Το κείμενο αποτελεί εισήγηση στην εκδήλωση την οποία διοργάνωσε η «Τέχνη - Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία» στο
Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, με
θέμα «Ιστορία και κοινωνία στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία» στις 06 Μαΐου 2014
Πώς αντιμετωπίζει ο μυθιστοριογράφος μια μεγάλη κρίση του καιρού του;
Το ερώτημα τον τοποθετεί αργά ή γρήγορα μπροστά σε μια οφειλόμενη απάντηση. Τα
τελευταία χρόνια εμφανίζονται στην πεζογραφία ολοένα και περισσότερα
μυθιστορήματα τα οποία αμέσως ή εμμέσως αναφέρονται στην κρίση της ελληνικής
κοινωνίας. Ήδη, ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
από το Σεπτέμβρη του 2010 επεσήμανε μια αλλαγή του
τοπίου και στην λογοτεχνία. Την υποχώρηση του ατομικού και την εμφάνιση
μυθιστορημάτων με έντονη πολιτική και κοινωνική χροιά. Μετά
από τέσσερα χρόνια μπορούμε νομίζω
να πούμε ότι η εξέλιξη της πεζογραφικής παραγωγής επιβεβαίωσε την ορθότητα
αυτής της παρατήρησης. Προσωπικά
θεωρώ -όπως είχα αναφέρει και στο σχετικό
αφιέρωμα του περιοδικού Διαβάζω πριν από δυο χρόνια- ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεγάλη καμπή, σε μια στροφή της ελληνικής λογοτεχνίας. Μπροστά στο τέλος μιας περιόδου που ξεκίνησε
περίπου το 1980 και τελειώνει στις μέρες μας. Με κύρια χαρακτηριστικά την
εγκατάλειψη της πολιτικής, των ιδεολογιών και των εθνικών μύθων, τη
στροφή στην ατομικότητα και τον μικρόκοσμο της καθημερινότητας. Αυτό
δηλ. που πιο εύστοχα στην ποίηση αποκλήθηκε «γενιά του ιδιωτικού
οράματος».
Προοδευτικά, αλλά εμφανώς από τη δεκαετία του 80, - και μιλάμε πάντα
για την κυρίαρχη εικόνα προφανώς υπάρχουν και οι εξαιρέσεις- παρατηρούμε να
καταγράφεται μια υποχώρηση της πολιτικής και κοινωνικής διάστασης της
μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας. «Η περιπέτεια του Κιβωτίου» είχε λήξει και με
κάποια υπερβολή περάσαμε στην αντίπερα όχθη του ιδιωτικού οράματος και της
ατομικής μυθολογίας. Η επιτυχία, το σεξ, η κατανάλωση, το life style, η
ελαφρότητα γνωρίσματα αρκετά κοινά μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και τεχνοκρατικής κοινωνίας, ήρθαν στο προσκήνιο
από μια νέα γενιά πεζογράφων με τη μορφή της παρωδίας και του κυνισμού. Από την
άποψη αυτή το 1989 –παρά τον κομβικό χαρακτήρα
που του έχει αποδοθεί από αρκετούς κριτικούς στην Ελλάδα- κατά την άποψή μου διαδραματίζει ψυχολογικό;
κυρίως ρόλο, καθώς επικυρώνει τυπικά και ληξιαρχικά αυτό πού ήταν ήδη
συντελεσμένο στο πεδίο των ιδεών χωρίς εντυπωσιασμούς και πτώσεις των τειχών.
Ταυτόχρονα κατά τη δεκαετία του 80 χάνονται οι βολικές βεβαιότητες και τα
ερμηνευτικά σχήματα του παρελθόντος, ενώ οι ποικίλες θεωρίες του τέλους της μετανεωτερικής σκέψης έρχονται να
καλύψουν να καλύψουν την ιστορική αμηχανία.
Όμως το γεγονός ότι χρεοκόπησαν οι μεγάλοι μύθοι της Ιστορίας και
της πολιτικής δεν σημαίνει ότι καταργήθηκαν ούτε η Ιστορία ούτε η πολιτική. Κι
αν από τη δεκαετία του 80 η ατομικότητα έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο -και παρά
τις δηλωμένες προθέσεις των συγγραφέων- η
Ιστορία υπομειδιά. Η αυταπάτη ότι η λογοτεχνία είναι μια νησίδα ανεπηρέαστη
από άλλες πολιτισμικές ή κοινωνικές πρακτικές και το συγγραφικό εγώ παραμένει
ερμητικά κλεισμένο στον εαυτό του και
αδιάβροχο από ιδεολογίες και κοινωνικές προκαταλήψεις δεν αντέχει σε σοβαρή
κριτική.
Τα κείμενα δεν είναι αθώα ιδεολογικών ή κοινωνικών πεποιθήσεων
ακόμα και όταν υπαινίσσονται την άρνηση της πολιτικής, της ιδεολογίας, της
ιστορίας. «Το ζήτημα- όπως γράφει το
Τέρι Ηγκλετον - δεν είναι να συζητήσουμε αν η “λογοτεχνία” θα έπρεπε να
συνδέεται με την “ιστορία” ή όχι· το ζήτημα είναι οι διαφορετικές αναγνώσεις
της ίδιας της ιστορίας».
Εκείνο το οποίο, όμως, σαφώς
έχει αλλάξει είναι ο τρόπος πρόσληψης και ανάγνωσης της κοινωνικής
πραγματικότητας. Ενώ μέχρι τη δεκαετία
του 70, παρά τα επιμέρους ρεύματα, έδινε
τον τόνο η λογοτεχνία η οποία αναζητούσε μια «ποιητική και πολιτική ηθική» με φόντο τους εθνικούς και
ιδεολογικούς μύθους, την τριακονταετία 1980-2010 δεν εντασσόταν
σε κανένα συλλογικό ορίζοντα ή σχέδιο, αλλά φιλτράρονταν μέσα από τον καθημερινό μικρόκοσμο. Αναζητούσε την
αλήθεια υπαρξιακά. Εκεί που παλιότερα
κυριαρχούσε η ιδεολογική ανάγνωση της πραγματικότητας, τώρα προκρίνονταν η βιωματική.
Παράλληλα με το μοτίβο του εγώ που πλήττει μέσα στο σκηνικό της
μεγαλούπολης, από τη δεκαετία το 90
παρατηρούμε όχι μόνο την επανάκαμψη του ιστορικού μυθιστορήματος, αλλά
γενικότερα την ανάδυση μια νέας τάσης η οποία προσέγγιζε προβλήματα
ατομικής και συλλογικής ταυτότητας, ετερότητας, φύλου, γεωγραφικών και πολιτιστικών
συνόρων. Εκεί που παλιότερα υπήρχε
πόλωση τώρα υπήρχε η θεματολογική και ιδεολογική ανεξιθρησκία. Φτάναμε δηλαδή στην κοινωνία και την
Ιστορία με άλλο δρόμο. Όχι με ιδεολογικές προθέσεις, υπόρρητα κοινωνικά
σχέδια, βολικές βεβαιότητες και έτοιμα ερμηνευτικά σχήματα αλλά την ατομική ευαισθησία.
Πώς
αντιμετωπίζει όμως ο μυθιστοριογράφος –για να επανέλθω στο αρχικό ερώτημα- μια μεγάλη κρίση του καιρού του; Οι περισσότεροι περιμένουν πολλά χρόνια, ώστε να
κατακαθίσει ο ορυμαγδός πριν εμποτίσουν την πένα τους στη θολή μελάνη των
γεγονότων. Ο Φίλιπ Ροθ λέει ότι προτιμά
να περάσει ο χρόνος ώστε να φανούν πιο ανάγλυφα
οι τάσεις και η δυναμική των πραγμάτων. Αρκετοί δεν διστάζουν να
ακουμπήσουν το χέρι τους στην καυτή ύλη του καιρούς τους. Ο Ντον Ντελλίλο μετά
την πτώση των δίδυμων πύργων έγραψε το «Άνθρωπος σε πτώση». Οι μεγάλοι
πεζογράφοι, όπως ο Γιόζεφ Ροτ «Με τον ιστό της αράχνης» μας έδειξαν ότι
προηγούνται της εποχής τους. Γενικά δεν υπάρχει συνταγή, ο καθένας κάνει ό,τι
νομίζει καλύτερο και όλοι κρίνονται εκ του αποτελέσματος.
Όταν το 2005
ξεκίνησα να γράφω το μυθιστόρημα η κρίση δεν ήταν ορατή. Μέσα μου όμως είχε
κατασταλάξει ένα αρνητικό συναίσθημα αγανάκτησης και απογοήτευσης για όσα
συνέβαιναν στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, το οποίο υπάρχει ω συναισθηματικό
ίζημα στο μυθιστόρημα. Ο Οδυσσέας, που
είναι ο αφηγητής, ζει τη διάλυση του ονείρου μιας εποχής. Περιγράφει τη χαμένη
γενιά που ξεκίνησε κάποτε με την
ωραία ματαιοδοξία να αλλάξει τον κόσμο, αλλά έμεινε στα μισά του δρόμου και
διαλύθηκε σε μια μπελ εποκ της κατανάλωσης. Τη γενιά που άντεξε τον φάλαγγα και
τον βούρδουλα αλλά λύγισε στο βελούδινο χέρι. Που άφησε στην άκρη το
φωτοστέφανο και αναζήτησε με πάθος τη λατρεία της επιτυχίας, το εύκολο χρήμα
και τη χλιδάτη ζωή, ξεχνώντας την ηθική και την κοινωνική της συνείδηση.
Τα πρόσωπα
επωμίζονται διαφορετικές εκδοχές και ερμηνείες της ιστορίας. Ο αντιπαράθεση Δενδρινού – Σκαρλάτου, των δυο ανταγωνιστών καθηγητών
στο πανεπιστήμιο, εκφράζει τον εμφύλιο
πολιτικό διχασμό που διατρέχει την ελληνική κοινωνία στη διάρκεια του
εικοστού αιώνα. «Όσο µεγάλωνε ο
Δενδρινός, είχε την εντύπωση ότι ο κόσµος ήταν µοιρασµένος πάντα σε δυο
κοµµάτια. «Εµείς» και οι «άλλοι». Το φως και το σκοτάδι. Δυο µεγάλες ήπειροι
που χωρίζονταν από έναν βαθύ ωκεανό». Μια Ελλάδα διχασμένη με τον Βενιζελισμό, τον Εμφύλιο, τη Δικτατορία. Αντίθετα η σχέση του Στέφανου Δενδρινού με
τον Ιάκωβο Δαπόντε ενσαρκώνει τον βαθύτερο πολιτιστικό ρήγμα Ανατολής – Δύσης. Μέσα από τη διαμάχη για τη Ροτόντα, τη
διαφορετική αντίληψη για την αγιογραφία και το χαμένο χειρόγραφο ο Δαπόντε
αναζητά την ουσία της «καθ’ ημάς Ανατολής» και
ο Δενδρινός μια αντίληψη για τον ελληνισμό που ξεκινά από τον Αριστοτέλη
και περνά μέσα από τον Διαφωτισμό.
Εδώ οφείλουμε
να επισημάνουμε έναν μεγάλο κίνδυνο. Ασφαλώς δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον
άνθρωπο έξω από τα κοινωνικά συμφραζόμενα. Ο άνθρωπος και ο κόσμος είναι συνδεδεμένοι όπως το σαλιγκάρι με το
καβούκι του. Με τον Μπαλζάκ, λέει Μίλαν Κούντερα,
το μυθιστόρημα έχει επιβιβαστεί στο τραίνο της Ιστορίας και δεν θα μπορέσει ποτέ πια να απαλλαγεί
απ’ αυτή την κληρονομιά. Μπορεί οι ιστορίες να τοποθετούνται σε
ένα κοινωνικό πλαίσιο αλλά η
λογοτεχνία δεν μιλάει όπως η δημοσιογραφία, η ιστορία ή η επιστήμη. Γιατί
η πρώτη ύλη της, και αυτή η διαφορά της,
είναι οι περιπέτειες των ανθρώπων και
των αισθημάτων. Έργο του
πεζογράφου είναι να ανιχνεύσει τους τρόπους με τους οποίους τα γεγονότα
εσωτερικεύονται, μεταφράζονται σε πληγές της ψυχής και της σάρκας, σε ιστορίες
των ανωνύμων που ασφυκτιούν στα ψυχρά νούμερα και στη λήθη της Ιστορίας, ώστε
να φωτιστεί διαφορετικά το παρελθόν αλλά και το παρόν. Έτσι παρά το γεγονός ότι «Το όνειρο του
Οδυσσέα» -για να μιλήσω με ένα παράδειγμα που μου είναι οικείο- αναφέρεται στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης και
προσπαθεί να κάνει την ανατομία της εποχής, το θέμα του είναι η χρεοκοπία των μυαλών και των συνειδήσεων. Παρακολουθεί τη σταδιακή υποχώρηση των
χαρακτήρων από τις αξίες που πίστευαν μέχρι την πλήρη έκπτωση και την
αντιστροφή τους. Ερευνά πώς από τα ιδανικά της νιότης τους για έναν καλύτερο
κόσμο κατέληξαν σε έναν χυδαίο ατομισμό και την απληστία.
Επειδή τελευταία
γίνεται πολύ συζήτηση σχετικά με τη σχέση της κρίσης με την πεζογραφία, πρέπει να πούμε ότι το
μυθιστόρημα, με τη στροφή που επισημάναμε, δεν κάνει κάτι καινούριο ή επαναστατικό. Απλώς ξαναθυμάται την παλιά τέχνη του
Μπαλζάκ που έχει ξεχάσει. «Μελετώ την πορεία της εποχής μου και
τυπώνω αυτό το βιβλίο», έγραφε στον πρόλογο από τους «Χωριάτες». Γιατί
ήταν πάντα η μεγάλη τέχνη για τον στοχασμό πάνω στον άνθρωπο και την κοινωνία.
Όπως συνέβαινε όταν ο Σταντάλ περιέγραφε στο «Κόκκινο και το μαύρο»
τη γαλλική κοινωνία και την υποκρισία της την εποχή της παλινόρθωσης ή
όταν ο Μπαλζάκ περιέγραφε στις «Χαμένες Ψευδαισθήσεις» την
εκπόρνευση των εφημερίδων ή όταν ο Φλωμπέρ περιέγραφε στην
«Αισθηματική αγωγή» στην επανάσταση του 1848.
Όμως –και θα κλείσω μ’ αυτό- παρ’ όλο που μια μεγάλη
κοινωνική κρίση θέτει το μυθιστοριογράφο μπροστά σε παλαιά ερωτήματα, εκείνος οφείλει να ανακαλύπτει νέες
προσεγγίσεις και νέες απαντήσεις. Γιατί το μυθιστόρημα είναι υποχρεωμένο
να επανεφευρίσκει τον εαυτό του για να μπορέσει να υπάρξει. Από την εποχή του Walter Scott κύλησε πολύ
νερό κάτω από τη γέφυρα της Ιστορίας και της λογοτεχνίας. Η πρώτη πέρασε
από τις επηρμένες βεβαιότητες που κραδαίνουν την μοναδικότητα της αλήθειας στην
υποψιασμένη αντίληψη της Iστορίας ως αφήγηση και ως κατασκευή, ενώ η δεύτερη έχει διανύσει δυο αιώνες
ανατροπών. Η αμφισβήτηση του γνωστικού υποκειμένου, η αντίληψη ότι και το
μυθιστόρημα είναι μια κατασκευή, η αυτοαναφορικότητα της αφήγησης που αναζητά
τα όριά της έχουν υπονομεύσει την αθωότητα του αφηγηματικού «εγώ». «Η
παραχάραξη της αλήθειας –λέει ο Οδυσσέας-
µοιάζει αναπότρεπτη παρά τις καλές προθέσεις του βιογράφου. Κι αν στην
αρχή φαντάζει παντοδύναµος µπροστά στη λευκή σελίδα, καταλήγει ταλαντευόµενος
µπροστά στις αφηγηµατικές εκδοχές. Κάθε απόπειρα να διηγηθείς την ιστορία είναι
µια απλούστευση. Κάθε λέξη κλειδώνει απέξω χιλιάδες αποχρώσεις. Όλα είναι
µάταια. Κι η γραφή ένα λυχνάρι που φωτίζει αναιµικά την αλήθεια µέσα στη νύχτα,
όταν λιµοκτονούµε για ήλιο».
ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ. 172, Καλοκαίρι 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου