GUSTAVE FLAUBERT, «Το ταξίδι στην Ελλάδα»
Μετάφραση: Π. Α. Ζάννας
Εκδόσεις Το Βήμα, Αθήνα 2010, σ. 210
«Πηγαίνοντας στον Παρθενώνα και επιστρέφοντας εκεί, κοίταξα για πολλή ώρα εκείνο το στήθος με τους ολοστρόγγυλους μαστούς που είναι φτιαγμένοι για να σε τρελάνουν από έρωτα.Χαίρε Αθήνα! Αλλού, τώρα!», σημειώνει στα τετράδιά του, αφήνοντας την Ακρόπολη.
Τον Δεκέμβρη του 1850, ο Φλωμπέρ συνοδευόμενος από τον φίλο του Μαξίμ Ντυ Καν, μετά την Αίγυπτο, τη Συρία και την Τουρκία θα επισκεφτεί την Ελλάδα. Είναι δυο χρόνια μετά την ψυχοφθόρα απόφασή του να μην εκδώσει τον «Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου» και εφτά χρόνια προτού ο Γουσταύος γίνει ο διάσημος Φλωμπέρ της «Μαντάμ Μποβαρύ».
Η Αθήνα είναι ο τελευταίος σταθμός του ταξιδιού του στην Ανατολή. Στους δυο σχεδόν μήνες που αφιέρωσε θα επισκεφθεί, επίσης, τις Θερμοπύλες, τους Δελφούς, την Πελοπόννησο και αναχώρησε τέλη Ιανουαρίου του 1851 από την Πάτρα για το Μπρίντιζι.
Τις εντυπώσεις του –ταξιδιωτική απομνημόνευση όπως το ορίζει στον πρόλογό του Κ.Θ. Δημαράς- τις καταγράφει συστηματικά στα δερμάτινα «Carnets de Voyages» τα οποία δεν είδαν το φως της δημοσιότητας όσο ζούσε. Μια συρραφή από τις σημειώσεις που κρατούσε στο ταξίδι του στην Ανατολή εκδόθηκε το 1911 από το Λουί Κονάρ, με τον τίτλο «Ταξιδιωτικές Σημειώσεις».
Αν και στις σελίδες του υπάρχουν κυρίως οι περιγραφές που κάνει με φωτογραφική ακρίβεια, από τις επιστολές του προς τη μητέρα του φαίνεται ότι μπροστά στην Ακρόπολη βίωσε εξαιρετικές συγκινήσεις. «Και τα ερείπια! Τα ερείπια! Τι ερείπια! Τι άνθρωποι αυτοί οι έλληνες! Τι καλλιτέχνες!». Εξερευνώντας το σώμα της Ελλάδας αναζητά τα σημάδια της αρχαιότητας. Στα λαγκάδια του Παρνασσού αναρωτιέται μήπως αυτό είναι το σημείο όπου βρίσκεται το σταυροδρόμι του Οιδίποδα. Στην Κόρινθο αναφωνεί: «Πού βρίσκεσαι Λαϊς;».
Βεβαίως, στο δρόμο του Φλωμπέρ βάδισαν πολλοί ευρωπαίοι. Μπάιρον, Λαμαρτίνος, Σατωβριάνδος, Νερβάλ, Γκωτιέ. Για το πλήθος των ρομαντικών περιηγητών του 18ου και 19ου αιώνα η Ελλάδα των ερειπίων είναι ένας τόπος εμβληματικός στο φαντασιακό τους. Οικειοποιούνται τα μάρμαρα για να αναζητήσουν τις χαμένες ρίζες του δυτικού πολιτισμού, οι οποίες μέσα από τον διαφωτισμό και την αναγέννηση φθάνουν στην αρχαιότητα. Το βλέμμα των ξένων συνθέτει τη δική του εκδοχή για την αρχαία Ελλάδα, το κλασικό και την ομορφιά.
Όταν ο Φλωμπέρ κρατάει τις σημειώσεις, δεν είναι ακόμη ο μεγάλος στυλίστας της γραφής. Ωστόσο, διακρίνεται ένα πολύ βασικό του γνώρισμα. Το βλέμμα του. Η οξύτητα της περιγραφής. Χωρίς λυρισμούς, αν και τα τοπία προδιαθέτουν για κάτι τέτοιο, οι εξαιρετικές λεπτομέρειες γίνονται η οδός για την καταγραφή της αλήθειας. Σε αρκετά σημεία η κατεδαφιστική φλωμπεριανή ειρωνεία και το πνεύμα που συνοδεύει τις παρατηρήσεις κάνουν το κείμενο απολαυστικό. Όπως εκείνο της επίσκεψής του στη Μουνυχία, το σημερινό Μικρολίμανο: «Ακολουθώντας την ακροθαλασσιά, ερείπια ενός μικρού ναού όπου η Μεγαλειοτάτη έρχεται να γδυθεί όταν κάνει τα κρύα μπάνια της. Ω, ακτή! Η άμμος σου πατήθηκε από άλλα πόδια! Ω, άνεμε του Αιγαίου πελάγους, δρόσισες άλλους πισινούς!!!».
Η σύγχρονη Ελλάδα αποτελεί μια άσχημη αντίστιξη στη γοητεία των ερειπίων. Το οθωμανικό χρώμα στα χωριά και τις πολιτείες βαραίνει ακόμη. Οι ελληνίδες του φαίνονται κοντόχοντρες, άσχημες και βρώμικες. «Όλη η ομορφιά, ως τώρα, θαρρώ πως περιορίζεται στους νέους», γράφει. «Καπάτσος σαν έλληνας» αναφέρει κάπου στην «Αισθηματική αγωγή». Δεν το ερμηνεύει αλλά και άλλοι περιηγητές είναι πρόθυμοι να αποδώσουν τέτοια γνωρίσματα στην Οδυσσειακή του καταγωγή.
Ακόμη κι ο Κανάρης τον οποίο επισκέφθηκε θα είναι μια απογοήτευση. Τον ήξερε από τα «Ανατολίτικα»(Les Orientales, 1829), όπου ο Βίκτωρ Ουγκώ του αφιέρωνε τρία ποιήματα και τον περιέγραφε ως έναν ημίθεο ακτινοβόλου δόξας. Τι είδε ο Φλωμπέρ; Έναν μικροκαμωμένο ασπρομάλλη άντρα με ζουπιγμένη και λοξή μύτη καθισμένο στην πολυθρόνα του σπιτιού του. «Πραγματικός αστός! Θλιβερή επίσκεψη! Να ωστόσο ένας άνθρωπος αιώνιος, απαθανατισμένος!». Ακόμη κι ο Μαξιμ ντι Καν, ο συνοδοιπόρος του Φλωμπέρ, τον περίμενε με περικνημίδες. Σαν αρχαίο έλληνα.
Η επανέκδοση του «Βήματος» είναι η παλαιότερη έκδοση του «Ολκού» με καινούριο εξώφυλλο. Η μοναδική και ατυχής συνεισφορά του υποδηλώνει τους κινδύνους της μαζικών εκδόσεων. Το άσχημο εξώφυλλο με τους γιαπωνέζους τουρίστες στοιβαγμένους για φωτογράφιση μπροστά στην Ακρόπολη, θεματικά άσχετο με το περιεχόμενο, καταγράφει την τεράστια απόσταση που χωρίζει τη σύγχρονη αντίληψη του τουρίστα των ξενοδοχείων πέντε αστέρων από εκείνην ενός περιηγητή όπως ο Φλωμπέρ. «Ο δρόμος ανηφορίζει πάλι. Βρέχει τόσο δυνατά ώστε δεν βλέπω τίποτα, μουδιασμένος από το κρύο μόλις έχω τη δύναμη να ανοίξω τα μάτια μου» αναφέρει. Διασχίζει έφιππος ποτάμια και χείμαρρους, τους κάμπους και τα χιονισμένα βουνά της Ελλάδας ανάμεσα σε σκυλιά που γαβγίζουν, για να καταλήξει βρεγμένος ως το κόκαλο στα μικρά χάνια όπου έχει να αντιμετωπίσει τον καπνό, τους ψύλλους και τις στέγες που στάζουν. Αλλά το εγχείρημα του Γάλλου συγγραφέα έχει έναν βαθύτερο σκοπό. Είναι ένα ταξίδι ψυχικό. Υπομένει τα πάντα για να αποζημιωθεί στο τέλος, όταν αντικρύσει αυτό που αναζητά. «Είχα διάθεση να κλάψω και να κυλιστώ καταγής, θα ένιωθα πρόθυμα την ευχαρίστηση της προσευχής, αλλά σε ποια γλώσσα και με ποια διατύπωση;».
Κατά τα άλλα είναι η γνωστή πολύ καλή έκδοση του «Ολκού» του 1989 με πρόλογο του Δημαρά, σημειώσεις της Νατάσας Αγαπίου και την εξαιρετική μετάφραση του Παύλου Ζάννα.
ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ.153
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου