Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2007

Σωτήρης Δημητρίου



Ένας παραβάτης του κανόνα


ΤΟΥΣ ΤΑ ΛΕΕΙ Ο ΘΕΟΣ, Εκδόσεις Μεταίχμιο Αθήνα 2002

Η ΒΡΑΔΥΠΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2001


O Σ. Δ. αποτελεί μία από τις λίγες περιπτώσεις σύγχρονων πεζογράφων οι οποίοι γνώρισαν την καθολική, σχεδόν, αποδοχή της κριτικής. Ο συγγραφέας στη μέχρι τώρα πορεία του δεν διέψευσε την εξαιρετική αυτή αναγνώριση. Από την πρώτη πεζογραφική του εμφάνιση, το «Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη», μέχρι το «Τους τα λέει ο Θεός» διακρίνεται η γνήσια φλέβα μιας λογοτεχνίας η οποία προσφέρει ατόφια κομμάτια ζωής με ελάχιστες λέξεις.

Εδώ θα ασχοληθούμε με τα δυο τελευταία του βιβλία, τη «Βραδυπορία» και το «Τους τα λέει», που κυκλοφόρησαν σχεδόν με διαφορά ενός έτους και τα οποία θεωρώ ότι είναι αντιπροσωπευτικά του έργου του.

Παρ’ όλο που η πεζογραφία του αποτελεί μια συνέχεια, δημιουργώντας ένα αφηγηματικό σύμπαν το οποίο χαρακτηρίζεται από εμμονές και επαναπροσεγγίσεις, με την τελευταία συλλογή διηγημάτων παρατηρείται μια διεύρυνση της θεματικής περιοχής του ενδιαφέροντός του. Ενώ στα πρώτα βιβλία οι ήρωες ήταν σχεδόν όλοι αποκλίνοντες και περιθωριακοί τύποι στη «Βραδυπορία» αποτελούν την εξαίρεση. Ο φακός στα δεκαοχτώ διηγήματα της συλλογής στρέφεται σε συνηθισμένους ανθρώπους, μοναχικούς, σημαδεμένους από την απουσία και τη νοσταλγία, που βρίσκονται σε μια οριακή στιγμή του βίου τους και δοκιμάζονται. Ταυτόχρονα υπάρχει μια προϊούσα κυριαρχία του αφηγητή εις βάρος των διαλόγων και της ιδιολέκτου των προσώπων.

Η τέχνη της πεζογραφίας του βρίσκεται στη δύναμη της γλώσσας, η οποία κατορθώνει στον ελάχιστο χώρο να δώσει μορφή και ψυχή σε χάρτινους ήρωες. Είναι χαρακτηριστικό ότι κανένα διήγημά του δεν υπερβαίνει τις δέκα σελίδες. Διαθέτει εκ περιουσίας έναν πλούτο που τον διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους πεζογράφους. Εξορύσσει λησμονημένες λέξεις από τη γλωσσική μνήμη της ιδιαίτερης πατρίδας, η οποία τείνει να χαθεί, αλλά αντλεί και από την προφορική γλώσσα του περιθωρίου.

Ο Σωτήρης Δημητρίου συμπάσχει με τους ήρωές του, τους αντιμετωπίζει με στοργή. Κατά βάθος πρόκειται για μια ηθική πεζογραφία χωρίς, όμως, να ηθικολογεί. Γράφει την ιστορία των μοναχικών, των αδύνατων, των καταφρονεμένων. Η πεζογραφία του αφαιρεί από τους χαρακτήρες τη μάσκα του αποκλίνοντος και του βίαιου για να μας δείξει το ανθρώπινο πρόσωπό τους

Τα διηγήματά του είναι απλά στην ανάπτυξή τους. Συνήθως αρχίζουν με μια μικρή πρόταση, η οποία περιγράφει και συμπυκνώνει την προσωπικότητα του ήρωα. Στη συνέχεια παρακολουθούμε την πορεία της εξουθένωσής του έως τον χαμό και την έσχατη πτώση. Στην έκβασή τους οι ιστορίες περιγράφουν τους ήρωες στην πιο κρίσιμη στιγμή, να παραδίνονται ολοκληρωτικά ανυπεράσπιστοι στα ακραία πάθη τους αναζητώντας τη λύτρωση και το έλεος μέσα από αυτά, όπως συμβαίνει στα «Χαρούμενα νερά», την «Προσωποληψία» ή τον «Λεηλάτη» της «Βραδυπορίας», αν και το τελευταίο είναι πιο σύνθετο από τα υπόλοιπα. Στην πορεία οι ρόλοι αντιστρέφονται και το θύμα μετατρέπεται σε θύτη ανατρέποντας τα δεδομένα της αφήγησης.

Η τριάδα «Απία Εγνατία», «Τους ζυγούς λύσατε» και «Αχ Ικαρία» συνθέτουν μιαν ενότητα στην οποία αντηχεί η νοσταλγία. Στα δυο πρώτα το βίωμα ομολογείται ρητά και επαναληπτικά , καλλωπίζεται φιλολογικά. Αντίθετα στο «Αχ Ικαρία» ο κόσμος της απουσίας υποδηλώνεται με νύξεις, παραμένει αινιγματικός και μυστηριώδης. Η επιφανειακή πληγή της νοσταλγίας παραπέμπει και βεβαιώνει ότι υπάρχει ένας βαθύτερος κόσμος που καθιστά τους ήρωες ανάπηρους και ο οποίος μόνον ψηλαφείται.

Στα «Χρώματα της γης» ο θάνατος κάνει ύπουλα την εμφάνισή του με τη μορφή μιας γυναίκας. Όπως και στο «Γονείς και κηδεμόνες» ο ήρωας παρασύρεται ανυποψίαστος για το τέλος που ενεδρεύει, άθυρμα στα χέρια του πεπρωμένου του. Το χώμα, η γη που υπάρχει στον τίτλο προοικονομεί την τραγική κατάληξη και αποκτά τη σημασία συμβόλου.

Τα χνώτα του θανάτου, η πρόσκαιρη απειλή του, αναδεικνύουν την αξία των απλών πραγμάτων στην «Κύστη», ενώ στο «Ζεροβιτάλ» ο υποδόριος θάνατος με τη μορφή της καθημερινής φθοράς φαίνεται στην απέλπιδα προσπάθεια της ηρωίδας να αποδείξει ότι είναι ζωντανή με το κυνήγι του έρωτα στο πρόσωπου ενός νεότερου άντρα. Η οδυνηρή επίγνωση του τέλους πριν από την οριστική της παράδοση.

Στο ομώνυμο διήγημα της συλλογής όπως και στο «Διπλός» αναδεικνύεται εκ νέου μία από τις σταθερές της προβληματικής του συγγραφέα. Οι ήρωες λιμοκτονούν από αγάπη και μετατρέπονται σε εξόριστους. Η γυναίκα με την κληρονομιά της ασχήμιας, στη «Βραδυπορία του καλού», εισπράττει την αδιαφορία και την απόρριψη, αναζητά εναγωνίως την αποδοχή και τη νόμιμη μοίρα μιας στοργής που της στέρησε η κοινωνία, ενώ ο νέος με τις νευρώσεις και τις εμμονές στο «Διπλός» ψάχνει να κρύψει το πρόσωπό του στη θαλπωρή της πατρικής αγκαλιάς και τον χαμένο παράδεισο της παιδικής ηλικίας.

Αν, όμως, οι ήρωες της «Βραδυπορίας» κινούνται στην περίμετρο της πρωτεύουσας με το μυθιστόρημα «Τους τα λέει ο θεός» ο συγγραφέας ξαναγυρίζει στην ατμόσφαιρα της Ηπείρου και στον γενέθλιο τόπο ο οποίος αποτελεί μόνιμη αναφορά στα βιβλία του.

Το πρώτο κεφάλαιό μοιάζει με σκηνικές οδηγίες, καθώς εισάγει τα πρόσωπα του δράματος και διαγράφει τον χώρο στον οποίο εκτυλίσσεται η υπόθεση, μια έρημη βουνοπλαγιά στην Πόβλα, στις υπώρειες της Μουργκάνας.

Ο μετανάστης Τσίτος, ως άλλος Σκουρογιάννης, που γύρισε από τη Γερμανία και αποφασίζει να χτίσει το δικό του σπίτι. Κι εδώ ο Δημητρίου φαίνεται να πιάνει το νήμα της θεματογραφίας με τη μετανάστευση αλλά και τη γενικότερη κοινωνική οπτική του έργου του Δ. Χατζή.

Ο μπαρμπα-Σταύρος, το δεξί χέρι του εργολάβου, με τον καημό των παιδιών του, τα οποία τον άφησαν για να εγκατασταθούν στην Αμερική, αποθέτει όλη την πίκρα της ξενιτιάς σε μια φράση -«Αχ ζαγάρι ζαγάρι»- αναφερόμενος στον υστερότοκο γιο του.

Ο μπαρμπα-Μίχος, που η αναζήτηση ενός εισιτηρίου για τη Γερμανία τον έριξε σε μια τριακονταετή καφκική περιπέτεια στις φυλακές του Εμβέρ Χότζα.

Ο Φιλίππης από τη Δερόπολη με τη δίψα της φυγής, που αψηφά την αστυνομία του καθεστώτος και αποφασίζει να δραπετεύσει, αναζητώντας στην Ελλάδα ένα καλύτερο αύριο.

Άνθρωποι απλοί που δουλεύουν την πέτρα και την ξερολιθιά, ασήμαντες γενικές περιπτώσεις, σαν τον Χρήστο που πνίγηκε στον Καλαμά. Ο πνιγμένος πρόσφυγας, κεντρικό μοτίβο της ειδησεογραφίας των τελευταίων χρόνων που απασχολεί τα μονόστηλα των εφημερίδων, μια συνηθισμένη ιστορία που έχασε το σοκ που προκαλούσε, καθώς σβήνει ανάμεσα σε δυο τηλεοπτικές διαφημίσεις, θα αποκτήσει για λίγο όνομα και πρόσωπο με τον υποδόριο λόγο της λογοτεχνίας και τη φιγούρα της μάνας που φωνάζει ένα όνομα στον άνεμο και τον βοριά.

Στο βιβλίο δεν η υπάρχει η πλοκή με την παραδοσιακή έννοια. Διακρίνεται περισσότερο μια θεατρική οπτική. Το ανεγειρόμενο σπίτι είναι ο σκηνικός χώρος όπου τα μυθιστορηματικά πρόσωπα -με την εναρκτήρια προσφώνηση «μολόγα»- εκφωνούν έναν δραματικό μονόλογο. Η ένταση του βιώματος είναι τέτοια που αναζητά ρωγμή να εκτιναχθεί στην επιφάνεια. Αφηγούνται την περιπέτειά τους, καταθέτουν την πίκρα τους, πίνουν τσίπουρο, τραγουδούν και χορεύουν με κλαρίνα. Έξω η βροχή μαίνεται λειτουργώντας ως αφηγηματικό τέχνασμα το οποίο αναγκάζει τους ήρωες να αφήσουν τις δουλειές και να ανοίξουν την ψυχή τους.

Όσο κρατάει η βροχή μετατρέπονται από μονάδες σε σύνολο. Από ξένοι μεταξύ τους αλλά και με τον εαυτό τους γίνονται στιγμιαία ένα σώμα με καταλύτη τις εξομολογήσεις και τη μουσική. Αν ο «άλλος» και ο εαυτός είναι ένας «ξένος», η εξομολόγηση, η συνομιλία, ο λόγος, εν τέλει η ίδια η λογοτεχνία, γίνεται το νήμα που ενώνει. Οι διαφορετικές αφηγήσεις, αποσπασματικές και ανολοκλήρωτες, λειτουργούν ως καθρέφτες του πόνου, οδεύουν μέσα από την υπαρξιακή μοναξιά στην κοίτη μιας κοινής μοίρας.

Και σε αυτό το μυθιστόρημα ο συγγραφέας επιλέγει το βορειοηπειρωτικό ιδίωμα με την προφορικότητα και την αυθεντικότητα του λαϊκού λόγου. Πίσω απ’ αυτό όμως διακρίνεται η φροντίδα του να μαζεύει λέξεις με ξεχασμένους ήχους και να σμιλεύει το υλικό του ως χειρώνακτας διαμορφώνοντας μια γλώσσα που σε αρπάζει από τον λαιμό.

Με αφορμή το βιβλίο του Σ. Δημητρίου «Να ακούω καλά το όνομά σου» ο Δ. Μαρωνίτης μιλάει για «παραμεθόριο πεζογραφία». Προσωπικά θα έλεγα ότι τα δυο μυθιστορήματά του σφραγίζονται από την αισθητική της ιθαγένειας, της εντοπιότητας, της περιφέρειας, ενός άλλου γλωσσικού ήθους απέναντι στο εθνικό κέντρο.

Ο Σ. Δ. είναι ένας γλωσσικός εξτρεμιστής, ένας παραβάτης του κανόνα που διαμόρφωσε η νεοελληνική λογοτεχνία. Και εξηγούμαι: Τους τε­λευ­ταί­ους δύ­ο αιώ­νες η α­νά­γκη για γλωσ­σι­κή ο­μοιο­γέ­νεια ε­ξο­βέ­λι­σε τα γλωσ­σι­κά ι­διώ­μα­τα α­πό τη λο­γο­τε­χνί­α. Οι διά­λε­κτοι και τα ι­διώ­μα­τα στην πε­ζο­γρα­φί­α του προ­η­γού­με­νου αιώ­να και των αρ­χών του ει­κο­στού, που έ­κα­ναν την πα­ρου­σί­α τους κυ­ρί­ως μέ­σω των δια­λό­γων, ή­ταν στοι­χεί­ο υ­πο­γράμ­μι­σης της το­πι­κής ι­διαι­τε­ρό­τη­τας και ε­μπλου­τι­σμού της γλώσ­σας α­πό τις λα­ϊ­κές ρί­ζες.

Από τη δεκαετία του τριάντα, όπως αναφέρει ο Δ. Τζιόβας1, ξεκινά μια συζήτηση για μια ενιαία πεζογραφική γλώσσα, για τη «γλωσσική τακτοποίηση» όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά. Ο διάλογος διεξήχθη, κυρίως, μέσα από τις σελίδες των Νεοελληνικών Γραμμάτων και συμμετείχαν οι Α. Τερζάκης, Γ. Θεοτοκάς, Η. Βενέζης, Μ. Τριανταφυλλίδης. Ο τελευταίος στην Ιστορική Εισαγωγή της Νεοελληνικής Γραμματικής αναφέρει χαρακτηριστικά: «Πρέπει ωστόσο και οι λογοτέχνες να προσέξουν περισσότερο παρά ως τώρα, για να μην κάνουν αδικαιολόγητη κατάχρηση, καταφεύγοντας συστηματικά στο τοπικό τους ιδίωμα και να γίνουν συνειδητοί συνεργάτες στη διαμόρφωση της νέας κοινής χωρίς να δίνουν αφορμή σε δικαιολογημένα κάποτε παράπονα2».

Η γλωσσική συμμόρφωση και η ομοιογένεια ανάγονται σε αξία σε ένα κοινωνικό πλαίσιο διαφορετικό, όπου το γλωσσικό ζήτημα είναι ανοιχτό και η λογοτεχνία αναλαμβάνει σημαντικό ρόλο στη μάχη για την επικράτηση της δημοτικής. Σήμερα, ωστόσο, που η κανονικότητα έφτασε στα όρια της ισοπέδωσης η διαφορά συμβάλλει στην εμβάθυνση και την πολυφωνία.

Στο μονοπάτι της γλωσσικής ετερότητας και του λαϊκού λόγου προηγήθηκαν άλλοι πεζογράφοι ξεκινώντας από τον Στρατή Δούκα, τον Γιάννη Σκαρίμπα και τη Μέλπω Αξιώτη και φτάνοντας στον Θανάση Βαλτινό με το Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη. Συνεχίζοντας στον δρόμο αυτό η γλώσσα του Σ. Δ. ανασκάπτει γλωσσικά κοιτάσματα και ψηλαφεί τις χαμένες ρίζες των λέξεων, τις συνδέει με ένα ήθος και στάσεις ζωής που έχουν εκλείψει, δίνει στον λόγο μια αυθεντικότητα η οποία καταστάλαξε από το βάθος του χρόνου. Ταυτόχρονα η πεζογραφική του τέχνη με λιτότητα και πυκνότητα καταγράφει το συναξάρι των ταπεινών. Όλες οι ιστορίες του μοιάζουν με σιγανή βροχή που ξεπλένει τους ήρωες από τα πάθη για να μας τους παραδώσει πιο οικείους και συμπαθητικούς. Ο Σωτήρης Δημητρίου απέδειξε ότι ξέρει να ζωγραφίζει καλά το πρόσωπο του ανθρώπου ο οποίος καίγεται εσωτερικά και περιπλανάται σ’ έναν κόσμο χωρίς ελπίδα.

1. Δημήτρης Τζιόβας, Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1993, σ.186

2. Μ. Τριανταφυλλίδης, Νεοελληνική Γραμματική-Ιστορική Εισαγωγή 1938, Άπαντα, Τόμος τρίτος, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 1981, σ.150


ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ Τχ. 122 Μάρτιος 2003

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

σας συγχαίρω για το τόσο περιεκτικό σας κείμενο-κριτική στα τόσο όμορφα διηγήματα του Σωτηρίου.