Τα τελευταία χρόνια οι λέξεις «εντοπιότητα» και «ιθαγένεια» θεωρούνται ύποπτες από μια μερίδα κριτικών και συγγραφέων. Καταλογίζεται σ’ αυτές η ρίζα της πεζογραφικής μας κακοδαιμονίας, ότι δηλαδή η λογοτεχνία δεν μπορεί να ανοιχτεί σε ένα διεθνές περιβάλλον και μένει κλειστή στους ελληνικούς ορίζοντες.
Στις μέρες μας πληθαίνουν τα μυθιστορήματα των οποίων οι ήρωες περιπλανώνται και περιφέρονται από χώρα σε χώρα. Ο «Ιχνευτής» του Κ. Βουκελάτου τα ανεβάζει σε 116 για το 2002. Αναζητώντας κάτι από τη λάμψη της παγκόσμιας λογοτεχνίας το σκηνικό του μύθου μεταφέρεται σε μητροπολιτικά κέντρα, μακριά από την ελληνική επαρχία.
Ο κοσμοπολιτισμός δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο. Από την εποχή του μεσοπολέμου, κατά την πενταετία 1928-1932, υπήρξε μια σημαντική τάση. «Το Παρίσι της νύχτας και του έρωτα», η μεγάλη ζωή, τα καμπαρέ, η τζαζ, τα πολυτελή ξενοδοχεία προτείνονται από τους κύριους εκπροσώπους το είδους, τον Θράσο Καστανάκη, τον Π. Ν. Καραβία, τον Άγγελο Δόξα και επιχειρούν να διευρύνουν τα όρια της ελληνικής πεζογραφίας.
Νομίζω ότι το ερώτημα εντοπιότητα ή κοσμοπολιτισμός με τη μορφή της αποκλειστικής διάζευξης αποτελεί ψευδοδίλημμα. Προσεγγίζουμε τον κόσμο, κατά τη Martha Nussbaum, μέσα από μια τοπική ταυτότητα, από τις ιδιαίτερες αγάπες που έχουμε διαμορφώσει και συνιστούν ομόκεντρους κύκλους -οικογένεια, γειτονιά, πόλη, περιοχή- ο μέγιστος των οποίων είναι η ανθρωπότητα. Δεν είναι απαραίτητο να αρνηθούμε την ιθαγένεια για να γίνουμε κοσμοπολίτες. Η συγκίνηση για τον γενέθλιο τόπο, οι τοπικές συμπάθειες θα εξακολουθούν να υπάρχουν και σε έναν κόσμο όπου κυριαρχούν η Coca-Cola και το CNN.
Ο τόπος, όμως, ο οποίος αποτελούσε μια βασική σταθερά της λογοτεχνίας έως τώρα, φαίνεται ότι τίθεται από την παγκοσμιοποίηση εν αμφιβόλω. Ο Paul Virilio μιλά στη Monde Diplomatique όχι για το τέλος της Ιστορίας αλλά το τέλος της Γεωγραφίας, δηλαδή το τέλος του τόπου. Στις μέρες μας οι αποστάσεις μικραίνουν, τα σύνορα χαλαρώνουν, η επικοινωνία αυξάνεται, η σημασία του τοπικού περιορίζεται και ο χώρος ορίζεται και ισοπεδώνεται ως «παγκόσμιο χωριό».
Η παγκοσμιοποίηση, εκτός από την αγορά, αφορά και τον πολιτισμό καθώς επιταχύνεται η ανταλλαγή ιδεών, πληροφοριών και κειμένων. Μαζί της αναπτύσσονται γενικότερες συμπεριφορές, η παγκόσμια αισθητική του μέσου όρου, ενώ η γεωγραφία απελευθερώνεται σε μια άπειρη πολλαπλότητα τόπων χωρίς μεγάλες διαφορές και δίχως κέντρο. Στομώνει η δίψα της φυγής, υποβαθμίζεται η γοητεία του ταξιδιού αλλά και οι συγκινητικοί αποχαιρετισμοί ή η δύναμη της νοσταλγίας. Δημιουργείται έτσι, όπως λέει ο Μάρεκ Μμπιέντυκ, η «λογοτεχνία του πουθενά».
Απέναντι στην παγκοσμιοποίηση του πουθενά υπάρχει η λογοτεχνία η ριζωμένη στον τόπο και την Ιστορία, η ποικιλία, ο διάλογος, η ανταλλαγή των λογοτεχνιών. Δυο αιώνες, σχεδόν, πριν ο Γκαίτε μιλούσε για την «παγκόσμια λογοτεχνία» -Weltliteratur- η οποία δεν καταργεί αλλά αναδεικνύει την εθνική διάσταση.
Η οικουμενικότητα της λογοτεχνίας είναι ίσως η θετική όψη της παγκοσμιοποίησης. Το μυθιστόρημα έχει μια υπερεθνική ευρωπαϊκή καταγωγή, διαμόρφωσε την ταυτότητά του με ωσμώσεις και μεταμορφώσεις μέσα από ένα συνεχές δούναι και λαβείν. Η τέχνη είναι μια απέραντη αλληλεγγύη υπενθύμιζε ο Σεφέρης. Αλλά και οι εθνικές λογοτεχνίες διαμορφώθηκαν από τη διαφορά, τη σύγκριση και τον αδιάκοπο εμπλουτισμό τους με το ξένο.
Το κρίσιμο σημείο είναι ότι η ανταλλαγή ήταν μέχρι τώρα αποτέλεσμα μιας λογοτεχνικής γοητείας. Μιλούσαμε για επίδραση και αφομοίωση. Ο «Βέρθερος» του Γκαίτε π.χ. μέσα σε λίγα χρόνια μεταφράστηκε σε όλη την Ευρώπη γιατί η τραγωδία του ρομαντικού έρωτα άγγιξε τις ευαίσθητες ψυχές. Ήταν για τα μέτρα της εποχής του ένα Global novel. Το αρνητικό της παγκοσμιοποίησης είναι ότι αυτός ο λογοτεχνικός πολιτισμός που διαμορφώθηκε ιστορικά, σήμερα νοθεύεται επικίνδυνα από οικονομικά συμφέροντα, το μάρκετιγκ και τους νόμους της αγοράς με τα οποία διαδίδονται και επιβάλλονται πια οι λογοτεχνικές αξίες.
Οι μεγάλοι συγγραφείς κατόρθωσαν να γίνουν παγκόσμια γνωστοί όχι απεκδυόμενοι την ταυτότητά τους αλλά εμβαθύνοντας στην ατμόσφαιρα και την προβληματική του τόπου τους. Ο Μάρκες μάς μεταφέρει στη Λατινική Αμερική, ο Σκοτ Φιτζέραλντ στο Λονγκ Άιλαντ της Ν. Υόρκης. Η αρχαία ελληνική τραγωδία αναπτύχθηκε σε έναν τόπο, ποντίστηκε στον μύθο και την ιστορία του. Μπόρεσε να γίνει κλασική, γιατί είχε μέσα της μιαν αλήθεια που την έκανε οικουμενική.
Εν τέλει, νομίζω ότι η διαρκώς επιζητούμενη και συνήθως διολισθαίνουσα οικουμενικότητα δεν βρίσκεται σε έναν πλαδαρό μέσο όρο, αλλά στην ποιότητα και στη μοναδικότητα ενός πολιτισμού που ενδιαφέρει όλον τον κόσμο.
Την τελευταία δεκαετία στον χώρο της κριτικής έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση. Η γενιά του ’30 και ο ελληνικός μοντερνισμός θεωρούνται ένοχοι και υπόλογοι για εθνοκεντρισμό, για την αναγωγή της ελληνικότητας σε αξιολογικό κριτήριο της λογοτεχνίας.
Στους εκφραστές αυτών των απόψεων (Δ. Τζιόβας, Β. Λαμπρόπουλος, Άρτεμις Λεοντή, Δ. Δημηρούλης) μια ομάδα πανεπιστημιακών (Νάσος Βαγενάς, Τάκης Καγιαλής, Μιχάλης Πιερής, Δ. Μαρωνίτης) αρθρώνει το δικό της αντίλογο.
Η συζήτηση είναι επίκαιρη και διεξάγεται άλλοτε οργανωμένα -και αναφέρομαι στη σχετική βιβλιογραφία που συγκεντρώνεται - και άλλοτε θυμίζει πόλεμο ατάκτων, κατά τον οποίο σεφερολόγοι και σεφεροκτόνοι ακροβολισμένοι στις σελίδες του κυριακάτικου τύπου, επιδίδονται σε ανταλλαγή χαρακτηρισμών, ενίοτε δε και επιχειρημάτων.
Η ελληνικότητα δεν αποτελεί, ασφαλώς, αισθητική αξία, όπως αναγνωρίζει και ο Σεφέρης. Ωστόσο, ο χώρος στον οπoίο διαδραματίζονται οι περιπέτειες των ανθρώπων και των αισθημάτων, αποτελούσε πάντα μια από τις πρώτες ύλες της λογοτεχνίας. Ακόμη και οι κορυφές του μοντερνισμού και του κοσμοπολιτισμού γείωσαν το έργο τους σε συγκεκριμένους τόπους και συλλογικές αξίες, όπως στο Δουβλίνο και την Ιρλανδία ο Τζόυς ή την Κίνα ο Έζρα Πάουντ.
Ο τόπος διεκδικεί έντονη παρουσία σε πολλά λογοτεχνικά έργα και γίνεται σημαντική παράμετρος της ανάγνωσης. Μια τοπογραφική προσέγγιση μπορεί να φωτίσει τις υπόγειες διαδρομές που συνδέουν τη φυσική με τη συμβολική γεωγραφία, να διερευνήσει τους τρόπους με τους οποίους ο τόπος εγγράφεται στο κείμενο, ώστε να μετασχηματίζεται σε τόπο της λογοτεχνίας.
Πρέπει, όμως, να επισημάνουμε ότι οι προσεγγίσεις του από τη λογοτεχνία δεν είναι αθώες και άμοιρες ιδεολογικών επιβαρύνσεων. Πολλές φορές τείνουν στην κατασκευή εξιδανικευμένων εικόνων και αφηγήσεων, σε καταχρηστικές νοσταλγίες ή εθνικισμούς.
Από τις αρχές του αιώνα ο Περικλής Γιαννόπουλος, κηρύσσοντας την “Ελληνική Αναγέννηση”, ανήγαγε την ελληνική αισθητική σε καθοριστικό παράγοντα της νεοελληνικής τέχνης. Έφτασε στο σημείο να μιλάει για το ελληνικό χρώμα και την ελληνική γραμμή του τοπίου σε αντίθεση με τη βάρβαρη ευρωπαϊκή.
Οι διαφορετικές εκδοχές, η πολυφωνία, ο διάλογος των τόπων μπορούν να λειτουργήσουν παραπληρωματικά, αποκαλύπτοντας τις ρωγμές της ιδεολογίας, διαβρώνοντας τους τοπικισμούς, ώστε η λογοτεχνία της εντοπιότητας να διεκδικεί την αυθεντικότητα.
Το έργο της Ρέας Γαλανάκη αποτελεί υπόδειγμα προς αυτή την κατεύθυνση. Οι ήρωές της αποφεύγουν τις εύκολες και σχηματικές διχοτομίες του καλού και του κακού, καθώς ως προς τη λογοτεχνική τους ταυτότητα (Ισμαήλ Φερίκ Πασάς, Ανδρέας Ρηγόπουλος, Ελένη Αλταμούρα) είναι δισυπόστατοι, συνδυάζουν εθνικές συνειδήσεις, πολιτισμούς και θρησκείες, ανιχνεύουν «την απαγορευμένη ζώνη των συγκλίσεων, των επαφών, των μεικτών συναισθημάτων, της κοινής μνήμης και πολιτισμού».
Αν, όμως, η ελληνικότητα δεν είναι αισθητική αξία, πρέπει -και για λόγους ισορροπίας- να αναγνωρίσουμε ότι ούτε ο συγχρονισμός με θεματικές αναζητήσεις της ευρωπαϊκής ή παγκόσμιας σκηνής αποτελεί αισθητική αξία. Και ότι τα μυθιστορήματα της σύγχρονης πεζογραφίας, των οποίων οι ήρωες διασχίζουν πολιτιστικά και γεωγραφικά σύνορα αναζητώντας την ετερότητα και την έννοια του Άλλου, δεν συνιστούν συλλήβδην και αυτοδικαίως αριστουργήματα. Άλλωστε, ο κοσμοπολιτισμός του μεσοπολέμου ήρθε ως αντίδοτο στη λιμνάζουσα ατμόσφαιρα της ελληνικής ηθογραφίας -όπως τουλάχιστον την κατέγραφε τότε ο Γιώργος Θεοτοκάς- χωρίς, όμως, ουσιαστικά αποτελέσματα.
Τα μεγάλα έργα δεν κρίνονται από το θέμα τους αλλά από το αν κουβαλούν μιαν αλήθεια ζωής καθώς και από την τέχνη της γραφής τους. Δυστυχώς δεν υπάρχουν συνταγές, παρόλο που κάποιοι τις παρέχουν απλόχερα. Ή για να παραφράσουμε τον Ευκλείδη, όταν απάντησε στον βασιλιά Πτολεμαίο, δεν υπάρχει βασιλική οδός για τη λογοτεχνία.
Η εντοπιότητα, όταν δεν είναι αυτάρεσκη και περιχαρακωμένη αλλά ανοιχτή σε ρεύματα και πολιτισμούς, μπορεί να λειτουργήσει δημιουργικά στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης. Στη διεθνή ανταλλαγή δεν προσερχόμαστε πετώντας ό,τι πολύτιμο έχουμε, ένοχοι γι’ αυτό που είμαστε, αρνούμενοι τον τόπο και την ιθαγένειά μας. Ο διάλογος εντοπιότητας και οικουμενικότητας προϋποθέτει τη διαφορά, τη δική μας σκέψη και ταυτότητα, για να μην καταλήξουμε μια μέρα ο θλιβερός μέσος όρος του παγκόσμιου χυλού που τρέφεται στα McDonalds, σκέφτεται κατά τις συνταγές των μπεστ σέλερ και αισθάνεται όπως οι ήρωες από τις τηλεοπτικές σαπουνόπερες.
1 σχόλιο:
Δεν έτυχε να διαβάσω στην "Αυγή" το κείμενο όταν πρωτοδημοσιεύτηκε. Εν πάση περιπτώσει είναι μια παραγωγική (για κουβέντα) μαγιά. Δεν θα μπω στα βαθιά (επιφυλάσσομαι γι' αργότερα), αλλά είναι αλήθεια ότι η κουβέντα για τέοια ζητήματα συνήθως μένει μεταξύ των πανεπιστημιακών που για λόγους εργαστηριακούς βάζουν "ταμπέλες", κατηγοριοποιούν και ξεμπερδεύουν. Θέλω να επισημάνω το φαινόμενο της "ξενομανίας" μιας μεγάλης μερίδας νεότερων συγγραφέων που θεωρούν ότι επικυρώνεται η "υπερεθνική" αξία του βιβλίου τους όταν οι ήρωες έχουν ξενικά ονόματα, συχνάζουν στα μπαρ του Παρισιού ή τις μπιραρίες του Βερολίνου, στα αεροδρόμια της Φραγκφούρτης ή του Λονδίνου και των Βρυξελλών, διαβάζουν μονάχα συγγραφείς που καλά-καλά δεν έχουν μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα κ.λπ. Καλώς γίνεται αναφορά σ' ένα σημαντικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, εννοώ στα "Εκατό χρόνια μοναξιάς" του Μάρκες για να γίνει αντιληπτό το αυτονόητο... Χαίρω, πάντως, διότι το blog σας είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και με την πρώτη ματιά διαπίστωσα ότι δίνει πολλές αφορμές για συζήτηση. Όμως δεν θα είναι καλό αν την κρατήσετε μεταξύ των ονομάτων που αναφέρονται βιβλιογραφικά. Φιλικά...
Δημοσίευση σχολίου