Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2007

Μιχάλης Γκανάς


"Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη"

Σημειώσεις πάνω στην ποίηση του Μιχάλη Γκανά


Ο Μιχάλης Γκανάς, που γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944, αποτελεί μια τις πιο ξεχωριστές ποιητικές φωνές της γενιάς του '70. Στο ευρύτερο κοινό είναι γνωστός από τους στίχους που μελοποίησαν γνωστοί Έλληνες συνθέτες.

Η πρώτη προσωπική του συλλογή, " Ακάθιστος Δείπνος", εκδίδεται το 1978, για να ακολουθήσουν τα " Μαύρα Λιθάρια" (1980), " Γυάλινα Γιάννενα" (1989), η "Παραλογή" (1993) και τα " Μικρά" (2000). Εν τω μεταξύ το 1981 εκδίδει το " Μητριά πατρίδα", ένα πεζογράφημα με έντονα προσωπικά βιώματα από την περιπέτεια εμφυλίου και της Ουγγαρίας. Η εργογραφία του συμπληρώνεται με την "Ανθοδέσμη" (1993), μια ανθολογία ποιημάτων και τραγουδιών με άλλους τρεις ομοτέχνους του.

Η ποίηση του Μιχάλη Γκανά είναι ομόκεντρη. Υπάρχει ένας κεντρικός θεματικός πυρήνας, που περιλαμβάνει την πατρίδα, την αγάπη, τον χρόνο και τον θάνατο, ο οποίος αναπτύσσεται και πλαγιοκοπείται από συλλογή σε συλλογή, αναδεικνύοντας νέες όψεις. Ο τόπος είναι μια από τις ορίζουσες του έργου του. Σήματα της Ηπειρωτικής γης είναι διάσπαρτα στις σελίδες. Κατ' αρχάς κάνει την παρουσία του ως φυσικό περιβάλλον. Δεν αποτελεί γραφικότητα αλλά βασική συνιστώσα της ποιητικής του μυθολογίας, το απαραίτητο σκηνικό για να λειτουργήσει η αφήγηση, την είσοδο σ' ένα κόσμο υποβλητικό. Τα τοπία ορεινά με ψηλά βουνά. Είναι συνήθως νύχτα. Το χιόνι πέφτει μαλακά. Φυσάει στο Μιτσικέλι κι από μακριά ακούγονται κλαρίνα. Το σκηνικό συμπληρώνεται από τη χλωρίδα και την πανίδα της ιδιαίτερης πατρίδας του.

Αν όμως το φυσικό περιβάλλον αποτελεί το σώμα αυτού του τόπου, το σπίτι και η μάνα είναι η ψυχή του. Η πατρική οικία συμβολίζει τη σταθερότητα στη ζωή, είναι το κέλυφος που προστατεύει την τρυφερότητα της παιδικής ηλικίας. "Το σπίτι παλιό, πολυταξιδεμένο / άξαφνα κάνει μνήμες βουλιάζει " Και η μάνα, όμως, είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο με αντηχήσεις από τη δημοτική ποίηση. Ψάχνοντας καταφύγιο στις δύσκολες ώρες αναζητείται στο ξεχασμένο σπίτι, "χορτάτη λησμονιά", ακόμα και στον κάτω κόσμο "με το κοντό μου παντελόνι, κεφάλι κουρεμένο και γοερές κραυγές φωνάζοντας τη μάνα". Ο κόσμος της παιδικής ηλικίας μπορεί να πέρασε ανεπιστρεπτί, τον σημάδεψε όμως για πάντα. " Ας δέρνει ο δάσκαλος, έχεις στο στόμα τη γεύση της αθανασίας". Η απώλεια του γενέθλιου τόπου θα τον οδηγήσει σε μιαν εσωτερική εξορία. Πολλά ποιήματα περιγράφουν την απέλπιδα προσπάθεια να εγκλιματιστεί και να ενοφθαλμίστεί στο περιβάλλον της μεγάλης πόλης. "Μόνο το φίδι ξέρει τι θα πει ν' αλλάζεις το πετσί σου, γι αυτό του περισσεύει το φαρμάκι. "

Περιπλανάται στους δρόμους μιας πολιτείας πόρνης, σαν πληγωμένο κοτσύφι. Η ζωή κυλάει πάνω σε κέρματα. Ούτε πουλί ούτε άστρο πουθενά". Στον ακήρυκτο πόλεμο που διεξάγεται σ' όλες τις γωνιές "σφυρίζουν δόρατα στον αγέρα, μπήγουν κορμιά στο χώμα. Κορμάκια φίλων. Ισμήνη, ποιος σε διαφημίζει; Η αφίσα σου σ' όλους του τοίχους".

Αυτά θα τον οδηγήσουν σε μια αποστροφή στην οδυνηρή αναφώνηση " Τι γυρεύεις εδώ ψυχή τραυλή/ μακριά από τα βοσκοτόπια της πατρίδας".

Η μνήμη πια δαγκώνει, από τα σκοτάδια και τα πηγάδια του ύπνου επιστρέφουν χαμένες οικειότητες, περνούν πουλιά και δάση. Χτισμένος μέσ' τη μοναξιά και την άφθονη ανωνυμία πασχίζει να θυμηθεί πρόσωπα και λόγια. Αποξενωμένος από το γενέθλιο ήθος διαπιστώνει έντρομος την αλλοίωση που συντελέστηκε υπόγεια, υποδόρια και χωρίς λόγια. "Οι άνθρωποι και οι τόποι ξένοι που μοιάζουν στις φωτογραφίες που βγάζαμε σε άλλες ηλικίες"

Η έννοια της ξενιτιάς είναι αναπόσπαστα δεμένη με τον τόπο. Αποτελεί το αρνητικό της φωτογραφίας. Είναι ο μη-τόπος, η άρνησή του.

"Εθνική οδός. Από δω έφυγε η μισή πατρίδα για τα ξένα"

Η ξενιτιά γενικεύεται σ' όλες τις εκδοχές "ως βασιλικός πλατύφυλλης αποδημίας". Η πατρίδα γίνεται ξενιτιά και ο ποιητής εσωτερικός μετανάστης. Συμπεριλαμβάνει ακόμα και όσους αναχώρησαν "παρά δήμον ονείρων". "Ξενιτεμένοι κουνούσαν τότε τα μαντήλια τους. Από πολύ μακριά. Μπορεί κι από τον κάτω κόσμο".

Ο Μιχάλης Γκανάς επιστρέφει μέσα από τις σελίδες του έργου του στη γενέθλια γη. Εις μάτην όμως θα επιχειρήσουμε να ταυτίσουμε το γεωγραφικό χάρτη με τον λoγoτεχνικό, γιατί πρόκειται για έναν τόπο φανταστικό, μυθοποιημένο και χαμένο στη μνήμη της παιδικής ηλικίας. Ο ίδιος ο ποιητής αναφέρει σε συνέντευξή του το 1991.

" Δεν νοσταλγώ κανέναν "χαμένο παράδεισο". Μάλλον προσπαθώ να αποφύγω μια "υπαρκτή κόλαση". Γι ' αυτό καταφεύγω στα Γιάννενα, που έχουν ελάχιστη σχέση με τη γνωστή πόλη της Ηπείρου.

Τα δικά μου Γιάννενα είναι φανταστικά. Αποτελούν το σκηνικό μιας δράσης, που εκτυλίσσεται εκτός τόπου και χρόνου ή σε κάθε τόπο και χρόνο. Όσο για την παιδική ηλικία νομίζω ότι είναι η καταποντισμένη Ατλαντίδα του καθενός μας. Μια ήπειρος δηλαδή, που ενώ κάποτε είχε συγκεκριμένο γεωγραφικό στίγμα, βρίσκεται ξαφνικά εκτός σχεδίου μνήμης, αυθαίρετη δηλαδή, και αντί να κατεδαφιστεί, καταποντίζεται. Η παιδική ηλικία είναι ο πραγματικός γενέθλιος τόπος μας. Από εκεί ερχόμαστε συνεχώς".

Ανιχνεύοντας τους ποιητικούς τρόπους του Μιχάλη Γκανά διαπιστώνει κανείς εύκολα μιαν ανεξιθρησκία. Κατακτά την ποιητική του ιδιοπροσωπία, χρησιμοποιώντας σε μορφικό επίπεδο ελευθερόστιχα η πεζόμορφα ποιήματα, ρυθμούς και ομοιοκαταληξίες. Ως προς την έκτασή τους, πολύστιχα, σύντομα, ευρύτερες συνθέσεις ή, ακαριαία με τη μορφή του επιγράμματος.

Στην πρώτη συλλογή «Ακάθιστος Δείπνος» διακρίνουμε έναν λόγο αφηγηματικό, χαμηλόφωνο, περιγραφικό. Πρωτοπρόσωπο ή σε δεύτερο ενικό -που απευθύνεται όμως εις εαυτόν -όταν εξομολογείται και ψηλαφεί τις πληγές του, σε πρώτο πληθυντικό όταν χαρακτηρίζει τη νεοελληνική ζωή και εκφράζει το κοινό αίσθημα.

Η γλωσσική του σκευή εμπλουτίζεται από καταγωγικές μνήμες. Λέξεις από την ιδιαίτερη πατρίδα όπως "βελέντζες της νεροτρουβιάς", κλαρίνα, μπακίρια, γρεντές και γκορτσιές προεξέχουν από τη λεία επιφάνεια του κειμένου ως εικόνες και ήχοι. Επίσης μας καταλαμβάνουν εξ εφόδου απροσδόκητα ζεύγη και συνδυασμοί όπως " ιαματικά πουλιά", " χερσαία όνειρα", " νύχτες ορυκτές" "δημητριακή αφθονία" κ.α.

Παράλληλα με τα μεγάλα ποιήματα, στις συλλογές του, δίνει χώρο σ' έναν λόγο σύντομο και αφοριστικό, στεγασμένο κάτω από τον τίτλο " Ακαριαία". Στα " Μικρά", συγκεντρώνει και επανεκδίδει αρκετά απ' αυτά τα ολιγόστιχα ποιήματα, μαζί με μερικά καινούργια. Με την περιεκτικότητα του επιγράμματος και την εκφραστική οικονομία που απαιτεί λέξεις που μετρούνται στα δάκτυλα, κατορθώνουν να μεταδώσουν μια συγκίνηση ή να ολοκληρώσουν ένα νόημα που μένει στα χείλη.

" Χρόνια που πέσαν πάνω μας, σαν προβολείς.

Μας ντουφεκίζουν έναν έναν

σαστισμένους λαγούς. "

Η συλλογή "Μαύρα Λιθάρια" αποτελεί αφετηρία για πειραματισμούς πάνω σε καινούργιους εκφραστικούς τρόπους με τους οποίους κάνει πολλά "βήματα πίσω", όπως είναι ο τίτλος μιας εκ των ενοτήτων της συλλογής. Δεκαπεντασύλλαβοι, μέτρα και ρυθμοί από το δημοτικό τραγούδι, ομοιοκαταληξίες και σονέτα από τη νεότερη ελληνική ποίηση. Δεν είναι όμως μόνον η μετρική με την οποία γίνονται βήματα πίσω. Κάνουν, επίσης, την εμφάνισή τους τα θέματα και η ατμόσφαιρα της "Παραλογής".

Ο θάνατος υποδηλώνεται στο τίτλο της συλλογής, το μαύρο κηρύσσεται "θεμέλιο χρώμα". Σκηνοθετείται ένας κόσμος παράδοξος, ζοφερός, υπερρεαλιστικός, όπου οι νεκροί συνομιλούν με τους ζωντανούς. Η τεχνική αυτή αναπτύσσεται και αρτιώνεται στην "Παραλογή"

Βέβαια στο δρόμο αυτό προηγήθηκαν άλλοι. Ο ελληνικός υπερρεαλισμός με τον Νίκο Γκάτσο, τη " Λησμονημένη" και τις "Παραλογαίς" του Μίλτου Σαχτούρη αποδείχτηκε ευαίσθητος απέναντι στη δημοτική παράδοση. Ο Ε. Κακναβάτος θεωρεί ότι υπάρχουν στοιχεία υπερρεαλιστικής προβολής μέσα στα ίδια τα δημοτικά τραγούδια. Το εφιαλτικό, το παράλογο, το εξωπραγματικό δημιουργούν μια ποιητική πραγματικότητα που υπερβαίνει την παραδεδεγμένη. Ο πρόωρα χαμένος Χρ. Μπράβος ομότεχνος και φίλος του ποιητή έχει επίσης τη δική του συνεισφορά.

Νομίζω, όμως, ότι πιο βαθιά στην κατεύθυνση αυτή έχει προχωρήσει ο Μιχάλης Γκανάς, ιδιαίτερα με την "Παραλογή". Ο τίτλος παραπέμπει στα ομώνυμα αφηγηματικά τραγούδια. Εδώ πρόκειται για μια ευρύτερη ποιητική σύνθεση με πολλές φωνές η οποία αναπλέει την παράδοση και ο διακειμενικός της ορίζοντας φθάνει μέχρι την Ομηρική Νέκυια. Το εγχείρημα συνθετικών ποιημάτων, αν και με μεγάλο παρελθόν, σπανίζει στις μέρες μας καθώς ευδοκιμούν συλλογές με μεμονωμένα ποιήματα. Όμως αυτή η μορφική επιλογή συνδέεται με το περιεχόμενο. Η νεότερη ποιητική γενιά, "του ιδιωτικού οράματος" όπως έχει αποκληθεί είναι περιχαρακωμένη στον εαυτό της. Η σύνθεση απαιτεί πιο φιλόδοξους στόχους και προπαντός, σύνδεση με συλλογικά υποκείμενα που ακουμπούν στην φυλή και την παράδοση ενός τόπου και τέτοια είναι η "Παραλογή".

Έκδηλο είναι το μυθολογικό αρχέτυπο του "Νεκρού αδελφού". Από την προφορική παράδοση ανακαλούνται ονόματα, θέματα, οι ρυθμοί και η ατμόσφαιρα. Ταυτόχρονα, όμως, αναθεωρείται, μετασχηματίζεται και υπερβαίνεται. Η ιστορία υποχωρεί και δεσπόζει το δράμα. Αναδεικνύονται πάθη ατομικά, ψηλαφούνται απορίες και ρίζες οντολογικές. Ο πάνω και ο κάτω κόσμος συναιρούνται σε μια ενότητα. Ιδρύεται ένα ποιητικό σύμπαν όπου οι σκιές και οι αγαπημένες φωνές διαλέγονται, οι ζωντανοί βρίσκουν παραμυθία με την κατάδυση και την περιπλάνηση σ' έναν παράξενο και αδυσώπητο κόσμο.

" Νύχτα των Κιμμερίων. Κατήφορος κοφτός

κι ακολουθώ τυφλά μαύρο κριάρι ".

Η σκηνοθεσία της κατάδυσης αντλεί στοιχεία από το λ΄ της Οδύσσειας. Η νύχτα, οι Κιμμέριοι, το μαύρο κριάρι, το πρίμο αγέρι. Υπάρχει μια παγκόσμια σχεδόν αντίληψη ότι οι νεκροί για να μιλήσουν πρέπει να γευτούν αίμα, το σύμβολο της ζωής.

" Κι αφήνομαι στη μαύρη πετονιά

αιμορραγώντας όλη νύχτα

μνήμες βαθιές που νόμιζα πως είχαν κλείσει "

Τα πρόσωπα που έρχονται από την άλλη όχθη αποκτούν φωνή από το αίμα και τις μνήμες του ποιητή. "Αντιλαλώ, όπως λέει, σαν τρίκλιτη Βασιλική από φωνές πολλών κεκοιμημένων". Οι φωνές του Νεκρού αδελφού, της μάνας, του Χρήστου ακούγονται σ' ένα κλίμα αινιγματικό και μυστηριακό.

Ο Μιχάλης Γκανάς φτάνει στον ίδιο στόχο με τις παραλογές από διαφορετικούς δρόμους. Εμβολιάζει το λόγο με την παρουσία του θανάτου, τη μόνη αναπότρεπτη βεβαιότητα της ζωής, για να τον μετατρέψει σε τραγούδι σιγανό.

Αγγίζει το πρόσωπό του, εξημερώνει τη φρίκη. Η μνήμη και ο κόσμος των κεκοιμημένων, συνδέονται σε μια αδιάσπαστη αλυσίδα με τον παρόντα και τον τροφοδοτούν με νόημα.

" Χωρίς εμάς, λέει η φωνή του Χρήστου, είστε μειοψηφία (ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ) χωρίς εσάς οστά γεγυμνωμένα - και μην ακούς πάνω και κάτω κόσμος- είσαστε η πατρίδα μας κι εμείς ξενιτεμένοι "

Παρ' όλα αυτά η ποίηση του Μιχάλη Γκανά δεν είναι πεισιθάνατη. Ο έρωτας, φάρμακο και ξόρκι, το αντίδοτο του θανάτου εκτρέπει το ισοζύγιο προς τη ζωή.

" Κι η μοναξιά ένα μάθημα πικρό

κι ο θάνατος μια μαύρη κουβαρίστρα έλα με την αγάπη έλα με το νερό."

Ο Γρηγόρης Ράπτης, ένας κοινός φονιάς των πρωτοσέλιδων που εκτίει την αγάπη του και σπουδάζει τη μοναξιά, θα αναρωτηθεί στον υπερασπιστικό λόγο.

" Μα πώς να πλάσω μέλη που ποθώ που βλέπω μα δεν άγγιξα ποτέ μου.

Τυφλός κι από τα δυο μου χέρια"

Στον έρωτα συμμετέχουν όλες οι αισθήσεις. Λυτρωτική όμως είναι μόνον η αίσθηση της αφής. Με τις άλλες πίνεις αλλά δεν ξεδιψάς.

" Ομνύω στην οδό του μαρτυρίου"

Η πρόταση αυτή εκφράζει την αντίληψη του ποιητή για τον έρωτα. Το ρήμα ενδεδυμένο την τελετουργία μας επίσημης πράξης τον απογειώνει σε συνταγματική αξία, σε σύμβολο πίστεως ιερής. Οι λέξεις που ακολουθούν , φανερώνουν την αληθινή την φύση. Έρωτας πληγή, μαρτύριο, ακάνθινο στεφάνι για προνομιούχους εσταυ- ρωμένους.

" Έτσι αγιάζουνε οι δρόμοι τι νομίζεις έτσι τιμούμε τις αγαπημένες.

Χωρίς αγάλματα και προτομές Μην καταθέτοντας ποτέ Τ' ακάνθινα στεφάνια.

Εσταυρωμένοι σ' όλες τις πλατείες σαν λυπημένοι πολιούχοι "

Ο Σεφέρης, ο ποιητής και ο θεωρητικός της τέχνης, άσκησε βαθιά επίδραση στην μεταπολεμική ποίηση. Πιστεύω ότι ο Μιχάλης Γκανάς είναι ένας από τους ποιητές στον οποίο ανιχνεύονται εκλεκτικές συγγένειες. Η αίσθηση της ιθαγένειας, ο στοχασμός πάνω στην νεοελληνική ταυτότητα, αποτελούν ένα νήμα η μια άκρη του οποίου βρίσκεται στην αναζήτηση της ελληνικότητας του Σεφέρη. Εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε αυτό που έγραψε ο Αλέξης Ζήρας, πως αν στους ομηλίκους του ποιητές ο διχασμός της Ελλάδας είναι ένα ιδεολόγημα, σ' αυτόν είναι ανεπούλωτη πηγή. Τα προσωπικά του βιώματα βάθυναν τον προβληματισμό του και έθρεψαν την αναζήτηση.

Στην πρώτη κιόλας συλλογή θα έχει έναν δημιουργικό διάλογο με τον Σεφέρη ο οποίος συνεχίζεται μέχρι την "Παραλογή"

" Η Ελλάδα, που λες, δεν είναι μόνο πληγή. Στην μπόσικη ώρα καφές με καϊμάκι, Ραδιόφωνα και Τι-Βι στις βεράντες,

Μπρούντζινο χρώμα, μπρούντζινο σώμα Μπρούντζινο πώμα η Ελλάδα στα χείλη μου. "

Η αγωνία για την νεοελληνική αυτογνωσία προβάλλει θεματικά και στον επίλογο της "Παραλογής".

" Πατρίδα μου ασπίδα μου

και δόρυ αιχμηρό στο στήθος

παίρνω το αίμα-αίμα μου και σε γυρεύω στο κάτω κόσμο στον απάνω -άφαντη στις πολιτείες στα χωριά σου -άχνα και λέω δεν υπάρχεις σ' ονειρεύτηκα

κι αχειροποίητη σε χτίζω με το ράμφος μου".

Η πρόσληψη της ποιητικής παράδοσης από τις νεότερες γενιές ακολουθεί ποικίλες και υπόγειες διαδρομές. Ωστόσο αισθανόμαστε σε αρκετούς ποιητές της γενιάς του '70, μεταξύ των οποίων και ο Μιχάλης Γκανάς τον τόνο και το κλίμα της Σεφερικής θλίψης. Ιδιαίτερα στην πικρία με την οποία αντιμετωπίζει την έκπτωση του νεοελληνικού βίου.

"βαθαίνεις την αφή μου ανυπόφορα, μουσική πατρίδα

άταφη σ' όλα τα τραγούδια μου"

Στη συλλογή "Παραλογή" μετά την περιπλάνηση στ' ανήλιαγα σκοτάδια και τις σκιές θα ακολουθήσει, με τους ακροτελεύτιους στίχους η έξοδος στο φως που καταπίνει τη νύχτα και διαλύει το μαύρο, ένα φως που ταυτίζεται με τη ζωή.

"Αλλά το φως με διαψεύδει πάλι

Μια μέρα στις Μυκήνες την άλλη στην Κασσώπη Καταμεσήμερο αγγίζοντας τοπία συλημένα

Και πρόσωπα αγνώριστα από την τύρβη των αιώνων υφαίνοντας άλλες μορφές στο διάφανο αέρα Κι ο τόπος γράφεται ξανά

Βουνό-βουνό και δέντρο -δέντρο

Κι η θάλασσα φιλάει τη φτέρνα του Κι η μνήμη οχιά που με δαγκώνει

Και λέω ναι -εδώ - στο φως θανάτωσέ με. Γιατί το φως θα μας δικάσει

Κι αλίμονο σ' όποιον φοράει ματογυάλια."

Νομίζω ότι σε τούτες τις γραμμές αντηχεί η "Κίχλη,", " Ο βασιλιάς της Ασίνης" αλλά και η ελληνική ποιητική παράδοση για την οποία είναι κομβικό το ζήτημα του φωτός. Υπάρχει το τοπίο και η "λειτουργία ενανθρωπισμού του ελληνικού φωτός" που αναφέρει ο Σεφέρης. Την τελευταία δεκαετία στο χώρο της κριτικής έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση, Η γενιά του '30 και ο ελληνικός μοντερνισμός θεωρούνται ένοχοι και υπόλογοι για εθνοκεντρισμό, για την αναγωγή της ελληνικότητας σε αξιολογικό κριτήριο της λογοτεχνίας.

Συνακόλουθα, θεωρείται ύποπτη η ρητορική της ιθαγένειας ή τουλάχιστον ελληνικός επαρχιωτισμός η εμμονή σε πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και εντοπιότητες.

Η ελληνικότητα δεν αποτελεί ασφαλώς αισθητική αξία όπως πρώτος ο Σεφέρης αναγνωρίζει (Δοκιμές Α). Το ίδιο και η ιθαγένεια σ' ένα λογοτεχνικό κείμενο.

Ωστόσο, ο χώρος, ο τόπος στον οποίο διαδραματίζονται οι περιπέτειες των ανθρώπων και των αισθημάτων αποτελούσε πάντα μια από τις πρώτες ύλες της λογοτεχνίας, Ακόμα και οι κορυφές τον μοντερνισμού και του κοσμοπολιτισμού γείωσαν το έργο τους σε συγκεκριμένους τόπους και συλλογικές αξίες όπως το Δουβλίνο και η Ιρλανδία του Τζόϋς, ή η Κίνα του Εζρα Πάουντ,

Ο Μιχάλης Γκανάς έχει μια ιδιαίτερη συνεισφορά στη λογοτεχνία.

"Με γνήσιο, χαμηλόφωνο πάθος εμψυχώνει κάποιες λέξεις που η μεταπολεμική μας ποίηση -κι ακόμη περισσότερο αυτή της γενιάς του -έχει κλονίσει, χλευάσει ή αποκαθηλώσει " έγραψε ο Μ, Φάις για το δεσμό του με την πατρίδα. 'Ολο το έργο του χαρακτηρίζεται από την εμμονή του για την κατάκτηση μιας έκφρασης που ακουμπάει στη νεοελληνική λογοτεχνική παράδοση. Πειραματίζεται σ' ένα δρόμο μοναχικό " σχοινοβάτης, όπως λέει ο ίδιος, σε μια γλώσσα επικίνδυνη αλλά γεμάτες μνήμες"

Η ποίησή του αναδεικνύει την τραγική θεώρηση της ζωής απέναντι στην ελαφρότητα της νεοελληνικής συνείδησης. Είναι ο νόστος στη χαμένη αθωότητα των πρώτων εμπειριών και της αλήθειας των πραγμάτων. Μεταποιεί το σκοτάδι, εξημερώνει το θάνατο με λέξεις πικρές και γλυκές συνάμα, σαν παλιό ηπειρώτικο τραγούδι.

'Ομως, στο σημείο αυτό νοιώθω τη ματαιότητα των λόγων. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για λογοτεχνική κριτική που σχολιάζει άλλα λόγια, Καταλαβαίνω την επιφύλαξη του ποιητή και συμφωνώ απόλυτα μαζί του.

" Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη".


ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ Τχ. 112 Σεπτέμβριος 2000


Εργοβιογραφικό σημείωμα του Μιχάλη Γκανά στη σελίδα του ΕΚΕΒΙ

Η ποίηση του Μιχάλη Γκανά στο διαδίκτυο (Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού)

1. Αμνησία
(από το Γυάλινα Γιάννενα, Καστανιώτης 1989)

2. Και ιδού ίππος πυρρός
(από το περιοδικό Τα Νεφούρια, τεύχος 14, Πρωτοχρονιά 2006)

3. Χριστός Ανέστη
(από το Μαύρα Λιθάρια, Καστανιώτης 1993)

4. Χριστουγεννιάτικη ιστορία
(από το Γυάλινα Γιάννενα, Καστανιώτης 1989)


1 σχόλιο:

Μαρία είπε...

Διαφωτιστική η ανάλυσή σας. Εύχομαι να συνεχίσετε το έργο σας!

Να σας ρωτήσω κάτι;

οι παρακάτω στίχοι:

''Στον έρωτα συμμετέχουν όλες οι αισθήσεις.
Λυτρωτική όμως είναι μόνον η αίσθηση της αφής.
Με τις άλλες πίνεις αλλά δεν ξεδιψάς''.

σε ποιο έργο του Μ. Γκανά ανήκουν;

Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων.