Δευτέρα 20 Απριλίου 2009

Γιάννης Ρίτσος: Εικόνες από μια συνάντηση



Είναι αλήθεια ότι μπήκαμε με δέος με τον Βασίλη, στον χώρο του ποιητή, στο διαμέρισμά του της Μιχαήλ Κόρακα 39, στην Αθήνα, πριν είκοσι χρόνια, σαν να μπαίναμε στο ναό της ποίησης. Ο χώρος κατάφορτος από βιβλία -οι στοίβες γέμιζαν ακόμη και το πάτωμα- πίνακες, ρίζες, πέτρες, ενθύμια καταλάμβαναν κάθε εκατοστό. Στους τοίχους με τους δεκάδες πίνακες, ανάμεσα στους οποίους κι ένας του Γιώργου Χατζάκη, κυριαρχεί το μαρτύριο του Άγιου Σεβαστιανού. Στην ερωτική εκδοχή του Γιάννη Τσαρούχη ένας νεαρός άνδρας, με τη γυμνή του μορφή και τα σπορτέξ παπούτσια, υπομένει τα βέλη. Πέτρες, βότσαλα, ρίζες αποτελούν την προέκταση του ποιητικού το έργου, φιλοτεχνώντας πάνω τους με μελάνι πρόσωπα, σώματα και φιγούρες, δίνοντας ζωή σε αντικείμενα, ένας σιωπηλός χορός που συμπληρώνει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.

Μέσα σ όλα αυτά η μορφή του Ρίτσου, στον γαλάζιο καναπέ κάτω από το μαύρο πορτατίφ, γοητευτικός, να ξετυλίγει τις μνήμες του –η φωνή του μοιάζει να απαγγέλει χαμηλόφωνα, είναι η συνέχεια κάποιου ποιήματος- με το τσιγάρο στο χέρι και το πακέτο, ένας «Άσσος σκέτος» δίπλα του, να μιλάει για τη ζωή στην πόλη όπου χάνεσαι, «σαν να ρίχνεις μια πέτρα στον ωκεανό σε αντίθεση με την ήρεμη επαρχία, μια πέτρα μέσα στη λίμνη που κάνει άπειρους κύκλους», εξομολογούνταν κεφάλαια από τη ζωή του για τις θεατρικές παραστάσεις ανά την Ελλάδα την περίοδο του εμφυλίου, για τους κοινούς γνωστούς.

Η γοητεία του Ρίτσου ακουμπούσε σε έναν μύθο ο οποίος, όμως, στηριζόταν σε μια ενότητα βίου και έργου. Στη δημόσια εικόνα του, η οποία επικρατεί ακόμη, είναι ο ποιητής της ρωμιοσύνης, της αγωνιστικής αισιοδοξίας με τις βεβαιότητες και το χρέος για έναν καλύτερο κόσμο. Κι αν τώρα πια ηχεί παράξενα η ποιητική του ρητορική με τους υψηλούς τόνους δεν φταίει μόνον η ποίησή του αλλά και ο κόσμος που άλλαξε. Κάτι ανάλογο μήπως δεν συμβαίνει, ως ένα βαθμό, όχι με τον λυρισμό αλλά με την επική πλευρά της ποίησης του Ελύτη όπως είναι «Αξιον εστί» ή με τη θλίψη, τα αγάλματα και την ελληνικότητα του Σεφέρη; Η εικόνα του ποιητή-ηγέτη που καλλιέργησαν και οι τρεις τους, κατά το πρότυπο του Παλαμά, φαντάζει ξένη σε μια πεζή, αντιηρωική εποχή της αφθονίας και της κατανάλωσης.

Υπάρχει ωστόσο και η άλλη πλευρά: Ο Ρίτσος χειριζόταν με άνεση όλη την κλίμακα της ποιητικής ευαισθησίας η οποία εγκολπωνόταν κάθε θεματική του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου. Είναι –σε αντιδιαστολή με τους υπόλοιπους της γενιάς του- ο ποιητής των ταπεινών πραγμάτων που ανασύρει τον μικρόκοσμο της καθημερινότητας, ακούει τους ψιθύρους τους, ερμηνεύει τις σιωπές τους, τα ανατοποθετεί. Πίσω από τη δημόσια εικόνα του, υπάρχει η ποίηση της ιδιωτικής εμπειρίας. Ο έρωτας, η αίσθηση της ματαιότητας των πραγμάτων, η φθορά του χρόνου και ο θάνατος, ο πικρός στοχασμός μέσα από τα τραγικά προσωπεία της «Τέταρτης Διάστασης».


«Αλήθεια, πόσα πράγματα άχρηστα, με πόση απληστία συναγμένα∙
– φράζαν το χώρο- δεν μπορούσαμε να σαλέψουμε∙ τα γόνατά μας
χτυπούσαν σε ξύλινα, πέτρινα, μετάλλινα γόνατα. Ω, βέβαια, θα πρέπει
πολύ να γεράσουμε, πολύ, ώσπου να γίνουμε δίκαιοι, να φτάσουμε εκείνη
την ήμερη αμεροληψία, τη γλυκειά ανιδιοτέλεια στις συγκρίσεις, στις
κρίσεις,
όταν δικό μας πια μερτικό δεν υπάρχει σε τίποτα πάρεξ σ’ αυτή την
ησυχία.
Α, ναι, πόσες ανόητες μάχες, ηρωισμοί, φιλοδοξίες, υπεροψίες,
θυσίες και ήττες και ήττες, κι άλλες μάχες, για πράγματα που κιόλας
είταν από άλλους αποφασισμένα, όταν λείπαμε εμείς. Και οι άνθρωποι,
αθώοι,
να χώνουν τις φουρκέτες των μαλλιών μες στα μάτια τους, να χτυπούν
το κεφάλι
στον πανύψηλο τοίχο, γνωρίζοντας βέβαια πως ο τοίχος δεν πέφτει
ούτε ραγίζει καν, να δουν τουλάχιστον μες από μια χαραμάδα
λίγο γαλάζιο ασκίαστο απ’ το χρόνο και τη σκιά τους. Ωστόσο –ποιος
ξέρει-
ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει
η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κ’ η ομορφιά του ανθρώπου»


«Η Ελένη»

Μετά το θάνατό του ακολούθησε μια περίοδος σιωπής και αναθεώρησης της θέσης του. Σήμερα, και όσο απομακρυνόμαστε από την εποχή που το γέννησε, ωριμάζει ο χρόνος για μια νηφάλια επανεξέταση και αποτίμηση του έργου του. Βεβαίως, ο όγκος συνιστά ένα σοβαρό πρόβλημα πρόσληψης της ποιητικής παραγωγής εν όλω. Επίσης, η ιδεολογική του εμπλοκή οδήγησε σε μια πολιτική και επικαιρική χρήση της ποίησής του. Όμως, νομίζω ότι η χαμηλότονη, εξομολογητική φωνή των μικρών ποιημάτων και του μελαγχολικού, υπαρξιακού απολογισμού των μεγάλων συνθέσεων έχει κερδίσει δίκαια τη θέση της στον λογοτεχνικό κανόνα και θα αποτελεί ένα μέτρο σύγκρισης.


«Γυμνό το σώμα σου,
αυθεντικό-
τελεσίδικη απάντηση στο τίποτα.
Έλα.

Ούτε απόψε πανσέληνος.
Ένα κομμάτι λείπει.
Το φιλί σου.




Γιάννης Ρίτσος: 100 χρόνια από τη γέννησή του, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου


Ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου: www.nektarios.gr

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ






1 σχόλιο:

Χρύσα Πανταζή είπε...

Ωραίο το ποίημα που διάλεξες. Και, ξέρεις, στο Μετρό της Αθήνας προβάλλονται στις οθόνες αποσπάσματα από ποιήματα του Ρίτσου. Και μερικά από αυτά μου φτιάχνουν τη μέρα!! Είναι πολύ όμορφο να ξεκινάς το πρωί για τη δουλειά με ένα ωραίο ποιημα. "τόσο βαθύς κι ωραίος και μεγάλος έγινα απ' την αγάπη σου..."

Γιατί δεν σβήνεις τα spam σχόλια?
Χρύσα