ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟΠΟΣ
Η ρητορική του τόπου
(Εισαγωγή από το βιβλίο)
OΣΟ ΚΙ ΑΝ ΤΟ λογοτεχνικό κείμενο ιδρύει την εξουσία του μέσα από τη μυθοπλασία, τη φαντασία και την πλεκτάνη του συγγραφέα, διεκδικώντας με τα ζωτικά αυτά ψεύδη τη δύναμη της αλήθειας, κάτω από τις λέξεις ανιχνεύονται ψήγματα ζωής μεταμορφωμένα από την αφηγηματική δολιότητα.
Τα βιώματα, και ειδικά όσα συνδέονται με τη γενέθλια γη, τροφοδοτούν με πρώτες ύλες τη λογοτεχνία. Ο “βιωμένος χώρος”[1] και οι εικόνες του γίνονται η κατοικία της μνήμης και των συναισθημάτων, το καταφύγιο όπου αναζητείται ο χαμένος χρόνος.
Ο τόπος διεκδικεί έντονη παρουσία σε πολλά λογοτεχνικά έργα και γίνεται σημαντική παράμετρος της ανάγνωσης. Μια τοπογραφική προσέγγιση μπορεί να φωτίσει τις υπόγειες διαδρομές που συνδέουν τη φυσική με τη συμβολική γεωγραφία, να διερευνήσει τους τρόπους με τους οποίους ο τόπος εγγράφεται στο κείμενο, ώστε να μετασχηματίζεται σε τόπο της λογοτεχνίας. Αλλά και αντιστρόφως, πώς η μυθοποίηση ενός τόπου από τη λογοτεχνία γίνεται στοιχείο της πολιτιστικής ταυτότητας και της αφήγησής του.
Η έννοια του τόπου, στην κυριολεκτική της σημασία, αναφέρεται σε μια φυσική έκταση γης που αποτελεί με τους κατοίκους μια ανθρωπογεωγραφική ενότητα. Στις ποικίλες χρήσεις της έχει συνδεθεί με τη ρητορική, την πατρίδα, το έθνος.[2]
Διάφοροι όροι, που έχουν προταθεί, επιχειρούν να περιγράψουν πτυχές της σχέσης ενός τόπου με τη λογοτεχνία. “Λογοτεχνία της ιδιαίτερης πατρίδας” (Heimatliteratur) ονομάστηκε το είδος της γερμανικής πεζογραφίας, που άκμασε στα 1875-80, για το χωριό και τη γενέθλια χώρα των συγγραφέων.[3] Ως “λογοτεχνία της εντοπιότητας” χαρακτηρίσθηκε η ηθογραφική παραγωγή της γενιάς του ’80.[4] “Λογοτεχνία της πόλης” ορίζεται από την Λ. Τσιριμώκου εκείνη η οποία τοποθετεί στο αστικό πλαίσιο τις περιπέτειες των ηρώων και η πόλη αρχίζει να αποκτά φωνή5. Ο όρος “επαρχιακή λογοτεχνία” χρησιμοποιείται από τον Δ. Μαρωνίτη, για το έργο εκείνων των συγγραφέων που αντιμετωπίζουν την επαρχιακή τους κοιτίδα “ως μήτρα της λογοτεχνικής τους έκφρασης”6.
Η ανίχνευση των σχέσεων λογοτεχνίας και τόπου γίνεται πιο επισφαλής, και πολλές φορές μάταιη, στην ποίηση, όπου η σύζευξη σημαίνοντος και σημαινομένου είναι κατά κανόνα αγώνας σ’ ένα δρόμο δύσβατο και ολισθηρό. Παρ’ όλα αυτά, και ιδιαίτερα στην ποίηση με έντονο αφηγηματικό χαρακτήρα, μπορούμε να επισημάνουμε την παρουσία και τη λειτουργία του τόπου. Η καβαφική Αλεξάνδρεια αποτελεί παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο ένας τόπος εξελίσσεται και διαμορφώνεται ποιητικά σε κεντρικό μύθο.7
Οι ρητές ή υπαινικτικές αναφορές, τα τοπωνύμια, οι περιγραφές των χώρων και της φύσης, η ιστορία και οι παραδόσεις, η ιδιωματική γλώσσα αποτελούν τις ρωγμές από τις οποίες εκβάλλει στο κείμενο η εντοπιότητα. Η αφήγηση και η περιγραφή είναι μερικά από τα ρητορικά σχήματα με τα οποία αποκτά φωνή ο τόπος.8 Η περιγραφή, αναστέλλοντας το χρόνο, ανιχνεύει και σημαίνει πρόσωπα και χώρους, χτίζει σκηνικά και σύμβολα, ενώ η αφήγηση εκθέτει πράξεις και συμβάντα προωθώντας τη χρονική εξέλιξη.
Οι τοπωνυμικές αναφορές του λογοτεχνικού κειμένου δεν παραπέμπουν στα πράγματα μονοσήμαντα και με μαθηματική ακρίβεια, αλλά αποτελούν σημεία με έντονο φορτίο συνδηλώσεων. Οι ψηφίδες του τόπου, που συγκεντρώνει ο αναγνώστης, συνθέτουν ασφαλώς ένα χάρτη. Εις μάτην, όμως, θα επιχειρήσει να τον ταυτίσει με το γεωγραφικό. Γιατί ο τόπος αποκτά, εκτός από την πραγματική, μυθική διάσταση. Γίνεται σύμβολο φορτισμένο με μιαν εμπειρία ζωής. Και όταν η λογοτεχνία αναφέρεται σ’ έναν τόπο, κι αυτό αποτελεί την κατάθεσή της, είναι για να στηρίξει αυτή την αίσθηση ζωής.9
Η ιθαγένεια του συγγραφέα πρέπει να αναζητηθεί στο βιωμένο χώρο, στον τόπο ο οποίος είναι ποντισμένος στην εποχή της αμετακίνητης παιδικής ηλικίας10 και αποτελεί πηγή της έμπνευσής του.
Τα βιώματα, και ειδικά όσα συνδέονται με τη γενέθλια γη, τροφοδοτούν με πρώτες ύλες τη λογοτεχνία. Ο “βιωμένος χώρος”[1] και οι εικόνες του γίνονται η κατοικία της μνήμης και των συναισθημάτων, το καταφύγιο όπου αναζητείται ο χαμένος χρόνος.
Ο τόπος διεκδικεί έντονη παρουσία σε πολλά λογοτεχνικά έργα και γίνεται σημαντική παράμετρος της ανάγνωσης. Μια τοπογραφική προσέγγιση μπορεί να φωτίσει τις υπόγειες διαδρομές που συνδέουν τη φυσική με τη συμβολική γεωγραφία, να διερευνήσει τους τρόπους με τους οποίους ο τόπος εγγράφεται στο κείμενο, ώστε να μετασχηματίζεται σε τόπο της λογοτεχνίας. Αλλά και αντιστρόφως, πώς η μυθοποίηση ενός τόπου από τη λογοτεχνία γίνεται στοιχείο της πολιτιστικής ταυτότητας και της αφήγησής του.
Η έννοια του τόπου, στην κυριολεκτική της σημασία, αναφέρεται σε μια φυσική έκταση γης που αποτελεί με τους κατοίκους μια ανθρωπογεωγραφική ενότητα. Στις ποικίλες χρήσεις της έχει συνδεθεί με τη ρητορική, την πατρίδα, το έθνος.[2]
Διάφοροι όροι, που έχουν προταθεί, επιχειρούν να περιγράψουν πτυχές της σχέσης ενός τόπου με τη λογοτεχνία. “Λογοτεχνία της ιδιαίτερης πατρίδας” (Heimatliteratur) ονομάστηκε το είδος της γερμανικής πεζογραφίας, που άκμασε στα 1875-80, για το χωριό και τη γενέθλια χώρα των συγγραφέων.[3] Ως “λογοτεχνία της εντοπιότητας” χαρακτηρίσθηκε η ηθογραφική παραγωγή της γενιάς του ’80.[4] “Λογοτεχνία της πόλης” ορίζεται από την Λ. Τσιριμώκου εκείνη η οποία τοποθετεί στο αστικό πλαίσιο τις περιπέτειες των ηρώων και η πόλη αρχίζει να αποκτά φωνή5. Ο όρος “επαρχιακή λογοτεχνία” χρησιμοποιείται από τον Δ. Μαρωνίτη, για το έργο εκείνων των συγγραφέων που αντιμετωπίζουν την επαρχιακή τους κοιτίδα “ως μήτρα της λογοτεχνικής τους έκφρασης”6.
Η ανίχνευση των σχέσεων λογοτεχνίας και τόπου γίνεται πιο επισφαλής, και πολλές φορές μάταιη, στην ποίηση, όπου η σύζευξη σημαίνοντος και σημαινομένου είναι κατά κανόνα αγώνας σ’ ένα δρόμο δύσβατο και ολισθηρό. Παρ’ όλα αυτά, και ιδιαίτερα στην ποίηση με έντονο αφηγηματικό χαρακτήρα, μπορούμε να επισημάνουμε την παρουσία και τη λειτουργία του τόπου. Η καβαφική Αλεξάνδρεια αποτελεί παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο ένας τόπος εξελίσσεται και διαμορφώνεται ποιητικά σε κεντρικό μύθο.7
Οι ρητές ή υπαινικτικές αναφορές, τα τοπωνύμια, οι περιγραφές των χώρων και της φύσης, η ιστορία και οι παραδόσεις, η ιδιωματική γλώσσα αποτελούν τις ρωγμές από τις οποίες εκβάλλει στο κείμενο η εντοπιότητα. Η αφήγηση και η περιγραφή είναι μερικά από τα ρητορικά σχήματα με τα οποία αποκτά φωνή ο τόπος.8 Η περιγραφή, αναστέλλοντας το χρόνο, ανιχνεύει και σημαίνει πρόσωπα και χώρους, χτίζει σκηνικά και σύμβολα, ενώ η αφήγηση εκθέτει πράξεις και συμβάντα προωθώντας τη χρονική εξέλιξη.
Οι τοπωνυμικές αναφορές του λογοτεχνικού κειμένου δεν παραπέμπουν στα πράγματα μονοσήμαντα και με μαθηματική ακρίβεια, αλλά αποτελούν σημεία με έντονο φορτίο συνδηλώσεων. Οι ψηφίδες του τόπου, που συγκεντρώνει ο αναγνώστης, συνθέτουν ασφαλώς ένα χάρτη. Εις μάτην, όμως, θα επιχειρήσει να τον ταυτίσει με το γεωγραφικό. Γιατί ο τόπος αποκτά, εκτός από την πραγματική, μυθική διάσταση. Γίνεται σύμβολο φορτισμένο με μιαν εμπειρία ζωής. Και όταν η λογοτεχνία αναφέρεται σ’ έναν τόπο, κι αυτό αποτελεί την κατάθεσή της, είναι για να στηρίξει αυτή την αίσθηση ζωής.9
Η ιθαγένεια του συγγραφέα πρέπει να αναζητηθεί στο βιωμένο χώρο, στον τόπο ο οποίος είναι ποντισμένος στην εποχή της αμετακίνητης παιδικής ηλικίας10 και αποτελεί πηγή της έμπνευσής του.
1. Gaston Bachelard, Η ποιητική του χώρου, εκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα 1982, σ. 25.
2. Για μια λεπτομερή έρευνα της έννοιας του τόπου βλ. Άρτεμις Λεοντή Τοπογραφίες του ελληνισμού, εκδ. SCRIPTA, Αθήνα 1998.
3. “Η χωριάτικη ή επαρχιακή λογοτεχνία δεν ήταν μεμονωμένο γερμανικό φαινόμενο στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Αρκεί ν’ αναφέρουμε τα ονόματα του Balzac στη Γαλλία, του Turgenev στη Ρωσία, του Hardy στην Αγγλία και του Verga στην Ιταλία, για να φανεί ο πανευρωπαϊκός χαρακτήρας της λογοτεχνικής αυτής στροφής ενός βιομηχανικά αναπτυσσόμενου αστισμού στις “αμόλυντες” πηγές μιας τέως παρθένας επαρχίας”, Γ. Βελουδής “Βιζυηνός και Auerbach” στο Μονά - ζυγά, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1992, σ. 39.
4. Γ. Μελισσαράτου, “Οι κοινοί τόποι της εντοπιότητας”. Διαβάζω τχ. 326, 1994, σ. 51. Για τα προβλήματα της ορολογίας και το ρεύμα που αναδεικνύει το τοπικό χρώμα στη λογοτεχνία της Ευρώπης βλ. Ελένη Πολίτου - Μαρμαρινού, λήμμα “Ηθογραφία”, στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα. Επίσης ο Γ. Δάλλας στην εισαγωγή των διηγημάτων του Κ. Θεοτόκη μιλάει για “πεζογραφία της εντοπιότητας”, Κ. Θεοτόκης, Διηγήματα, εκδ. Κείμενα, Αθήνα 1982, σ. 9.
5. Λογοτεχνία της Πόλης, εκδ. Λωτός, Αθήνα 1988, σ. 10.
6. Πίσω μπρος, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1986, σ. 240.
7. Βλ. Edmund Keeley, Η καβαφική Αλεξάνδρεια, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1979.
8. Για τους όρους αφήγηση και περιγραφή πρβλ. G. Genette Τα όρια της διήγησης, εκδ. Καρδαμίτσα, 1987, σ. 25, Λ. Τσιριμώκου, ό.π. σ. 45, Γ. Φαρίνου - Μαλαματάρη Αφηγηματικές τεχνικές στον Παπαδιαμάντη, εκδ. Κέδρος 1987, Γ. Βελουδής Γραμματολογία, εκδ. Δωδώνη 1997.9. Ρέα Γαλανάκη, Βασιλεύς ή Στρατιώτης, εκδ. Άγρα, 1997, σ. 38.
10. G. Bachelard, ό.π. σ. 33
2. Για μια λεπτομερή έρευνα της έννοιας του τόπου βλ. Άρτεμις Λεοντή Τοπογραφίες του ελληνισμού, εκδ. SCRIPTA, Αθήνα 1998.
3. “Η χωριάτικη ή επαρχιακή λογοτεχνία δεν ήταν μεμονωμένο γερμανικό φαινόμενο στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Αρκεί ν’ αναφέρουμε τα ονόματα του Balzac στη Γαλλία, του Turgenev στη Ρωσία, του Hardy στην Αγγλία και του Verga στην Ιταλία, για να φανεί ο πανευρωπαϊκός χαρακτήρας της λογοτεχνικής αυτής στροφής ενός βιομηχανικά αναπτυσσόμενου αστισμού στις “αμόλυντες” πηγές μιας τέως παρθένας επαρχίας”, Γ. Βελουδής “Βιζυηνός και Auerbach” στο Μονά - ζυγά, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1992, σ. 39.
4. Γ. Μελισσαράτου, “Οι κοινοί τόποι της εντοπιότητας”. Διαβάζω τχ. 326, 1994, σ. 51. Για τα προβλήματα της ορολογίας και το ρεύμα που αναδεικνύει το τοπικό χρώμα στη λογοτεχνία της Ευρώπης βλ. Ελένη Πολίτου - Μαρμαρινού, λήμμα “Ηθογραφία”, στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα. Επίσης ο Γ. Δάλλας στην εισαγωγή των διηγημάτων του Κ. Θεοτόκη μιλάει για “πεζογραφία της εντοπιότητας”, Κ. Θεοτόκης, Διηγήματα, εκδ. Κείμενα, Αθήνα 1982, σ. 9.
5. Λογοτεχνία της Πόλης, εκδ. Λωτός, Αθήνα 1988, σ. 10.
6. Πίσω μπρος, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1986, σ. 240.
7. Βλ. Edmund Keeley, Η καβαφική Αλεξάνδρεια, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1979.
8. Για τους όρους αφήγηση και περιγραφή πρβλ. G. Genette Τα όρια της διήγησης, εκδ. Καρδαμίτσα, 1987, σ. 25, Λ. Τσιριμώκου, ό.π. σ. 45, Γ. Φαρίνου - Μαλαματάρη Αφηγηματικές τεχνικές στον Παπαδιαμάντη, εκδ. Κέδρος 1987, Γ. Βελουδής Γραμματολογία, εκδ. Δωδώνη 1997.9. Ρέα Γαλανάκη, Βασιλεύς ή Στρατιώτης, εκδ. Άγρα, 1997, σ. 38.
10. G. Bachelard, ό.π. σ. 33
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου