Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Η γραμματική της ειρωνείας

Από το αφιέρωμα του περιοδικού "Σίσυφος" στον Βασίλη Καραγιάννη
Ένα εργοτάξιο εξαιρετικών αισθημάτων

Χ. Μούκα 1. Μπαίνοντας μέσα αντικρίζεις μια συμπαθητική αταξία. Παντού βιβλία. Ξεχειλίζουν τους τοίχους, στο γραφείο ακόμα και στο πάτωμα, σε οργανωμένες στοίβες ή  πεταμένα χύδην. Ό,τι περισσεύει από χώρο καλύπτεται με πίνακες, φωτογραφίες και ζωγραφισμένες πέτρες. Δεν υπάρχει ούτε ένα εκατοστό ελεύθερου χώρου.  Στέκεται οχυρωμένος πίσω από τα βιβλία, ελεύθερος πολιορκημένος σε ένα χάρτινο χαράκωμα, σε έναν καθημερινό πόλεμο απέναντι στην άγνοια. Ένας  ακούραστος χαρτοποιμένας και βιβλιοασπάλαξ  που κυβερνάει μια τεράστια  βιβλιοθήκη στην οποία μπορείς να βρεις οτιδήποτε κυκλοφόρησε τα τελευταία πενήντα χρόνια.
Το γραφείο αυτό υπήρξε για τριάντα χρόνια το εντευκτήριο των ανθρώπων των γραμμάτων, της πολιτισμένης -όπως πάντα του αρέσει να τονίζει- αριστεράς και των αριστερών. Όχι σαν τα σημερινά σκύβαλα που δηλώνουν έτσι και  διακρίνονται πανελληνίως για ανοησία τους, αλλά εκείνων με τα τρύπια παπούτσια που έκαναν τη θητεία τους στις φυλακές και τις εξορίες και ένας ένας πήγαιναν εκεί για να του εμπιστευτούν ό,τι πολυτιμότερο είχαν στο τέλος του βίου τους: ένα πακέτο χαρτιά, κακογραμμένα και ανορθόγραφα, με την ιστορία της ζωής τους.

Βιολέτες για μια εποχή

Στο γραφείο αυτό ξεκίνησε και η «Παρέμβαση». Μια ωραία πνευματική διαδρομή τριάντα χρόνων που άφησε έντονα το στίγμα της στα γράμματα και τον χώρο των λογοτεχνικών περιοδικών. Κάπου εκεί θυμάμαι κι εγώ τα ωραία χρόνια της «Παρέμβασης», την περίοδο της μανιφατούρας, ανάμεσα σε σουβλάκια και μπίρες, με το ραδιόφωνο να παίζει Καζαντζίδη και τρίτο πρόγραμμα και εμείς έμπλεοι από ζωτικές αυταπάτες –«μικροδιεκπεραιωτές του ανέφικτου»-  για να σώσουμε τον κόσμο πολιτιστικά και πολιτικά, σε μιαν ανέμελη εποχή της μπελ εποκ, όταν ο κόσμος έκανε χρήματα, αγωνιούσε για τα χρηματιστήρια κι  εμείς - όπως πάντα-  ασχολούμασταν με έργα μη παραδεδεγμένης χρησιμότητας. Ανατρέχοντας μια δεύτερη φορά σε εκείνον τον καιρό ένα ίζημα νοσταλγίας μένει στα χέρια και σε αποζημιώνει γενναιόδωρα ξανακερδίζοντας τον χαμένο χρόνο.


Η ζωή ως γραφή

Αν κάτι διακρίνει τον Βασίλη Καραγιάννη είναι η ενότητα βίου και έργου. O βίος του αποτελεί την πρώτη ύλη για τα γραπτά και τα γραπτά τον καθρέπτη του. Είναι αψευδής μάρτυς μιας πόλης και μιας εποχής. Σαν τον Τζόυς στον «Οδυσσέα» περιφέρει το μικροσκόπιο και καταγράφει κάθε δευτερόλεπτο της μέρας, της πόλης, της εποχής του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα «Ενδόδημα και αποικιακά» της «Παρέμβασης». Γι’ αυτό και μετέρχεται πολλαπλές ιδιότητες και ρόλους. Πεζογράφος, ποιητής, χρονογράφος, ιστορικός, εκδότης περιοδικού. Στα διαλείμματα γράφει άρθρα και ιστορικά κείμενα στις εφημερίδες της πόλης.
 Η αναγνωρίσιμη από χιλιόμετρα γραφή του, εντελώς ιδιότυπη και μοναδική, αποτελεί  το κυριότερο χαρακτηριστικό του και έχει ως σημείο εκκίνησης τον ίδιο. Το λεπτό, πηγαίο και καυστικό χιούμορ είναι το ύφος του ανθρώπου που τον χαρακτηρίζει πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Η πένα της σάτιράς του μπήγεται αδιακρίτως σε ανθρώπους και καταστάσεις, πολλές φορές  ανελέητα, ακόμα και  στον ίδιο. Η βιωματικότητα είναι η κυρίαρχη ρίζα και η πηγή της αφήγησής του. Το σκηνικό της γενέθλιας γης είναι, κατά κανόνα, το σκηνικό των ιστοριών του. Οι περιπλανήσεις σε δρόμους, ταξίδια, ναΰδρια και μοναστήρια είναι η αφορμή για πνευματικές περιπλανήσεις, για τα ταξίδια της γραφής. Οι  ανθρώπινοι «τύποι» της καθημερινότητας και της μνήμης αποτελούν αφορμή και πρόπλασμα για λογοτεχνική επεξεργασία. Ακόμα και τα βιβλία εντάσσονται οργανικά και συναιρούνται στην αφήγηση. Τα αναγνωστικά και τα φυσικά τοπία αντιμετωπίζονται ως συνέχεια.  Θα έλεγα ότι δεν πρόκειται για διακειμενικότητα αλλά τα αναγνώσματα, που είναι η καθημερινότητά του, εντάσσονται φυσικώ τω τρόπω στην αφήγηση ως βιώματα. Έτσι τα διηγήματα του Σκαμπαρδώνη βρίσκουν τη θέση τους στις δικές του αφηγήσεις, οι μνήμες της περιπλάνησης με το τρένο εμπλέκονται με τις αντίστοιχες αναφορές του Παπαδημητρακόπουλου ή του Σεφέρη στις «Μέρες»,  οι στίχοι του Αναγνωστάκη φιλτράρονται μέσα από τις δικές του ενθυμήσεις και διαθέσεις ώστε να αποτελέσουν ένα όλον, οι περιγραφές του κατά την ανάβαση στα Κατουνάκια του Αγίου Όρους συνοδεύονται από τις αντίστοιχες του Μωραϊτίδη, η Φυλλομαζώχτρα είναι η συνέχεια της Σταχτομαζώχτρας του Παπαδιαμάντη και ξεκινά με τη δική της εισαγωγή. Ακόμα και γλώσσα του περισσότερο προσιδιάζει στη γλώσσα του Παπαδιαμάντη και του Ροΐδη. Εν τέλει και ο ίδιος μοιάζει με παλιό λόγιο.  Έχει ευρύτατα στρώματα παιδείας και  συναιρεί τα πάντα στον λόγο του με την γλώσσα του 19ου αιώνα.
Βεβαίως ο βιωμένος χώρος ανασυστήνεται όχι γεωγραφικά, αλλά όπως τον συλλαμβάνει η φαντασία. Η λεπτολόγος περιγραφή από το διεισδυτικό βλέμμα του αφηγητή αναδεικνύει έναν άλλο χώρο όπως τον ορίζει η ατομική και συλλογική μνήμη. Οι χαρακτήρες παίρνουν μυθοπλαστική υπόσταση. Η λογοτεχνική τους μετάπλαση τους δίνει άλλη πνοή και μια καθολική αλήθεια.
(«Πάντα με μελαγχολούσαν τα γλέντια των άλλων», «Πες αμάν»).


Η γραφή ως ειρωνεία

«Η γραφή αρχίζει από το ύφος». Ο Β. Κ. με το έργο του αναδεικνύει και αποδεικνύει τη θέση του Ρόλαν Μπαρτ. Αποτελεί ολόκληρο μια άσκηση ύφους που εξερευνά τις δυνατότητες της γλώσσας.   Πρόκειται για μια γραφή δαιδαλώδη, με πολλές δευτερεύουσες προτάσεις και μεγάλες παρεκβάσεις οι οποίες εισάγουν νέα χρονικά επίπεδα στην αφήγηση. Η γλώσσα του περιλαμβάνει έναν μεγάλο πλούτο και εξαντλεί όλη την κλίμακα από τις ιδιωματικές εκφράσεις του γενέθλιου τόπου  έως τα έσχατα όρια της λόγιας και της εκκλησιαστικής. Η αφήγηση είναι κατά κανόνα πρωτοπρόσωπη και εστιάζει εσωτερικά στον κατά περίπτωση ήρωα. Η μνήμη και η νοσταλγία, είναι οι βασικές ορίζουσες του έργου του.  Σε όλες τις ιστορίες κυρίαρχο ρόλο έχει ο αφηγητής, η φωνή του οποίου παρεμβαίνει, διυλίζει την ιστορία, τη σχολιάζει με σπειροειδή τρόπο δημιουργώντας συνεχώς επάλληλους κύκλους,  άλλοτε την πλαγιοκοπεί με ειρωνική και σαρκαστική διάθεση και άλλοτε την ραίνει με τη χρυσόσκονη της νοσταλγίας.
Ο Β. Κ. χρησιμοποιεί όλες τις αποχρώσεις του κωμικού. Ειρωνεία, αυτοειρωνεία, παρωδία, σάτιρα. Η ειρωνεία του δεν είναι ρητορικό σχήμα, αλλά ένας τρόπος σκέψης και τρόπος θέασης του κόσμου. Όπως έλεγε ο  Γιουβενάλης, η εποχή του ήταν τόσο κακή που του ήταν δύσκολο να μην γράφει σάτιρα. Είναι, λοιπόν, η άμυνά του στην παρακμή και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής του. Αυτό φαίνεται περισσότερο όταν  σατιρίζει την πολιτική, πνευματική και κοινωνική ζωή και ιδιαίτερα την  εξουσία.
Αντίθετα υπάρχει μια γλυκόπικρη συν–παθητική ειρωνεία, όταν οι ήρωές του προέρχονται από το παρελθόν. Έχει ένα συμπαθητικό βλέμμα πάνω στο αντικείμενό του και είναι περισσότερο η αφορμή για μια νοσταλγική περιπλάνηση στους χώρους της μνήμης. Κι εδώ η ειρωνεία υφαίνεται ταυτόχρονα με την ποιητικότητα και τον λυρισμό που αποτελούν τον άλλο μεγάλο αφηγηματικό του τρόπο. Φιλοτεχνεί το πάνθεον των ηρώων της παιδικής του ηλικίας για να ξεφυλλίσει το βιβλίο των παλιών καιρών και να ακουστεί η εξαίσια μουσική των πραγμάτων που πέρασαν ανεπιστρεπτί. («Ο Μποέμ και οι Βοημοί»).
Ωστόσο από την ειρωνεία δεν ξεφεύγει κανείς. Όταν χρειάζεται  στρέφεται στον ίδιο ως αυτοειρωνεία: «Εγώ παραμένω πάντα ένας χωρικός». Ενώ αναφερόμενος στο ενδυματολογικό σύνολο που φορούσε ως διευθυντής του ΙΝΒΑ  με σακάκι, καμπαρντίνα και υποδήματα ιταλικής προέλευσης: «Όσοι με έβλεπαν καταλάβαιναν ότι κάτι το πολιτιστικό λάβαινε χώρα στην πόλη».
Παράλληλα πολύ συχνά παρωδεί και υπονομεύει λογοτεχνικά μοτίβα όπως φαίνεται από τους τίτλους και τους υπέρτιτλους των ιστοριών. «Επιδρομή στην  Πολιτιστική Πρωτεύουσα των Προσφύγων», «Ποιμενική συμφωνία», «Ποιμενικόν ερωτικόν δράγμα», «Ο Μποέμ και οι Βοημοί», «Αιματηρή ηθογραφία» «Λεωφορείον το πάθος», ενώ ένας παρωδιακός τόνος και ένα περιπαικτικό βλέμμα ανατροπής των πάντων υπάρχει σε πολλά αφηγήματά του.

Το ταπεινό ως υψηλό, τα δράμα ως κωμωδία

Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ειρωνικής γλώσσας του είναι η περιγραφή ως μέσο της αφήγησης και η καθαρεύουσα ως εργαλείο  τού χιούμορ. Το βλέμμα του αφηγητή περιγράφει τα πράγματα, συνήθως, από την αντίθετη οπτική γωνία. Το ταπεινό ως υψηλό, τα δράμα ως κωμωδία. Η λόγια γλώσσα της περιγραφής προσδίδει στα απλά πράγματα μιαν αίγλη, ένα επίχρισμα επιστημοσύνης,  μια ροΐδεια στιλπνότητα. Επιστρατεύονται οι αποφθεγματικοί και χιουμοριστικοί ορισμοί.  Τεχνητή σπερματέγχυση: «ήγουν η διαμεσολάβηση ανθρωπίνης χειρός κι επιστήμης προς διεγκύωσιν των αγελάδων», το μαχαίρι: «αιματηρό εργαλείο αφαίρεσης της ζωής του άλλου». Η διακοπή του ρεύματος: «βίαια λύση της συνεχούς ροής των ηλεκτρονίων». Ράφτης: «επιτηδευματίας χωρικής ένδυσης». Ενώ τα σοβαρά και μεγάλα υποσκάπτονται από μια φιλοπαίγμονα διάθεση για να ξεφουσκώσουν: Έτσι ο Άγιος Νικάνορας γίνεται «περιφερειάρχης Άγιος της Δυτικής Μακεδονίας».
Στο διήγημα «Πες αμάν» ένα δραματικό γεγονός, η αιματηρή ηθογραφία με τη  δολοφονία ενός χωρικού, υπονομεύεται από το σκωπτικό ύφος  της αφήγησης. Το στυγερό έγκλημα μετατρέπεται σε αγροτοποιμενικό κωμειδύλλιο διανθισμένο από  γλαφυρές κοινωνιολογικές παρατηρήσεις για την αγνή ύπαιθρο: «το φιλότιμο και οι κοπριές είναι οι μόνες σταθερές του καθημερινού βίου των κατοίκων».
Αντίθετα στο «Τράγου απόδραση» η αστεία ιστορία της εκτέλεσης των αναπαραγωγικών καθηκόντων ενός τράγου με μια γίδα παρουσιάζεται ως ποιμενικό ερωτικό δράμα με φιλολογικές και ζωολογικές παρεκβάσεις.
Η  γραμματική της ειρωνείας του μετέρχεται και ποικίλους άλλους τρόπους: Π.χ. την υπονόμευση μέσω του επαίνου: «ο Άγιος Γεώργιος, ο φερώνυμος άγιος των μισών Νεοελλήνων, είναι μέγας, δε λέω, του αξίζει η διπλή δόση (ύμνων)» ή την υποκριτική συμφωνία με τις κατεστημένες αντιλήψεις: «Κάθε είσοδος (στο Άγιο Όρος), ως γνωστόν, διαγράφει στον τελικό ισολογισμό της Κρίσεως μια μεγάλη αμαρτία».

Η κριτική ως μεροληψία

Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι όλα όσα γράφω είναι μεροληπτικά. Μπορεί να είχε και δίκιο. Τριάντα χρόνια αδιατάρακτης φιλίας και κοινής πορείας, όπως και να το κάνεις βαραίνουν.  Ωστόσο, ίσως σε μια έκθεση πεπραγμένων θα έπρεπε να αθροίζονται και να συνεκτιμώνται, αφού ένα αφιέρωμα είναι, συν τοις άλλοις, και ένας απολογισμός για μια πνευματική  πορεία και μια στάση ζωής που μέχρι τώρα συνήθως του εξασφάλιζε  μόνον μετοχές σε περήφανες  ήττες, μια  και πάντα ήταν στα ξυπόλυτα τάγματα των μειοψηφιών και των ονειροπόλων. Αλλά όπως ορίζει το μότο από τις «Παροιμίες»  Σολομώντος, το οποίο έθεσε στην «Πάπισσα Ιωάννα» και ο Ροΐδης: «οι ελέγχοντες βελτίους φανούνται∙ επ’ αυτούς ήξει ευλογία».



Δεν υπάρχουν σχόλια: