Τρίτη 20 Μαρτίου 2007

Ονείρων κοινοκτημοσύνη




Επί πτερύγων ονείρων

"Ονείρων κοινοκτημοσύνη"

Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2002


Ο Πρόδρομος Μάρκογλου ανήκει στη Δεύτερη Μεταπολεμική γενιά, της «χαμένης γενιάς» όπως την αποκάλεσαν, στριμωγμένης ανάμεσα στους μεγαλύτερους της Πρώτης και τους θορυβώδεις της γενιάς του ’70 ή της αμφισβήτησης. Όσο, όμως, οι ποιητές αυτής της περιόδου ωριμάζουν ηλικιακά, αποσαφηνίζεται η γραμματολογική τους αποτίμηση και αναφέρομαι, κυρίως, στην Ανθολογία του Ανέστη Ευαγγέλου και εκείνη των εκδόσεων Σοκόλη, σε επιμέλεια Κώστα Γ. Παπαγεωργίου.

Το ποιητικό του έργο του Π. Μ. περιλαμβάνεται στην επίτομη έκδοση «Έσχατη υπόσχεση (1958-1992)». Το «Ονείρων Κοινοκτημοσύνη» είναι η τελευταία του ποιητική συλλογή η οποία συγκεντρώνει ποιήματα της δεκαετίας του ’90. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1962 με την ποιητική συλλογή «Έγκλειστοι» αλλά από το 1980, με το πεζό «Ο χώρος της Ιωάννας και ο χρόνος του Ιωάννη», καλλιεργεί ταυτόχρονα και την πεζογραφία. Το κοινωνικό περιβάλλον του γενέθλιου τόπου του αλλά και οι τραυματικές εμπειρίες της κατοχής και των δύσκολων μεταπολεμικών χρόνων τον διαμόρφωσαν ως άνθρωπο και αφήνουν έντονα το στίγμα τους στο έργο του, έτσι ώστε να χαρακτηριστεί από τον Ανέστη Ευαγγέλου «αυθεντικός ποιητής της κοινωνικής οδύνης.» Στην ποιητική του διαδρομή, όμως, διολισθαίνει αδιόρατα σε μια οδύνη υπαρξιακή καθώς εκφράζει την θλίψη και την απορία του υποκειμένου, το οποίο βουλιάζει ως ξένο σώμα την ιλύ ενός αλλότριου κόσμου, και κρατάει στην παλάμη του αποτεφρωμένα όνειρα. Βέβαια, από την πρώτη συλλογή η πολιτεία ήταν ένα ναρκοπέδιο και η φρίκη κυκλοφορούσε στους δρόμους. Έγκλειστοι «και πάντα χωρίς έξοδο», όπως έγραφε. Ωστόσο, σ’ αυτό το τοπίο υπήρχε η αναμονή του δύσκολου τοκετού, η ελπίδα, το «ολίγο φώς και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο» του Δ. Σολωμού, το οποίο είχε θέσει ως μότο στο ποίημα «Εσθήρ» το 1962.

Στο «Ονείρων κοινοκτημοσύνη» η ελπίδα εξαντλείται. Ό,τι μένει από το παρελθόν είναι μια γεύση στυφή. «Σαν μια χούφτα άμμου στο στόμα». Κι αν τα οράματα είναι συλλογικά η παραδοχή είναι ιδιωτική και βασανιστική. Το ποιητικό εγώ στέκεται απορημένο και παγωμένο μπροστά στο τοπίο του σήμερα αθροίζοντας τις ήττες. «Βαρύς ο ήχος των αργυρίων σημαίνει/ Κι επικρατούν τώρα αστραφτεροί/ Άπληστοι οι λογιστές επικρατούν των ποιητών».

Έγκλειστος της μοναξιάς ανασυνθέτει το παρελθόν στο ραγισμένο είδωλο της ουτοπίας. Ναυαγός της ιστορίας κωπηλατεί στην εκκωφαντική σιωπή και «Στου τίποτε τη σκοτεινή βεβαιότητα». Αναζητά κάπου να σταθεί μα δεν έχει κλαδί να πιαστεί. «Κι έρχεται πια η Εποχή που όλες τελειώνουν οι θεωρίες/ Αφού καμιά λέξη δεν ερμηνεύει τον κόσμο συντριπτικά»

Αλλά η συνείδηση αρνείται να παραδεχτεί ότι το όνειρο έσβησε. Αναρριπίζει μνήμες, αναμοχλεύει τις εκδοχές της ιστορίας στο πεδίο της γλώσσας πια. Αρχίζει ένας αγώνας της μνήμης εναντίον της λήθης, η οποία σε μια ιδιότυπη νέκυια δίνει λίγο αίμα στις αγαπημένες και λησμονημένες φωνές των αφανών.

Ο λόγος του εξομολογητικός, επανέρχεται και πλαγιοκοπά το θέμα από διαφορετικές πλευρές. Με τη χρήση συμβόλων οργανώνεται ένα ποιητικό σύμπαν περίκλειστο από το οποίο δεν υπάρχει διέξοδος αλλά μόνον η ερημία της γλώσσας και η κατάδυση στο παρελθόν. Το «μαύρο της φθοράς», «το σκοτεινό φως», το «αίμα»,ο χαμηλός «παγωμένος ουρανός» είναι μερικά από τα σύμβολα αυτού του κόσμου.

Στο πρώτο ενικό σπουδάζει τη σιωπή, ερμηνεύει τον μέσα κόσμο, αναμετράται με τα φαντάσματα και τους εφιάλτες της νύχτας, ενώ η χρήση του πρώτου πληθυντικού παραπέμπει στην κοινοκτημοσύνη των λεηλατημένων ονείρων. Δεν είναι τυχαίες άλλωστε και οι λογοτεχνικές του αναφορές στον Μανόλη Αναγνωστάκη και τον Μιχάλη Κατσαρό.

Με την έκπτωση κόσμων και οραμάτων το καταφύγιο των λέξεων είναι, ίσως, μια κάποια λύση. Διακρίνεται η αγωνία να δαμαστεί « η σκοτεινή ύλη της γλώσσας», να χαραχτεί η μνήμη, η οδύνη και η σιωπή πάνω στις λέξεις. Όμως, ένα ρίγος αμφιβολίας διατρέχει τη συλλογή για την αποτελεσματικότητα της ποίησης: «τι προσδοκάς ποιήματα γράφοντας χωρίς μετάληψη αποδέκτη;», «Σφραγίζεις τα κιβώτια, κλειδώνεις το δωμάτιο/ στον υπόνομο ρίχνεις το κλειδί». Αναρωτιέται αν οι αμνήμονες του άνυδρου μέλλοντος, ευαίσθητοι μόνο στις ηδονές και τον ήχο των αργυρίων θα μπορούν να καταλάβουν την πετρωμένη κηλίδα του αίματος. «Κ’ οι λέξεις ακατανόητες θα σε προδίδουν στον καιρό/ Βουβά όλα θα ξεχαστούν οδεύοντας στην ανακύκλωση;». Οι δισταγμοί και ο σκεπτικισμός για τη ματαιότητα των πραγμάτων κάποιες στιγμές κλονίζουν ακόμη και το ποιητικό εγώ. «Τη σιωπή διεκδικώ, κομμάτια των σκοτεινών ονείρων/ Έκτοτε όλα τα ποιήματα φτιαγμένα είναι απ’ τις πλάνες μας»

Ο χρόνος σαρώνει. «Μονόχορδα ο θάνατος πρεσάρει» είναι ο στίχος που δίνει χρώμα δραματικό και υπαρξιακό από το πρώτο ποίημα. Νομίζω ότι οι σελίδες αυτές, όσο η οργή των πρώτων συλλογών μεταλλάσσεται σε υπαρξιακή αγωνία και ακούγεται η μουσική του ανεκπλήρωτου, δίνουν μια πιο ολοκληρωμένη διάσταση στο ποιητικό έργο του Πρόδομου Μάρκογλου. Ακόμη και αυτή η αίσθηση της ματαιότητας ρίχνει ένα φως γλυκό, τέτοιο που έκανε τον τελευταίο ρομαντικό των γραμμάτων μας να πει: «κι αυτό το ωραίο όνειρο μας πήγε τόσο μακριά που δεν ξαναβρήκαμε το δρόμο» (Τ. Λειβαδίτης, «Βιολέτες για μια εποχή»).

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τχ. 123 Ιούνιος 2003

Δεν υπάρχουν σχόλια: