Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Όψεις της Θεσσαλονίκης μέσα από τα λογοτεχνικά κείμενα των Θεσσαλονικέων

 Από την εκδήλωση της Παρέμβασης "Περί Θεσσαλονίκης αλλά από μακριά" 02.04.14
Η Θεσ­σα­λο­νί­κη εί­ναι μια προ­νο­μιού­χος πό­λη, για­τί μια αυ­τό­χθων ποι­η­τι­κή και πε­ζο­γρα­φι­κή πα­ρα­γω­γή χαρ­το­γρά­φη­σε ε­παρ­κώς το πρό­σω­πό της. Η πό­λη, ως χώ­ρος και  κλί­μα, ε­πα­νέρ­χε­ται στο έρ­γο των πε­ρισ­σό­τε­ρων λο­γο­τε­χνών α­κό­μη και των νε­ότερων. Θα μπο­ρού­σε, ί­σως, να θε­ω­ρη­θεί ως πα­ρά­δειγ­μα γό­νι­μης συ­νο­μι­λί­ας λο­γο­τε­χνί­ας και τό­που. Αρ­κε­τοί εκ των πρω­τα­γω­νι­στών της α­πέ­δω­σαν την εν­δο­στρέ­φεια, την ι­διαι­τε­ρό­τη­τα της λο­γο­τε­χνί­ας της, στην α­τμό­σφαι­ρά της, στο ι­στο­ρι­κό πε­ρι­βάλ­λον, στη μυ­στι­κι­στι­κή της πα­ρά­δο­ση. Ο Στέλιος Ξε­φλού­δας, πρώ­τος, μι­λά­ει για την ο­μί­χλη που γε­μί­ζει τους δρό­μους της πό­λης, τη μα­γεί­α των δει­λι­νών και τη με­λαγ­χο­λί­α της1. Ο Γιώργος Κι­τσό­που­λος υ­πο­στή­ρι­ξε ό­τι «η στρο­φή στην ε­σω­τε­ρι­κό­τη­τα δεν ή­ταν, στην πε­ρί­πτω­ση της Θεσ­σα­λο­νί­κης, έ­να εί­δος φυ­γής α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ή­ταν μια α­νί­χνευ­ση πά­νω στο υ­παρ­κτό, μια α­πό­πει­ρα για διείσ­δυ­ση μέ­σα στο ι­διαί­τε­ρο της πό­λης και των αν­θρώ­πων της»2.


Έ­χει ε­πι­ση­μαν­θεί ό­τι η λο­γο­τε­χνι­κή μα­τιά στον αν­θρω­πο­γε­ω­γρα­φι­κό χώ­ρο της Μα­κε­δο­νί­ας α­πό τη γε­νιά του τριά­ντα (Σε­φέ­ρης Η­με­ρο­λό­για, Μυ­ρι­βή­λης Η ζω­ή εν Τά­φω, Ε­λύ­της, κ.ά.) εί­ναι α­μή­χα­νη έ­ως αρ­νη­τι­κή. Η πε­δι­νή ή ο­ρει­νή μα­κε­δο­νι­κή εν­δο­χώ­ρα, ως α­γρο­τι­κή ε­παρ­χί­α, α­πο­τε­λεί μια μι­κρή και α­διά­φο­ρη α­ντί­στι­ξη στον κό­σμο του Αι­γαί­ου, της νο­σταλ­γί­ας, του έ­ρω­τα. Η εύ­στο­χη πα­ρα­τή­ρη­ση α­νή­κει στον Γιώργο Κε­χα­γιό­γλου3 και θα έ­πρε­πε, ί­σως, να πε­ρι­λά­βει ό­λη τη γε­ω­γρα­φι­κή εν­δο­χώ­ρα. Η γε­νιά του ’30 ό­χι μό­νον ε­πι­κυ­ρώ­νει λο­γο­τε­χνι­κά τη θα­λασ­σι­νή φυ­σιο­γνω­μί­α της Ελ­λά­δας, αλ­λά την α­να­κηρ­ύσ­σει ως την πιο αυ­θε­ντι­κή. Το Αι­γαί­ο του φω­τός και της διαύ­γειας α­να­δει­κνύ­ε­ται σε ου­σια­στι­κή συ­νι­στώ­σα της ελ­λη­νι­κό­τη­τας και της ε­θνι­κής ι­διο­τυ­πί­ας. Μια εντελώς αντίθετη ατμόσφαιρα διαπιστώνει ο Γιώργος Θέμελης για την ποίηση της Θεσσαλονίκης. Θεωρεί ότι το “κλί­μα ψυ­χής”, η ι­διαί­τε­ρη α­πό­χρω­ση της ποί­η­σης της πό­λης, προσ­διο­ρί­ζε­ται και α­πό το βό­ρειο κλί­μα, που έ­χει την τά­ση προς υ­πο­βο­λή. «Το ελληνικό φως εδώ - γράφει- δεν είναι εκτυφλωτικό, μαλακώνει την αστραφτερή διαύγεια, γέρνει, να πει κανείς, προς μια θάμπωση. Μια αδιόρατη και συχνά πυκνότερη ομίχλη το συγκερνά κάνοντάς το οικείο και απτό σχεδόν...Κάτω το τοπίο με μια υφή σα να το διαποτίζει κάποια εσωτερική μελαγχολία με βυζαντινή απήχηση, που θαρρείς και βγαίνει από τα σκόρπια μνημεία, τους συσσωρευτές αυτούς του αιώνια χρόνου, ορίζει κι αυτό μαζί με το ιδιότυπο φως την τάση προς την υποβολή και την ατμόσφαιρα» 4.

Ε­κτός α­πό τον Γιώργο Ιω­άν­νου, που της δό­θη­κε σχε­δόν ο­λο­κλη­ρω­τι­κά, ο Ν. Γ. Πε­ντζί­κης συνδυάζοντας τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό στην αφήγηση με την  ορθόδοξη θέαση του κόσμου τη συ­νέ­δε­σε με τη βυ­ζα­ντι­νή της κλη­ρο­νο­μιά και την εγκατέστησε εμβληματικά ως «Μητέρα Θεσσαλονίκη» στην καρδιά του έργου του.

Ο Ντίνος Χρι­στια­νό­που­λος ψη­λά­φη­σε την ε­ρω­τι­κή της γε­ω­γρα­φί­α. Ο τόπος, χωρίς συμβολισμούς ή μεταμορφώσεις, γίνεται μοτίβο που επανέρχεται συνεχώς στην ποίησή του. Το σώμα και ο χώρος, ως σκηνικό του ερωτικού πάθους, συνυφαίνονται σε μια δραματική εμπειρία και συνυπάρχουν στο ποίημα ως οι δυο όψεις ενός νομίσματος. Τα τοπωνύμια, τα οποία διαδοχικά εγγράφονται στην προσωπική ποιητική μυθολογία, πολλαπλασιάζονται για να καλύψουν εν τέλει το πρόσωπο της πόλης. Εγνατία, Έκθεση, Μπαξέ Τσιφλίκι και ο προπαντός οι Δυτικές συνοικίες, τα «αναχωρητήρια της αγάπης», γεωγραφικά σήματα σαρκωμένα από το βίωμα, αρδεύουν τις περισσότερες ποιητικές συλλογές.

Οι τοπογραφικές αναφορές περιγράφουν έναν χώρο οικείο, ηδονικό αλλά ταυτόχρονα έκπτωσης και συναλλαγής με τα τσαλακωμένα χαρτονομίσματα. Το εσώτερο τοπίο διαπλέκεται με το εξωτερικό, ο τόπος εμποτίζεται από την περιπέτεια της ψυχής διαμορφώνοντας μια σχέση βαθιάς ταύτισης με το ποιητικό εγώ. «Μιλώντας για μένα βγαίνει η πόλη και μιλώντας για την πόλη βγαίνω εγώ. Νιώθω στιγμές να είμαι η Θεσσαλονίκη. Η πόλη είναι στο πετσί μου» (ΤΑ ΝΕΑ 26-11-1999)


Μετά τον λυρισμό της γενιάς του τριάντα και αντιστικτικά προς τις εθνικές αφηγήσεις που εκείνη καθιέρωσε,  η ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου χωρίς ιδεολογικούς επικαθορισμούς και συλλογικούς μύθους ποντίζει το ποίημα στη σκόνη της καθημερινότητας. Ανακαλύπτει την Ελλάδα μέσα από έναν διαφορετικό και δύσβατο δρόμο. Το ερωτικό βίωμα γίνεται η αφορμή για την εξερεύνηση της κοινωνικής γεωγραφίας που θα τον οδηγήσει στα γιαπιά και τις λαϊκές συνοικίες. «Πατρίδα μου σε ντρέπομαι/ εσύ διαρκώς στραγγίζεις/ κι εγώ το βιολί μου// κι όμως παρέα με τ’ αγόρια σου/ σε μαθαίνω καλύτερα/ και σε πονάω». Δεν θα περιηγηθούμε σε Οκτάνες και Ασσίνες. Σε φανταστικούς τόπους ή στ’ αρχαία μνημεία αλλά στη σύγχρονη θλίψη. Το κορμί εξερευνά τον τόπο σωματικά, πόντο πόντο, γειώνεται, γίνεται ένα με το χώμα. «και ξαπλώσαμε πάνω στο ζεστό τσιμέντο, εκεί που είχαν κάποτε ακουστεί τα πιο λυπητερά τραγούδια της αγάπης».

Ο διάλογος με τη Θεσσαλονίκη  εκκινεί από το προσωπικό βίωμα, αλλά το υπερβαίνει για να συναντηθεί με τον κοινωνικό χώρο. «Σταυρούπολη νυχτερινή μου πατρίδα,/ σιτοβολώνα του έρωτα/ …μονάχα τα τραγούδια σου είναι σκληρά:/ διαρκώς υπενθυμίζουν τον καημό μας»

Ο Γιώργος Ιω­άν­νου υποστηρίζει ό­τι «η λε­γό­με­νη Λο­γο­τε­χνι­κή Σχο­λή της Θεσ­σα­λο­νί­κης, της ο­ποί­ας την ύ­παρ­ξη μα­ταί­ως ο­ρι­σμέ­νοι αρ­νού­νται, έ­χει κά­τι, κά­ποιον ε­πη­ρε­α­σμό στην έκ­φρα­σή της, κα­θώς και στην κί­νη­ση του στο­χα­σμού και της μα­τιάς της, α­πό αυ­τές α­κρι­βώς τις και­ρι­κές, τις κα­λο­συ­γκε­ρα­σμέ­νες για ε­σω­τε­ρι­κή πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, και­ρι­κές συν­θή­κες που ε­πι­κρα­τούν σ’ αυ­τήν ε­δώ την πό­λη, και της χα­ρί­ζουν ό­χι μο­νά­χα γο­η­τεί­α, μα και δια­πο­τί­ζουν τα κτί­ρια και τα πράγ­μα­τα με μια πα­τί­να και­ρού και τα ο­μορ­φαί­νει και τα δί­νει μια διά­στα­ση πα­λαιό­τη­τας, ώ­στε να σκε­πά­ζο­νται πολ­λές α­σκή­μιες»5.

Η εμμονή του στις βασικές ορίζουσες του έργου του, της βυζαντινής, προσφυγικής, κατοχικής, λαϊκής και ερωτικής Θεσσαλονίκης τις οποίες επαναλαμβάνει συνεχώς ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Δημήτρης Μαρωνίτης αποκάλεσε την λογοτεχνία του «επαρχιακή». Όμως, «η γκρίζα λιπαρή ουσία του θανάτου», η οποία κυκλοφορεί στις σελίδες, η μελαγχολία, η ερωτική αμηχανία, η αίσθηση της ενοχής, ακόμη και η «χαμηλόφωνη κλάψα» είναι απλώς η επαρχιακή μιζέρια ή ένα βαθύτερο πνευματικό κλίμα της πόλης και της εποχής, «η γκριζωπή διάθεση του αιώνιου πένθους», το οποίο ξεκινάει από τον Πεντζίκη και διαποτίζει επίσης τον Ιωάννου;  Θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι δεν είναι η επαρχία αυτή που αναδύεται από την πυρακτωμένη συλλογική μνήμη, από την άρνηση του ξένου (αθηναϊκού ή ευρωπαϊκού), αλλά η υπεροψία ενός άλλου κέντρου -«και διαρκώς λέω μέσα στον εαυτό μου, ότι: Είσαι η συνείδηση του λαού σου! Είσαι η συνείδηση του Έθνους!» (Συνέντευξη, 1983)- του ανατολίτικου βυζαντινού ελληνισμού το οποίο, κατά την άποψη του Ιωάννου, εξέφραζε η «πρωτεύουσα των προσφύγων».

Το ε­πί­θε­το «ε­παρ­χια­κός» εί­ναι στε­νό και δεν μπορεί να συγκεφαλαιώσει το έργο του Γιώργου Ιωάννου. Ανακαλεί αυτομάτως ένα κέντρο, ορίζει και χρεώνει μιαν, ανύπαρκτη πολλές φορές και έξω από λογοτεχνικές προθέσεις, αντίθεση ως κυρίαρχη. Υ­πάρ­χουν κεί­με­να πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο δε­μέ­να μ’ έ­ναν τό­πο και την ι­στο­ρί­α του. Όπως συμ­βαί­νει με τη Σκιά­θο του Πα­πα­δια­μά­ντη, την Ήπειρο του Μιχάλη Γκανά, τη Θεσ­σα­λο­νί­κη του Γιώργου Ιω­άν­νου. Πρόκειται, αν ήθελα να διακινδυνεύσω έναν όρο, για μια «λογοτεχνία της εντοπιότητας» στην οποία η λειτουργία του χώρου είναι πρωταγωνιστική. Οι συγγραφείς εμβαθύνουν στην ατμόσφαιρα και την προβληματική του τόπου τους όχι κατ’ αντιδιαστολή, αλλά ιχνηλατώντας την αλήθεια και τη μοναδικότητα ενός κόσμου. Αυτόν οικοδομεί εν προόδω ο Θεσσαλονικιός πεζογράφος, έναν λογοτεχνικό τόπο αυθύπαρκτο, ποντίζοντάς τον μέσα στον βυζαντινό μύθο και την ιστορία της πόλης, αναζητώντας τις καταστατικές συντεταγμένες οι οποίες τον καθιστούν αυθεντικό, λαϊκό, ακέραιο.


Βεβαίως, οι προ­σεγ­γί­σεις ε­νός χώρου από τη λογοτεχνία δεν εί­ναι α­θώ­ες και ά­μοι­ρες ι­δε­ο­λο­γι­κών ε­πι­βα­ρύν­σε­ων, τεί­νο­ντας στην κα­τα­σκευ­ή ε­ξι­δα­νι­κευ­μένων ει­κό­νων και α­φη­γή­σε­ων, σε καταχρηστικές νοσταλγίες ή εθνικισμούς. Το ερώτημα είναι μήπως πράγματι ο Ιωάννου, ιδιαίτερα με το ύστερο έργο του, διολισθαίνει αθόρυβα σε μια στερεότυπη εικόνα του παρελθόντος. Μήπως πρόκειται για μια ιθαγένεια η οποία παρακάμπτει ανεπιθύμητες πλευρές της Ιστορίας. «Θεσσαλονικείς» ήταν μόνον οι εντόπιοι Έλληνες, αυτοί που κατοικούσαν εδώ από τα αρχαία χρόνια» («Η πρωτεύουσα των προσφύγων»). Πολλές φορές παρεισφρέει ένας τοπικισμός ο οποίος φαντάζει παρωχημένος, υποβαθμίζει την ατομική ευθύνη και παραπέμπει σε μια φυλετική ανάγνωση των πραγμάτων. «Ήταν οι νέοι κατακτητές, οι Μοραΐτες, οι αμέτρητοι Κρητικοί, οι Δυτικομακεδόνες -οι Μοραΐτες αυτοί του βoρείου χώρου». («Το δικό μας αίμα»).

Οι Νίκος Α­σλά­νο­γλου, Νίκος Μπα­κό­λας, Κώστας Στερ­γιό­που­λος, Ρeter Mackridge κ.ά. συν­δέ­ουν, επίσης,  τη λο­γο­τε­χνί­α της πό­λης με τη βό­ρεια α­τμό­σφαι­ρα και το μα­λα­κό φως, τη θά­λασ­σα, το φυ­σι­κό και ι­στο­ρι­κό της πε­ρι­βάλ­λον6. Για την ερ­μη­νεί­α της ι­διαι­τε­ρό­τη­τας αυ­τής της λο­γο­τε­χνί­ας υ­πάρ­χουν και άλ­λες υ­πο­θέ­σεις. «Η πό­λη δε δια­θέ­τει κά­ποια α­έ­να­α χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τα ο­ποί­α νο­μο­τε­λεια­κά πα­ρά­γουν έ­να ο­ρι­σμέ­νο εί­δος λο­γο­τε­χνί­ας, ό­πως ε­ντέ­χνως υ­πε­νό­η­σαν με­ρι­κοί αρ­γό­τε­ρα προ­σπα­θώ­ντας να δη­μιουρ­γή­σουν έ­ναν μύ­θο, αλ­λά πα­ρέ­χει τη δυ­να­τό­τη­τα της συ­σπεί­ρω­σης των λο­γο­τε­χνών της α­κρι­βώς στη βά­ση της κοι­νής ταυ­τό­τη­τας και του κοι­νού συμ­φέ­ρο­ντος, το ο­ποί­ο εν πολ­λοίς ο­ρί­ζε­ται α­πό τον α­πο­κλει­σμό. Γι αυ­τό το λό­γο ο­μά­δες ό­πως αυ­τή των “Μα­κε­δο­νι­κών Η­με­ρών” κρά­τη­σαν στη Θεσ­σα­λο­νί­κη μό­νο για ό­σο και­ρό υ­πήρ­χε η αί­σθη­ση του α­πο­κλει­σμού», δηλώνει η Βενετία Α­πο­στο­λί­δου7.

Πά­ντως, ό­σο α­πο­μα­κρυ­νό­μα­στε α­πό τον κύ­κλο των Μα­κε­δο­νι­κών Η­με­ρών, η λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρα­γω­γή της Θεσ­σα­λο­νί­κης συ­γκλί­νει στο γε­νι­κό­τε­ρο ρεύ­μα της νε­ο­ελ­λη­νι­κής. Κά­ποια νή­μα­τα α­πό την πα­ρά­δο­ση της ε­σω­τε­ρι­κό­τη­τας, η ο­ποί­α ε­ξα­σθε­νεί με το χρό­νο, φτά­νουν ως  σή­με­ρα. Πα­ρα­μέ­νει, ω­στό­σο, ως γε­γο­νός η έ­ντο­νη πα­ρου­σί­α και μυ­θο­ποί­η­ση της πό­λης στα κεί­με­να των λο­γο­τε­χνών της.

Κλείνοντας αυτή την ενδεικτική και όχι εξαντλητική παρουσίαση, και χωρίς να μπω στη διερεύνηση της εικόνας της Θεσσαλονίκης στους νεότερους λογοτέχνες  –το οποίο είναι ένα μεγάλο ζήτημα-  θέλω να κάνω μια επιλογική  παρατήρηση: ενώ η παλιότερη γενιά, με κύρια χαρακτηριστικά παραδείγματα τον Πεντζίκη και τον Ιωάννου, υμνούσε πεζογραφικά και ποιητικά  τη Θεσσαλονίκη, σήμερα αναδεικνύεται η σκοτεινή της πλευρά: Αναφέρω εντελώς ενδεικτικά: Δημήτρης Νόλλας, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Σοφία Νικολαΐδου, Θωμάς Κοροβίνης. Τον δοξαστικό λόγο της «Μητέρας Θεσσαλονίκης» αντικατέστησε η προσπάθεια των νεότερων να ανακαλύψουν πίσω από τη βιτρίνα της «πρωτεύουσας των προσφύγων» όλα τα άνθη του κακού, από τα οποία ξεπήδησαν οι πολιτικές δολοφονίες  του Λαμπράκη, του Πολκ και η πανούκλα της πόλης με τη διαχρονική της παρουσία.


..................................
1. Συ­νέ­ντευ­ξη στα Νε­ο­ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα, 29 Ια­νουα­ρί­ου 1938.

2. Πα­ρά­δο­ση ε­σω­τε­ρι­κότ­η­τας, Νέ­α Ε­στί­α, τ. 850, 1962, σ. 1782.

3. “Στις ό­χθες του Μαν-δρα­γό­ρα”, Δια­βά­ζω, τχ. 309, 1993, σ. 60.

4. “Το κλί­μα ψυ­χής”, Νέ­α Ε­στί­α, τ. 850, 1962, σ. 1721.

5. Η πρω­τεύ­ου­σα των προ­σφύ­γων, εκ­δ. Κέ­δρος, Α­θή­να 1984, σ. 44.

 6 . Τα κεί­με­να στα ο­ποί­α γί­νο­νται οι σχε­τι­κές α­να­φο­ρές εί­ναι: Ν. Α­σλά­νο­γλου, Δια­βά­ζω 118, 1985 “Σε άλ­λο γε­ω­γρα­φι­κό χώ­ρο, θα έ­γρα­φα δια­φο­ρε­τι­κά”, Ν. Μπα­κό­λας Πα­ρα­μυ­θί­α Θεσ­σα­λο­νί­κης, Πρα­κτι­κά, εκ­δ. ΟΠ­ΠΕ 1997, σ. 419, Κ. Στερ­γιό­που­λος “Σχο­λή Θεσ­σα­λο­νί­κης”, Νέ­α Ε­στί­α, τ. 1403, 1985, σ. 330, P. Mackridge Πα­ρα­μυ­θί­α Θεσ­σα­λο­νί­κης, ο.π., σ. 411.

 7. Πα­ρα­μυ­θί­α Θεσ­σα­λο­νί­κης, ό.π. σ. 154.




Δεν υπάρχουν σχόλια: