Η πένα και το περίστροφο
«Μπλάνκο»
«βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα 2005, σελ. 176
Το αστυνομικό μυθιστόρημα εδώ και πολλά χρόνια άφησε πίσω του τα όρια της παραλογοτεχνίας. Βαθμιαία, και με τη βοήθεια σημαντικών ονομάτων, απέβαλε τον τίτλο της ελαφράς και φθηνής λογοτεχνίας για να κατακτήσει, και στην Ελλάδα, ισότιμα τη θέση του δίπλα στα άλλα λογοτεχνικά είδη.
Το Μπλάνκο είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Απόστολου Λυκεσά (Θεσσαλονίκη 1963). Έχουν προηγηθεί δύο ποιητικές συλλογές και μια συλλογή πεζών. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Θεσσαλονίκη και ο αφηγηματικός χρόνος έχει ως αφετηρία την πρώτη εργάσιμη μετά τον Δεκαπενταύγουστο. Ο «δράκος της εθνικής οδού» αφυπνίζει από τη θερινή ραστώνη τους δημοσιογράφους της εφημερίδας «Πολυφωνία». Οι φόνοι είναι η καύσιμη ύλη του αστυνομικού μυθιστορήματος και εδώ συμβαίνουν κατά συρροήν. Ένας μανιώδης της λογοτεχνίας υπερβαίνει τον παθητικό ρόλο του αναγνώστη και περνάει στη δράση γράφοντας τη δική του ιστορία με διαδοχικούς φόνους διάσημων λογοτεχνών. Η οργίλη αντίδραση του σίριαλ κίλερ θέλει να ραγίσει τον εφησυχασμό και τη βεβαιότητά τους υπογραμμίζοντας με το περίστροφό την αναντιστοιχία βίου και έργου, το ναρκισσισμό και την υπεροψία, καθώς σέρνονται συμβιβασμένοι με την εξουσία και μεθυσμένοι στο πανηγύρι της ματαιοδοξίας.
Ταυτόχρονα, η εκτύλιξη της πλοκής συμπεριλαμβάνει ελάσσονες και παράπλευρες ιστορίες οι οποίες καλλιεργούν και επιτείνουν το κλίμα φόβου. Εκτός από τον παράφρονα που προκαλεί με το αυτοκίνητο θανατηφόρα τροχαία, ένας άγνωστος δολοφόνος κυκλοφορεί στα πάρκα και αποδίδει δικαιοσύνη σε όσους ρίχνουν φόλες στα συμπαθή τετράποδα.
Όμως ενώ στην αρχή φαίνεται να ακολουθεί τα στερεότυπα του κλασικού αστυνομικού μυθιστορήματος με τις παραδοσιακές αφηγηματικές τεχνικές, τον έξυπνο ντετέκτιβ και τον αφελή βοηθό του, στην πορεία παρακολουθούμε την υπονόμευση και την ανατροπή τους. Η ανέλιξη της μυθοπλασίας εστιάζει όχι τόσο στο παιχνίδι με τις προσδοκίες του αναγνώστη ο οποίος μαζί με τον ντετέκτιβ συλλέγει μια μια τις ψηφίδες για να συμπληρώσει το παζλ της ιστορίας για την ανακάλυψη του δολοφόνου, αλλά στον ψυχισμό και την προσωπικότητά του.
Ο κόσμος που περιγράφει και συνθέτει το «Μπλάνκο», πολλές φορές με μια πληθωρική και παραληρηματική ρητορική η οποία ασκεί έντονη κοινωνική κριτική, είναι διαβρωμένος στο σύνολό του. Παρά το παιχνίδι της αμφισημίας, στην θεμιτή και βασικότερη εκδοχή ο αστυνομικός γίνεται και ο ίδιος δολοφόνος για να εξασφαλίσει την προαγωγή του. Οι παραβάτες, οι φύλακες του νόμου, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ,ο πνευματικός κόσμος, το κοινό το οποίο με τους φόνους σκοτώνει την πλήξη, λειτουργούν σε ένα ρηχό και διεφθαρμένο σύστημα που αναπαράγεται. Ο αστυνομικός συντάκτης Σωτήρης Γαλανάκης με τον δικό του κώδικα ηθικής αποτελεί, ίσως, τη μόνη αντίστιξη και αντίσταση σε προσωπικό επίπεδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι, εκτός από μια νύξη και υπόσχεση για το μέλλον, δεν επέρχεται η καθάρση με την αυταπάτη ότι αποδόθηκε δικαιοσύνη. Η μυθοπλαστική κατάληξη παραμένει μετέωρη. Ο δολοφόνος μετά το πέρας της ιστορίας συνεχίζει να κυκλοφορεί ελεύθερος και το «κακό» συνεχίζεται εκτός πεδίου.
Η αστυνομική ιστορία επιλέγει να διερευνήσει το έγκλημα, το σκοτεινό και ανείπωτο της ανθρώπινης ψυχής μέσα στο αστικό τοπίο που δημιουργεί και καλλιεργεί την παράβαση του αίματος. Κατά πόσον, όμως, είναι επαρκής ο δαίμονας από τον οποίο είναι κυριευμένος ο σίριαλ κίλερ -ο θυμός για την εξαχρείωση των λογοτεχνών- ώστε να καλύψει την «απόσταση ανάμεσα στην απαξίωση που μπορείς να τρέφεις για κάποιον» και στους τέσσερις φόνους; Εκτός από τα εγκλήματα πάθους υπάρχουν και τα εγκλήματα λογικής υποδεικνύει ο Α. Καμύ. Ίσως, εν τέλει, είναι ικανός στα πλαίσια μιας σάτιρας και του προσδίδουν μια απολαυστική πλευρά. Η παρώδηση της μανίας των λογοτεχνών για προβολή φθάνει μέχρι του σημείου κάποια συγγραφέας η οποία περνά κρίση αφάνειας και ανυπαρξίας να επιζητά τη σφαίρα του δολοφόνου για να κατακτήσει τις πολυπόθητες επανεκδόσεις και την «αθανασία».
Ενδιαφέρων, για αστυνομικό μυθιστόρημα, είναι και τρόπος συγκρότησης της αφήγησης. Γραμμική και τριτοπρόσωπη συνήθως που διακόπτεται από σύντομα κεφάλαια σε πρώτο πρόσωπο με τις σκέψεις του δολοφόνου, αποσπάσματα δημοσιογραφικού λόγου, διαδικτυακές συνομιλίες και λεξικά.
Η θητεία του Λυκεσά στην ποίηση αφήνει τα ίχνη της όχι μόνο με τον φορτισμένο και ασθματικό λόγο του δολοφόνου αλλά και τη διακειμενικότητα. Ολόκληρο το έργο είναι διάστικτο από τις πυκνές αναφορές στην ελληνική κυρίως ποίηση.
Η χρήση των στοιχείων της ειρωνείας, οι ανατροπές του τέλους, η προτότυπη συγκρότηση της αφήγησης, η λεπτή και διαρκής ισορροπία ανάμεσα στο δράμα και τη σάτιρα αποτελούν τις αξιοσημείωτες αρετές του Μπλάνκο και προδιαγράφουν μια ενδιαφέρουσα συνέχεια.
1 σχόλιο:
Την περασμένη Πέμπτη 7 Ιουνίου ο Τόλης Νικηφόρου παρουσίασε "Μπλάνκο" στη Δημοτική Κίνηση. Τι να σου κάνουν οι χορεύτριες, όταν το σουξέ είναι μυρίζει μπαγιατίλα;
Δημοσίευση σχολίου