Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2023

Ένα, εκατό, διακόσια περιοδικά εκδοτικά πάθη

 ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τχ. 200
 Τι σημαίνει άραγε το διακόσια; Το απόλυτο αριθμητικό που απλώς έπεται του εκατόν ενενήντα εννέα; Οι δυο εκατοντάδες;Οι αθώοι των μαθηματικών προβληματισμών προσπερνούν τέτοια ερωτήματα. Αλλά ο διάσημος φιλόσοφος και μαθηματικός, Μπέρτραντ Ράσσελ, -τη ζωή του οποίου, όπως έγραψε στην αυτοβιογραφία του, κυβερνούσε η λαχτάρα για τις γυναίκες,  το πάθος για τη γνώση και η συμπόνια για τα δεινά της ανθρωπότητας -αφιέρωσε τριακόσιες εξήντα σελίδες από το μνημειώδες «Principia Mathematica» για να αποδείξει ότι 1+1= 2 και είναι αμφίβολο αν τα κατάφερε. Ο Μπέρτραντ Ράσσελ, προσπαθούσε με τη φιλοσοφία του να αποκρυπτογραφήσει την πυθαγόρεια σφραγίδα στην εξέλιξη του κόσμου. Εμείς, όμως, σκύβοντας στον εκδοτικό περιοδικό λογοτεχνικό μικρόκοσμο πώς μπορούμε να αντιληφθούμε τα δικά μας «διακόσια που μας ετέθησαν προγραμματικά ως άσκηση και υπόθεση εργασίας. Εν αρχή ην η μονάδα. Τι είναι ένα τεύχος της Παρέμβασης; Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το διακόσια αν δεν την ορίσουμε. Τη γνωρίζω καλά γιατί πέρασαν, και  από τα  χέρια μου, οι εκατό περίπου πρώτες. Όπως έγραφα στο επετειακό εκατοστό τεύχος της Παρέμβασης «τι κρίμα ενώ ξεκίνησα να γίνω ποιητής, κατέληξα στο τέλος σελιδοποιητής». Σελιδοποιητής, ετικετοποιητής, διπλωτής, ταχυδρομητής και όλες αυτές τι ιδιότητες που συνεπάγεται αυτή η εορταστική χειρωναξία και η σωματική δαπάνη της αχθοφορίας της έντυπης χαρτομάζας. Πάρεργα που μένουν πάντα στη σκιά της έκδοσης και την καταλαβαίνουν στο πετσί τους μόνον οι εκδότες σαν τον Βασίλη ή τον Γιώργο Κορδομενίδη, που έγραφε σε επετειακό τεύχος του «Εντευκτηρίου» ότι  η μεταφορά επί χρόνια από το σπίτι στα βιβλιοπωλεία των αντιτύπων του εκάστοτε νέου τεύχους του εξασφάλισε για το μέλλον μια πρόωρη οστεοαρθρίτιδα.

Τι είναι τα διακόσια τεύχη της «Παρέμβασης», τα εκατόν είκοσι του Εντευκτηρίου, τα διακόσια τριάντα του «Δέντρου» «που έγινε δάσος», για να αναφέρω ενδεικτικά, και τα πολυάριθμα τεύχη των υπόλοιπων έντυπων λογοτεχνικών περιοδικών;

Το καθένα είναι μια  μικρή ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας όπου θα αισθανθείς όχι μόνο τις δεσπόζουσες ιδέες και τους κορυφαίους της τελευταίας τεσσαρακονταετίας, αλλά και τη μικροϊστορία της εποχής, το μικροκλίμα με τους ελάσσονες,  τα σχόλια, τις συζητήσεις με τις ιδέες και τις αντιδικίες που διαμορφώνουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αυτό που ο Κ. Θ. Δημαράς   αποκαλούσε τους «μέσους όρους». Συγκροτούν το συνολικό πεδίο της λογοτεχνίας και το ιστορικό περιβάλλον χρήσιμο για τον κριτικό του παρόντος και πολύτιμο για τη σκαπάνη του ερευνητή ή του γραμματολόγου.

Αυτή η παρουσία των έντυπων λογοτεχνικών περιοδικών στην εποχή των κοινωνικών δικτύων, των κραυγών, της οργής, των συνομωσιών, στην εποχή του αντίχειρα, της διαγώνιας ανάγνωσης και των εικόνων που κατακλύζουν την οθόνη είναι μια όαση νηφάλιου στοχασμού  μέσα στον ωκεανό  του παραληρήματος και του ανορθολογισμού. Διότι ένα έντυπο λογοτεχνικό περιοδικό ντε φάκτο αρθρώνει έναν άλλο λόγο. Καταγράφει τις σιωπές, τη  σκοτεινή πηγή της ανθρώπινης φύσης που  τροφοδοτεί την ορατή πλευρά της ζωής. Διερευνά το συλλογικό ασυνείδητο που πλημμυρίζει τις οθόνες. Αποτυπώνει τη βαθύτερη ουσία του κόσμου και τη μεταπλάθει σε αυτό που αποκαλείται πνευματικότητα  της εποχής.

Αυτά επιδιώκουν, τουλάχιστον προγραμματικά, τα λογοτεχνικά περιοδικά, χωρίς να λείπουν οι εκπτώσεις. Ακόμα και η «Παρέμβαση» έχει μια υπερβάλλουσα δημοκρατική και αγαπητική εκδοτική αντιμετώπιση των συνεργατών της και αλλεπάλληλες αλλαγές της αισθητικής της. Ωστόσο, τα περισσότερα τα περιοδικά είχαν τις αδυναμίες τους. Τα «Νέα Γράμματα» προωθούσαν επιλεκτικά την παρέα της γενιάς του 30, η «Επιθεώρηση Τέχνης» είχε την  λογοκρισία, ο ρεαλιστικός πέλεκυς του Χριστιανόπουλου έπεφτε βαρύς στην προκρούστεια κλίνη της «Διαγωνίου» εκτοπίζοντας στο πυρ το εξώτερο όσα κείμενα παρεξέκλιναν του κανόνα του. 

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια συνεχής αναδιαμόρφωση του λογοτεχνικού πεδίου και της κριτικής. Τα δεκάδες ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά, το facebook,  τα βιβλιόφιλα ιστολόγια που αναδύθηκαν σταδιακά διεκδικούν τον δικό τους δημόσιο λόγο. Δημιουργούνται συγγραφικές  και αναγνωστικές κοινότητες που έχουν τα δικά τους κριτήρια, αυτοαναπαράγονται και αυτοθαυμάζονται χωρίς μέτρο. Οδεύουμε πλησίστιοι στη μαζική ηλεκτρονική δημοκρατία της λογοτεχνίας.

Φοβάμαι ότι σε λίγα χρόνια όλο και λιγότεροι θα ασχολούνται με  τα έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά. Η αναγκαία δόση του δονκιχωτισμού, της σωματικής δαπάνης  και του οικονομικού ρίσκου που συνεπάγεται η έκδοσή τους, θα υποχωρήσουν μπροστά στην ευκολία και την εν δυνάμει άπειρη αναγνωσιμότητα των ηλεκτρονικών περιοδικών. Και σύντομα θα έρθει η εποχή που θα λέμε:  «η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω».

Μ. ΚΑΡ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: