Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020

Ποίηση την εποχή της κρίσης. Η «απομάγευση» του κόσμου και η επανάκαμψη του κοινωνικού βλέμματος


                                            www.bookpress.gr 5.11.2017
Μετά τη στροφή του αιώνα και ειδικότερα όσο σωρεύονται τα χρόνια της κρίσης, πληθαίνουν οι ενδείξεις για την  εκκόλαψη μιας γραμματολογικά αχαρτογράφητης νέας ποιητικής ευαισθησίας. Το ερώτημα για την ύπαρξή της θέτουν επιτακτικά, μεταξύ των άλλων,  οι τρεις δίγλωσσες αγγλόφωνες ανθολογίες που κυκλοφόρησαν τα δυο τελευταία χρόνια στο όνομα της κρίσης και στις οποίες θα αναφερθώ παρακάτω. Η θορυβώδης υποδοχή τους στην Ελλάδα και το εξωτερικό από τον Terry Eagleton μέχρι τον Edmund Kelly μας υποχρεώνει να θέσουμε μερικά ενδιαφέροντα ερωτήματα για τη νεώτερη ποίηση των αρχών του 21ου αιώνα.

Μετά, λοιπόν, την ποίηση των δεκαετιών του ’80 και του ’90, της αποκληθείσης και «γενιάς του ιδιωτικού οράματος», ποια είναι η σχέση της σύγχρονης ποίησης με τον κοινωνικό χώρο; Μπορούμε, άραγε,  να προσδιορίσουμε μια ευδιάκριτη τάση με κοινωνική κατεύθυνση που σχολιάζει τα σύγχρονα προβλήματα; Κι αν ναι με ποιους όρους και σε τι διαφέρει από την ποίηση της πολιτικής και κοινωνικής ηθικής των προηγούμενων δεκαετιών; Ακόμη περισσότερο, υπάρχει μια πολιτική συνείδηση των νεώτερων ποιητών η οποία φιλοδοξεί να παρέμβει κοινωνικά και να αλλάξει τον κόσμο ή περιορίζεται στην καταγραφή και τον σχολιασμό;

Παρά τα διάσπαρτα δείγματα που προηγήθηκαν θα έλεγα ότι μια τέτοια στιγμή κρυστάλλωσης της κοινωνικότητας, όπου γίνεται έκδηλη η κοινωνική ανησυχία της ποίησης είναι οι αντιδράσεις στο οριακό γεγονός της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου, όπως καταγράφηκαν στην πρωτοβουλία του ηλεκτρονικού περιοδικού «e-poema», με τη συγκέντρωση  ποιημάτων 28 Ελλήνων ποιητών και τη προγραμματική δήλωση της  συντακτικής ομάδας με τον φλογερό τίτλο «Με όπλο τους στίχους».

 «Είκοσι οκτώ ποιητές απευθύνουν τη δική τους διαμαρτυρία, την τοποθέτησή τους, μια ελάχιστη αντίδραση με τη «φωνή» τους, στην πραγματικότητα που ζει η Ελλάδα τις τελευταίες ημέρες. Προσδοκούν να συνεισφέρουν, με μοναδικό γνώμονα κάποιες αξίες και δικαιώματα˙ ως πολίτες, συμμέτοχοι, δημιουργοί και συνένοχοι. Τα ποιήματα δεν είναι παρά αιχμές διατυπωμένες σε στίχους αντί για διακηρύξεις, πολιτικολογία ή, το χειρότερο, απαθή σιωπή. Με αυτόν τον ελάχιστο τρόπο, οι παρόντες ποιητές εξανίστανται και στέκονται απέναντι στη βία και τις καταστροφές όσο και την υποτίμηση, την αναξιοπρέπεια, την όποια δύναμη επιβολής».

Από το εύγλωττο απόσπασμα φαίνεται η διάθεση ο ποιητής να υπερβεί την αποστειρωμένη ιδιωτικότητά και την καλλιτεχνική του ιδιότητα και να  διεκδικήσει με ποιητικό λόγο εκείνη του πολίτη που «διαμαρτύρεται», «αντιδρά», «εξανίσταται», γίνεται συμμέτοχος και «συνένοχος» της κοινωνικής πορείας.

Στο εγχείρημα συμμετείχαν εγνωσμένοι Έλληνες ποιητές της παλαιότερης και νεότερης γενιάς, μεταξύ των οποίων οι: Νάνος Βαλαωρίτης, Γιώργος Βέης, Βερονίκη Δαλακούρα, Γιάννης Κοντός, Νατάσα Χατζιδάκη, Γιώργος Μαρκόπουλος, Γιάννης Ευθυμιάδης, Σταύρος Ζαφειρίου, Γιώργος Μπλάνας, Στρατής Πασχάλης, Δημήτρης Καλοκύρης, Σταμάτης Πολενάκης, Βασίλης Ρούβαλης,   Γιάννης Στίγκας, κ.ά.

 Παρά τις μεγάλες δηλώσεις, όμως, θα έλεγα ότι ήταν μια στιγμιαία αντίδραση επικαιρικής ποίησης που θύμιζε εκείνη των παλιότερων εποχών και όχι συνειδητή προγραμματική επιλογή των ποιητών που θα είχε συνέχεια. Μια παρόμοια εκτίμηση φαίνεται να συμμερίζεται και ο Ευριπίδης Γαραντούδης ο οποίος στην απάντησή του στο ΒΗΜΑ το 2011 (27.11.2011) με το ερώτημα «στη σύγχρονη ελληνική ποίηση θεματοποιείται η οικονομική και κοινωνική κρίση των τελευταίων ετών;» αποκρίνεται ως εξής: «Η απάντηση είναι αναντίρρητη: Eλάχιστα. Ανεξάρτητα από το υψηλό µέσο επίπεδο της σύγχρονης ποίησής µας, οι δηµιουργοί της απέχουν από τη θεµατοποίηση τόσο των θλιβερών, όπως η εξαθλίωση µεγάλου µέρους της κοινωνίας, όσο και των τραγελαφικών, όπως ο πολιτικός µας βίος, όψεων του νοσηρού πλέον δηµόσιου χώρου».

Ωστόσο τα τελευταία χρόνια διαγράφεται μια αλλαγή1. Διαφαίνεται η ανταπόκριση και ο σχολιασμός σε κοινωνικά γεγονότα. Πυκνώνουν οι ποιητικές συλλογές με αναφορές στην ορολογία της κρίσης.   «Καιροί πτωχεύσεων, καιροί της Αγοράς» όπως το συμπυκνώνει εύστοχα το 2012 o Γιάννης Δάλλας, στο «Απειρωτάν».  Διαβάζουμε την «Αφροδίτη για τις νέες οικονομικές ρυθμίσεις» του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, για τα «απορριμματοφόρα του Δήμου που μαζεύουν το πρωτογενές πλεόνασμα» της Δήμητρας Χριστοδούλου, για «πόλεμο χωρίς πυρομαχικά κι ομοβροντίες στρατηγοί, τα γκρίζα κοστούμια και τα κολλαριστά πουκάμισα» του Γιώργου Δουατζή. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν οι συσσωματώσεις και οι κοινές δράσεις γύρω από τα πολλαπλά έντυπα και διαδικτυακά περιοδικά όπως -για να αναφέρω  ενδεικτικά-  το «e-poema», το «φρμκ» (Φάρμακο), το «Τεφλόν» και οι ιστοσελίδες νέων ποιητών τα οποία έχουν συμβάλει σε μια πρωτοφανή άνθηση του ποιητικού λόγου. Σημεία αιχμής αυτής της πορείας αποτελούν οι τρεις δίγλωσσες αγγλόφωνες ανθολογίες που κυκλοφόρησαν τα δυο τελευταία χρόνια.

Το «Crisis: Greek Poets on the Crisis» τον Μάιο του 2014 σε επιμέλεια του Ντίνου Σιώτη, που περιλαμβάνει 34 ποιητές μεταξύ των οποίων οι Νάνος Βαλαωρίτης, Τίτος Πατρίκιος, Κική Δημουλά κ.ά. Το «Futures: Poetry of the Greek Crisis» δηλ.  «Μέλλοντα (ή και Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης): Ποίηση της ελληνικής κρίσης», σε επιμέλεια και μετάφραση του Θοδωρή Χιώτη, τον Νοέμβριο του 2015. ToAusterity Measures: The New Greek Poetry  ή   «Μέτρα λιτότητας: η νέα ελληνική ποίηση», με 49 ποιητές και ποιήτριες, που επιμελήθηκε η ελληνίστρια Karen van Dyck, τον Απρίλιο του 2016.

H πρώτη ανάγνωση φαίνεται να επαληθεύει μια υπόθεση εργασίας που είχα κάνει τον Φεβρουάριο 2012, στο αφιέρωμα του περιοδικού «Διαβάζω» τχ. 526, με τίτλο «Όψεις της κρίσης: Ελληνική Λογοτεχνία και Φιλοσοφικός Στοχασμός». Τότε είχα γράψει ότι «ίσως να βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεγάλη καμπή, σε μια στροφή της ελληνικής λογοτεχνίας. Μπροστά στο τέλος μιας περιόδου στην ελληνική πεζογραφία που ξεκίνησε περίπου το 1980, είχε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και τελειώνει στις μέρες μας. Την εγκατάλειψη της πολιτικής, των ιδεολογιών και των  εθνικών μύθων, τη στροφή στην ατομικότητα και τον μικρόκοσμο της καθημερινότητας. Αυτό δηλ. που πιο  εύστοχα στην ποίηση αποκλήθηκε «γενιά του ιδιωτικού οράματος». Δεν μιλάμε για χαρακτηριστικά με την έννοια της «γενιάς» ή των τάσεων αλλά για  το έδαφος στο οποίο αναπτύσσεται η λογοτεχνία, για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τον πολιτισμικό κώδικα στον οποίο αναπνέουν και δημιουργούν οι συγγραφείς». Όπως τόνιζα  «Ασφαλώς για ένα διάστημα θα συνυπάρχουν το παλιό με το καινούριο μέχρι να κλείσει ο  ιστορικός αυτός κύκλος. Πιστεύω όμως ότι η δυναμική των πραγμάτων και η κρίση διεθνώς είναι εκρηκτική ώστε ακόμη κι αν δεν μπορούμε να προδικάσουμε τα χαρακτηριστικά του καινούριου κύκλου μπορούμε να πούμε ότι αυτή τη φορά το εκκρεμές  ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό θα γείρει περισσότερο προς το δεύτερο».

Η διαμόρφωση ενός αστερισμού νέων ποιητών και η τρυφερή κριτική υποδοχή που τους επιφυλάχθηκε,  συνεπικουρούμενη από τη λατρεία του νέου,  τους καινούριους θεσμούς πρωτοεμφανιζόμενων -στις εκθέσεις βιβλίου, τα φεστιβάλ και τα βραβεία- επιβάλλει το δύσκολο έργο της αναγνώρισης της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας τους και της αποτίμησης της συνεισφοράς τους στην νεοελληνική ποίηση. Αν και κατά πόσο κομίζουν μια νέα αισθητική ή έναν νέο λόγο, ποια είναι η σχέση τους με τους προηγούμενους.

Η αντιμετώπιση από τον Guardian ήταν ενθουσιώδης για τη νέα γοητευτική ποίηση που δίνει μια ασυνήθιστη εμπειρία της Ελλάδας πέρα από τα πρωτοσέλιδα. Ο Edmund Kelly κάνει συγκρίσεις και παραλληλισμούς με τα Δεκαεπτά κείμενα (1972)  που εκδόθηκαν την εποχή της χούντας. Ωστόσο εκείνα είχαν έναν σαφή κοινό παρονομαστή ως προς τα κοινωνικά συμφραζόμενα, έναν κοινό πολιτικό προσανατολισμό την αντίσταση στη δικτατορία, ενώ στις συλλογές αυτές –με λίγες εξαιρέσεις-  δεν υπάρχει κάτι ανάλογο, αλλά πρόκειται περισσότερο για την ποιητική έκφραση μιας διάχυτης δυσφορίας.

Ο Ντίνος Σιώτης, γράφει για «δελτία από έναν εμφύλιο πόλεμο», αλλά το περιεχόμενο δεν ανταποκρίνεται πάντα στις αναγνωστικές προσδοκίες. Περισσότερο συγκρατημένος ο Terry Eagleton μιλάει για την ανταπόκριση «σε μια κοινή αίσθηση ηθικής και πολιτικής έκτακτης ανάγκης».

Επιφυλακτική έως έντονα αρνητική ήταν η υποδοχή που έγινε από τον ελληνικό τύπο για την ανθολογία “Austerity Μeasures”. Ιδιαίτερα η Αthens Review of Books στο editorial με τον εύγλωττο τίτλο «Metra gia tsarouchia (ή όταν η κρίση πουλάει)» (1.7.16)  θεώρησε ότι πρόκειται για διαφημιστικό εγχείρημα που δεν έχει σχέση με την ποίηση, με την επιστράτευση στο εξώφυλλο ενός άσχετου πεφυσιωμένου, όπως Γ. Βαρουφάκης, για λόγους εμπορικότητας. Ωστόσο τόσο η ARB όσο και ο Κώστας Βούλγαρης ο οποίος στο κείμενό του  «Όταν η κρίση πουλάει ποιήματα...» (Αυγή 9.10.16) επισημαίνει «τη σχέση φολκλορικής υποτέλειας, και ανάλογης αφέλειας, που εμπεδώνεται με αυτές τις ανθολογήσεις, οι οποίες δεν προτάσσουν κανένα αισθητικό κριτήριο, ώστε να δικαιολογήσουν και να υποστηρίξουν το σώμα των ποιημάτων που ανθολογούν, πόσο μάλλον να δείξουν το ποιητικό τους πρόσωπο», αποφεύγουν  να αποτιμήσουν αισθητικά το γεγονός καθ’ εαυτό,  όπως συνέβη και με τις περισσότερες προσεγγίσεις.

Εκείνοι που επεχείρησαν μια συνολική και ουσιαστική απόπειρα καταγραφής της  νεώτερης «ελληνικής γενιάς του 2000», όπως ονομάστηκε –σχηματικά για λόγους συνεννόησης και γνωρίζοντας γραμματολογικές συμβάσεις -  ήταν η Τιτίκα Δημητρούλια2 και ο  Βασίλης Λαμπρόπουλος3. Ο τελευταίος διαβλέποντας μια μείζονα τάση, πρότεινε για τη μελέτη αυτής της ποίησης  τον όρο «αριστερή μελαγχολία». Ως όρος κριτικής ορίζει μια συγκεκριμένη ποιητική και έλκει την καταγωγή του από τον γερμανόφωνο μοντερνισμό ως τη σημερινή πολιτική θεωρία. Σύμφωνα με την οπτική αυτή η «ποίηση της κρίσης» δεν είναι παράγωγη της οικονομικής, αλλά της γενικότερης πολιτισμικής κρίσης που προηγήθηκε, γι’ αυτό και χαρακτηρίζει ολόκληρη την ελληνική γενιά του 2000. Εν τούτοις επιτάθηκε μετά την απογοήτευση και τη διάψευση των ελπίδων από τη στροφή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσγράφει  ότι είναι επιτελεστική (performative), «συνομιλεί κυρίως με την αγγλόφωνη λογοτεχνία και σκέψη», «αντλεί από πολλά ιδιώματα και κώδικες»,  «αλληλεπιδρά με όλες τις άλλες τέχνες»,  «διακινδυνεύει ως προς τη μορφή, εκφεύγει της καλλιτεχνικής ολοκλήρωσης».  Είναι μια κοινοτική ποίηση της αριστερής μελαγχολίας,  «μιας επαναστατικής ενδόρρηξης (implosion) και της εξέγερσης που δεν μπορεί να κατοικηθεί ή να καταληφθεί (un-Occupiable revolt)», στα ερείπια της εθνικής παράδοσης και της μεσσιανικής νεωτερικότητας. Ομοίως η Τιτίκα Δημητρούλια εντοπίζει, μεταξύ άλλων,  «διαφορετικές επιδράσεις», «κυριαρχία της Ιστορίας και της πολιτικής σε μια σειρά ποιητές,  με διαφορετικά προφίλ, αλλά και υπαρξιακός στοχασμός και εξέγερση».

Είναι δυνατόν, όμως, ο όρος «αριστερή μελαγχολία» που προτείνεται  -παρά την κοινωνική της παρουσία και τα υπαρκτά ποιητικά δείγματα- να  συμπεριλάβει κάτω από το βεληνεκές του τη μεγάλη εικόνα της νεώτερης ποιητικής γενιάς, όταν ελάχιστη σχέση έχει με την πολιτική; «Το εφικτό πάντα με κούραζε/ πάντα με ξενέρωνε/ και η τέχνη του/ η λεγόμενη πολιτική/ ακόμα περισσότερο/ Εγώ ήμουν πάντα/ του αν-έφικτου/ του άπιαστου/ κι ας με φώναζαν υποτιμητικά/ απολιτίκ» (Κυριάκος Συλφιτζόγλου, «Έκαστος εφ’ ω ετάχθη», Γαβριηλίδης 2007). Περισσότερο θα έλεγα ότι πρόκειται για την αμηχανία και τον κραδασμό της ποιητικής συνείδησης μπροστά στην  «απομάγευση» του κόσμου και τις δυσοίωνες προοπτικές του, μετά το τέλος της μεταπολιτευτικής καταναλωτικής μπελ επόκ, την κατάρρευση των κοινωνικών και πολιτικών ψευδαισθήσεων.

Μιλώντας συνολικά δεν ξέρω αν μπορούμε να μιλήσουμε για ποίηση της κρίσης, αλλά εκείνο που διαπιστώνουμε ήδη μια εμφανής αλλαγή του τοπίου. Στη διάρκεια της μεταπολίτευσης αναδύθηκε ένας ατομικισμός και οι μετανεωτερικές πολιτισμικές πρακτικές του  καταναλωτισμού, που έθεσαν στο περιθώριο τις παλιές συλλογικές αξίες. Ωστόσο, με την κρίση που αρχίζει το  2008  δοκιμάζονται οι  αυταπάτες  και η «χαρωπή» ζωή της ατομικότητας από το φάντασμα της, κατά τον Z. Bauman, «αρνητικής παγκοσμιοποίησης» και η ποίηση, ο πιο ευαίσθητος κοινωνικός δέκτης,  συλλαμβάνει πρώτη την ατμόσφαιρα. Πρόκειται για τη συσσώρευση αδιεξόδων πολλών ετών, για την χρεοκοπία των μυαλών και των συνειδήσεων, την ηθική, πολιτισμική και την κρίση ταυτότητας,  που αθροίστηκαν και εμφανίστηκαν μεγαλοπρεπώς με το μέτωπο της οικονομικής. Δεν μπορούμε να προδικάσουμε την εξέλιξη αυτής της ποίησης γιατί πρόκειται για ένα work in progress. Εκείνο που σαφώς έχει αλλάξει είναι ο τρόπος πρόσληψης και ανάγνωσης της κοινωνικής πραγματικότητας με νέους όρους σε σχέση με την παλαιότερη. Δεν είναι η ποίηση της ήττας μετά από έναν αγώνα «εμφύλιο», η ποίηση μιας ορισμένης πολιτικής και κοινωνικής ηθικής, αλλά μια ευαισθησία που ψηλαφεί τα τραύματα της ψηφιακής εποχής και της κοινωνίας της παγκοσμιοποίησης. Εκφράζει την αγωνία της χωρίς να στεγάζεται κάτω από πολιτικά μανιφέστα, χωρίς να εντάσσεται σε κανένα συλλογικό ορίζοντα ή σχέδιο, μακριά από  εθνικούς και ιδεολογικούς μύθους. Εκεί που παλιότερα υπήρχε πόλωση τώρα διακρίνουμε την αισθητική,  ιδεολογική και    θεματολογική ανεξιθρησκία. Αναζητά την κοινωνική αλήθεια υπαρξιακά.

Η πολυμορφία του τοπίου,  οι διαφορετικές ταχύτητες και κατευθύνσεις αντικατοπτρίζονται  και στην αμηχανία των τριών επιμελητών να ορίσουν και να περιγράψουν με αισθητικά κριτήρια το ποιητικό σώμα που προτείνουν με τις ανθολογίες τους. Η απουσία ευρύτερων θεματικών ή υφολογικών κρυσταλλώσεων τους οδηγεί στην παρουσίαση και κατάταξη με βάση  εξωλογοτεχνικά κριτήρια: γεωγραφική προέλευση, ο διαδικτυακός τρόπος δημοσίευσης, οικονομική ορολογία κ.ά. Έτσι στο “Austerity Μeasures” οι Θεσσαλονικείς παραδείγματος χάριν χωρίς ιδιαίτερα κοινά στοιχεία συμπεριλαμβάνονται συλλήβδην στους επαρχιώτες.

Παρά τα σαφή σημάδια της κρίσης που βρίσκει κανείς διάσπαρτα στις τρεις ανθολογίες συνοδευόμενα με ένα λεξιλόγιο κοινωνικής καταγγελίας– άστεγος, πιστωτής, μέτρα λιτότητας, κ. ά.–, και το κλίμα που δημιουργούν το περικείμενο, οι αναγνωστικές συστάσεις των επωνύμων και τα οπισθόφυλλα, αυτά αποτελούν τις εξαιρέσεις στο σώμα των ανθολογιών και ελάχιστες φορές φαίνεται να επαληθεύονται από μια ανάλογη προγραμματική ατομική ποιητική συνείδηση και πορεία. Περισσότερο εμφανής στη νεώτερη ποίηση, αν και με έμμεσο τρόπο, είναι μια κοινωνική δυσφορία με νέο λεξιλόγιο και τρόπους σκέψης. Η «σφαγή» που υπαινίσσονται συντελείται στο παρασκήνιο και εκτός του οπτικού μας πεδίου. Ενώ το ποιητικό υποκείμενο πάσχει,  οι αιτίες αποσύρονται στο ημίφως  των ερμηνειών και των εκδοχών και ο αναγνώστης καλείται να τις ψηλαφήσει μέσα από θραύσματα και υπαινιγμούς. «Έχω ένα μικρό κουτί που πάντα μέσα του κάποιον σφάζουν» γράφει ο Θωμάς Τσαλαπάτης, στο  «Κουτί».  «Ποιος οργισμένος ουρανός μάς γύρισε την πλάτη;» αναρωτιέται στην «Πατρείδα» ο Γιάννης Ευθυμιάδης. «Έχει μυριάδες χέρια που κοπήκανε/ δεν ήταν αγαλμάτων/ όλα τους/ αργότερα μαρμάρωσαν» δηλώνει ο Γιάννης Στίγκας σε μια  ποιητική αντίστιξη προς τον Σεφέρη στο «THIS THE PLACE GENTLEMEN». «Όμως εμένα μου αρκεί/ Μόνο για πάντα να με θυμούνται/ Γι’ αυτό που πάντα ονειρευόμουν/ Γι’ αυτό που έγινα/ Ένα Κουρδιστό Ανθρωπάκι» λέει ειρωνικά η Έλσα Κορνέτη στο «Συμπάσχοντας με την ανθρωπότητα».  

Γι’ αυτό και θεωρώ περισσότερο εύστοχη  την προσπάθεια του Βασίλη Λαμπρόπουλου να ορίσει τη νέα ποίηση «λογοτεχνικά ως συνάθροιση, ή πολιτισμικά ως assemblage (το οποίο και προτιμώ), αφού κανείς όρος από μόνος του δεν μπορεί να συλλάβει τη ρευστότητά του4».

 Οι παρατηρήσεις αυτές μπορούν να γίνουν περισσότερο κατανοητές όταν τις προβάλλουμε στον καθρέφτη της πεζογραφίας, όπου η κρίση είναι ανάγλυφη και καταφανής.  Παρά το γεγονός ότι η παρουσία της έχει αρχίσει, ίσως, να παρουσιάζει σημάδια υποχώρησης, μπορούμε μετά από αρκετά χρόνια να κάνουμε μια πρώτη αποτίμηση.

Η βασική διαφορά που παρατηρείται με την πρώτη ματιά είναι ότι σε αντίθεση με την ποίηση, η κρίση βρίσκεται στην καρδιά της πεζογραφίας. Σύμφωνα με την ταξινόμηση που έκανε ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου5, για μια μεγάλη ομάδα πεζογράφων όπως η Ι.  Καρυστιάνη, ο Θ. Γρηγοριάδης, ο Γιάννης Μακριδάκης, ο Γιάννης Τσίρμπας, κ.ά. η κρίση βρίσκεται  στο κέντρο της δραματουργίας τους. Σε αυτή την παρατήρηση θα πρόσθετα ότι για ορισμένους συγγραφείς, το θέμα της επανέρχεται σε περισσότερα τους ενός βιβλία. Όπως ο Πέτρος Μάρκαρης, με την «Τριλογία της κρίσης»  ή ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης με δυο κ.ά. Μια άλλη ομάδα επιχειρεί να ρίξει φως «στην ιστορική και κοινωνικοπολιτική παθολογία η οποία την προετοίμασε», -Γ. Δενδρινός, Μ. Καραγιάννης, Ν. Παναγιωτόπουλος, Χ. Χωμενίδης, κάποιοι άλλοι θέτουν την κρίση στο φόντο της αφήγησης «αλλά ως ένα λειτουργικό στοιχείο της πλοκής», ενώ μια άλλη ομάδα «θα κοιτάξουν την κρίση μέσα από ένα συμβολικό ή και μελλοντολογικό φίλτρο».

Μέσα από διαφορετικές διαδρομές η πεζογραφία της κρίσης,  με τα  εύστοχα δείγματα αλλά και τις περιπτώσεις όπου ολισθαίνει σε αφηγηματικές ευκολίες, αναδεικνύει το συλλογικό, πασχίζει να συλλάβει, να στοχαστεί πάνω στη μεγάλη κοινωνική περιπέτεια στο περιθώριο της οποίας εγγράφει και ο καθένας μας τη μικρή ατομική  του  ιστορία. 

Σ’ αυτή την ιστορική στιγμή της κρίσης, όμως, διαθέτει  ο μυθιστορηματικός ή ο ποιητικός λόγος τη στοχαστικότητα, την αισθητική και τη  δραστικότητα της τέχνης ώστε να μην αναμασά απλώς την επικαιρότητα για να μην καταγραφεί ως ένα επιπλέον θύμα της;

Νομίζω, ότι μετά την παλίρροια της κρίσης και παρά το γεγονός ότι τα επιφαινόμενα θα ατονούν -όσα μας έχουν συνηθίσει τα καθημερινά δελτία της-   εκείνο που θα μένει τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία είναι η επανάκαμψη του κοινωνικού βλέμματος. Η διαπίστωση ότι,  παρά τα ατομικά δράματα, τα ιδιωτικά οράματα και τις τραγωδίες δωματίου, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε  τον άνθρωπο έξω από τα κοινωνικά του συμφραζόμενα. Ότι ο άνθρωπος και ο κόσμος είναι συνδεδεμένοι όπως το σαλιγκάρι με το καβούκι του.  Ότι το  εκκρεμές, αυτή τη φορά,  φαίνεται πάλι να κινείται από το ατομικό προς το συλλογικό.



…………………

 1. «Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε κατά τα προηγούμενα έτη, τα ποιήματα που άμεσα ή υπαινικτικά, με κρυπτικά αφαιρετικό ή ρητά αναφορικό τρόπο, θεματοποιούν πολλές και ποικίλες όψεις της κρίσης πυκνώνουν ολοένα και περισσότερο», Ευριπίδης Γαραντούδης, «Ποίηση και κρίση», ο αναγνώστης, τχ. 1, 2014, σ. 140 

2. Τιτίκα Δημητρούλια, «Η ποίηση της νέας χιλιετίας ή η δοκιμασία του καινούριου. Απολογισμός μιας δεκαπενταετίας», Τα Ποιητικά, τχ. 25, Μάρτιος 2017,

3.  Βασίλης Λαμπρόπουλος, «Η κρίση της ποίησης και η μελαγχολία της Αριστεράς – Για την πολιτική της ελληνικής ποίησης των αρχών του 21ου αιώνα», Τα Ποιητικά, τχ. 26, Ιούνιος 2017, «Αριστερή μελαγχολική ποίηση: Η ελληνική γενιά του 2000», https://frmk.gr/2016/06/17/valamprop-leftmelanpoetry/

4. «H αριστερή μελαγχολία στην ελληνική ποιητική γενιά του 2000, μετάφραση  Δ.Ι. Τσουμάνης, https://poetrypiano.wordpress.com/2017/08/11/

5. «Πόσο κρίσιμη είναι η πεζογραφία της κρίσης;», ο αναγνώστης, τχ. 1, 2014, σ. 121








Δεν υπάρχουν σχόλια: