Η Θεσσαλονίκη είναι μια προνομιούχος πόλη, γιατί μια αυτόχθων ποιητική και πεζογραφική παραγωγή χαρτογράφησε επαρκώς το πρόσωπό της. Η πόλη ως χώρος και κλίμα, επανέρχεται στο έργο των περισσότερων λογοτεχνών ακόμη και των νεώτερων. Αν ο Ν. Γ. Πεντζίκης τη συνέδεσε με τη βυζαντινή της κληρονομιά, ο Nτίνος Χριστιανόπουλος ψηλάφισε την ερωτική της γεωγραφία.
Ο τόπος, χωρίς συμβολισμούς ή μεταμορφώσεις, γίνεται μοτίβο που επανέρχεται συνεχώς στην ποίησή του. Το σώμα και ο χώρος, ως σκηνικό του ερωτικού πάθους, συνυφαίνονται σε μια δραματική εμπειρία και συνυπάρχουν στο ποίημα ως οι δυο όψεις ενός νομίσματος. Τα τοπωνύμια, τα οποία διαδοχικά εγγράφονται στην προσωπική ποιητική μυθολογία, πολλαπλασιάζονται για να καλύψουν εν τέλει το πρόσωπο της πόλης. Εγνατία, Έκθεση, Μπαξέ Τσιφλίκι και ο προπαντός οι Δυτικές συνοικίες, τα «αναχωρητήρια της αγάπης», γεωγραφικά σήματα σαρκωμένα από το βίωμα, αρδεύουν τις περισσότερες ποιητικές συλλογές.
Οι τοπογραφικές αναφορές περιγράφουν έναν χώρο οικείο, ηδονικό αλλά ταυτόχρονα έκπτωσης και συναλλαγής με τα τσαλακωμένα χαρτονομίσματα. Το εσώτερο τοπίο διαπλέκεται με το εξωτερικό, ο τόπος εμποτίζεται από την περιπέτεια της ψυχής διαμορφώνοντας μια σχέση βαθιάς ταύτισης με το ποιητικό εγώ. «Μιλώντας για μένα βγαίνει η πόλη και μιλώντας για την πόλη βγαίνω εγώ. Νιώθω στιγμές να είμαι η Θεσσαλονίκη. Η πόλη είναι στο πετσί μου» (ΤΑ ΝΕΑ 26-11-1999)
Μετά τον λυρισμό της γενιάς του τριάντα και αντιστικτικά προς τις εθνικές αφηγήσεις που εκείνη καθιέρωσε, η ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου χωρίς ιδεολογικούς επικαθορισμούς και συλλογικούς μύθους ποντίζει το ποίημα στη σκόνη της καθημερινότητας. Ανακαλύπτει την Ελλάδα μέσα από έναν διαφορετικό και δύσβατο δρόμο. Το ερωτικό βίωμα γίνεται η αφορμή για την εξερεύνηση της κοινωνικής γεωγραφίας που θα τον οδηγήσει στα γιαπιά και τις λαϊκές συνοικίες. «Πατρίδα μου σε ντρέπομαι/ εσύ διαρκώς στραγγίζεις/ κι εγώ το βιολί μου// κι όμως παρέα με τ’ αγόρια σου/ σε μαθαίνω καλύτερα/ και σε πονάω». Δεν θα περιηγηθούμε σε Οκτάνες και Ασσίνες. Σε φανταστικούς τόπους ή στ’ αρχαία μνημεία αλλά στη σύγχρονη θλίψη. Το κορμί εξερευνά τον τόπο σωματικά, πόντο πόντο, γειώνεται, γίνεται ένα με το χώμα. «και ξαπλώσαμε πάνω στο ζεστό τσιμέντο, εκεί που είχαν κάποτε ακουστεί τα πιο λυπητερά τραγούδια της αγάπης».
Ο διάλογος με τον τόπο εκκινεί από το προσωπικό βίωμα, αλλά το υπερβαίνει για να συναντηθεί με τον κοινωνικό χώρο. «Σταυρούπολη νυχτερινή μου πατρίδα,/ σιτοβολώνα του έρωτα/ …μονάχα τα τραγούδια σου είναι σκληρά:/ διαρκώς υπενθυμίζουν τον καημό μας»
Ο λόγος, με την πεζολογική του εκφορά, καίριος, αποφθεγματικός και έναν ωμό ρεαλισμό που σοκάρει. Από συλλογή σε συλλογή φιλοτεχνείται μια γλώσσα απαλλαγμένη από μεταφορικό φορτίο, η οποία έρχεται να υπηρετήσει την αυθεντικότητα και την αλήθεια του βιώματος. Επιλέγεται η αυτοαναφορικότητα χωρίς μάσκες και λογοτεχνικά προσωπεία και μια ποιητική ηθική που θέτει προγραμματικά ως στόχο το ρεαλισμό.
Δεν έχει επαρκώς επισημανθεί η κοινωνική διάσταση της ποίησης του. Η έως τώρα κριτική τον ανέγνωσε, κυρίως, ως ερωτικό ποιητή. Αυτή είναι, ασφαλώς, η κυρίαρχη πλευρά, παράλληλα όμως, όλο το έργο του είναι διάστικτο από σήματα κοινωνικής ευαισθησίας και οπτικής των πραγμάτων από την πλευρά των ηττημένων. Μια ευθύβολη κοινωνική κριτική η οποία ξεκινάει από την παρατήρηση μέχρι τον χλευασμό κάνει αισθητή την παρουσία της. «Τα πρόβατα απήργησαν/ ζητούν καλύτερες συνθήκες σφαγής». Ο κοινωνικός διαχωρισμός δεν γίνεται με βάση οικονομικούς ή ιδεολογικούς όρους αλλά ψυχικούς. Η αδελφότητα των στερημένων ενάντια σε όλους τους βολεμένους. «Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,/ γίνομαι ένα με τους τσακισμένους». Γι’ αυτό, αν και οι ιδεολογίες ξεθωριάζουν, η ποίησή του διατηρεί την επικαιρότητα.
Το ποιητικό του σύμπαν θεμελιώνεται πάνω στη διαρκή ενοχή και την εξομολόγηση. Ο κοινωνικός καημός βιώνεται παρόμοια με τον ερωτικό: ως τύψεις, ως αγκίδα που δε βγαίνει και τον ενοχλεί. Ο ιδιωτικός και δημόσιος χρόνος διαλέγονται και συμπλέκονται. Από την τομή των δυο προκύπτει ο μηχανισμός από τον οποίο αναδύεται το ποίημα, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά με αφορμή τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. «…άλλοι να πέφτουν χτυπημένοι για ιδανικά,/ άλλοι να οργιάζουν με τα τρίκυκλα,/ κι εγώ ανέμελος να τρέχω σε τσαΐρια.»
Το στοιχείο της ιθαγένειας και η κοινωνική διάσταση ολοκληρώνουν την εικόνα της ποίησής του. Ακόμη και το ερωτικό βίωμα έχει τη δραματική ένταση και το βάθος τα οποία σταλάζουν μιαν αλήθεια τραχιά και περισσότερο αντιπροσωπευτική. Χωρίς αναπαυτικούς λυρισμούς και παραμυθητικές ψευδαισθήσεις.Μετά τον διάπλου της «ακολασίας» και της έσχατης αμαρτίας με την ηθική και την ενοχή ως βρόχο στο λαιμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου