουν εκτός μηχανών (αυτό ειναι αποτέλεσμα της κακής και πρόχειρης κατασκευής...). Αντίθετα ότι γράφεται στα μπλογκς μένει γιατί ιεραρχείται. Συν τω χρόνω όλα τα κείμενα των εντύπων κριτικογράφων θα χαθούν αλλά των bloggers καλώς ή κακώς μένουν (και στην φτωχό από περιεχόμενο ελληνική υπόσταση του διαδικτύου αυτό έχει πολύ σημαντικά αποτελέσματα).

Γι αυτό το λόγο θα δούν πολλά τα μάτια μας σύντομα και σίγουρα μια πολύ έντονη επίθεση 'επαγγελματιών' προς τους 'ερασιτέχνες'.

ευχαριστώ για το ποστ και τον χώρο.

Μάκης Καραγιάννης είπε...

Φίλε Βασίλειε

Έχεις δίκιο. Υπάρχει ένα πρόβλημα ηλεκτρονικής αναζήτησης των κειμένων των εφημερίδων.

Το διαδίκτυο είναι ένας χώρος που αυτορυθμίζεται και η εικόνα του εξελίσσεται. Στο μέλλον θα δούμε πιο ενδιαφέρον τα πράγματα.

Πάντως, νομίζω, ότι δεν είναι ζήτημα "επαγγελματιών" και "ερασιτεχνών" γιατί -όπως φαίνεται και από τα κείμενα για τα ένθετα των εφημερίδων- ούτε οι "επαγγελματίες" είναι αδιάβροχοι από τις "αδυναμίες" των ερασιτεχνών. Πιστεύω ότι ανεξάρτητα από το μέσο το οποίο χρησιμοποιείται, διαδίκτυο, περιοδικό ή εφημερίδα, προέχουν οι αρχές και η ηθική με την οποία προσεγγίζει κανείς ένα κείμενο και αυτές πρέπει να ισχύουν για όλους.

Είναι ένας διάλογος οποίος πρέπει να γίνει. Σ' ευχαριστώ για τις απόψεις σου.

Ανώνυμος είπε...

Πιστεύω ότι ανεξάρτητα από το μέσο το οποίο χρησιμοποιείται, διαδίκτυο, περιοδικό ή εφημερίδα, προέχουν οι αρχές και η ηθική με την οποία προσεγγίζει κανείς ένα κείμενο και αυτές πρέπει να ισχύουν για όλους.

δεν νομιζω να εχω δει προταση σχετική με το θέμα με το οποίο να μην συμφωνώ τόσο πολύ όσο με αυτήν. Ακριβως γι αυτο το λογο πιστευω τελίκά πως η καλή, χρησιμη, σωστή, ανεξάρτητη κλπ κλπ κλπ κριτική τελικά μένει. Είτε είναι στο χαρτί είτε στο όποιο δίκτυο.

Ανώνυμος είπε...

το κακο με τα double negatives ειναι πως μερικες φορες μπερδευεσαι και ο ιδιος οταν τα λες ;)

Εννοω παραπάνω πως συμφωνώ με την πρόταση!